-
121 ἀμφίβιος
ἀμφίβιος, ον,A living a double life, esp. amphibious, νομή, of frogs, Batr.59;ἀ. στόμα Pl.Epigr.2
, cf. Ax. 368b;θήρ Man.4.23
; of plants, Thphr.HP1.4.3; ἀμφίβιον, τό, = ἀλόη, Ps.-Dsc.3.22:—said by Thphr. (Fr.171.12 ) to have been first used by Democr.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφίβιος
-
122 ἀπατηλός
A = ἀπατήλιος, Il.1.526;κόσμος Parm.8.52
;λόγου στόλος Emp.17.26
;δέσποινα X.Oec.1.20
;κακοῦργος καὶ ἀπατηλή Pl.Grg. 465b
;ἀ. λόγος Id.Lg. 892d
;τὸ ἀ. ἐν λόγοις Id.Cra. 407e
;σκιαγραφία ἀ.
producing illusion,Id.
Criti. 107d;στρατηγός App.BC1.112
([comp] Sup.); also, deceptive, opp. γνήσιος, Eus. Mynd.63. Adv.- λῶς Iamb.Myst.3.26
, Poll.9.135.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπατηλός
-
123 ἀπρονόητος
ἀπρονό-ητος, ον,A unpremeditated, ; χώρα ἀ. an unguarded country, Plb.4.5.5;τόποι ἀ.
unreconnoitred,Id.
3.48.4; not the work of providence,κόσμος Ph.2.411
, cf. Hierocl. in CA11p.442M.II [voice] Act., not considering beforehand,ἡ ὀργὴ -τον X.HG 5.3.7
;ἀ. καὶ ἀπαράσκευοι Plb.5.7.2
, cf. Orph.Fr. 233;ἀ. τῶν ἐσομένων J.Vit.13
; Bis Acc.2, etc.; of the gods, not exercising providence, Epicur.Fr. 368. Adv.- τως X.Cyr.1.4.21
, etc.;ἀ. τινὸς ἔχειν Str.2.5.1
; opp. προνοίᾳ, S.E.P.1.151;οἱ ἀ. θεώμενοι
without previous acquaintance,Plb.
10.14.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπρονόητος
-
124 Ἀραβία
Ἀρᾰβ-ία, ἡ,A Arabia, Hdt.2.8, etc. (also, = κόσμος γυναικός, Hsch.): poet. [full] Ἀρραβία Theoc.17.86:—Adj. [full] Ἀράβιος, α, ον, Arabian,οἱ Ἀ. Hdt.1.198
, al.:—also [full] Ἀραβικός, ή, όν, χάραγμα PGen.29.8
(ii A. D.), Plu.Ant.69, Hsch.:—later [full] Ἄραβες (v. Ἄραψ):—pecul. fem. [full] Ἀραβίς, ίδος, Them.Or.34.56: [full] Ἀράβισσα, St.Byz. -
125 ἀφανής
A unseen, esp. of the nether world,Ταρτάρου πυθμήν Pi.Fr. 207
, cf. A.Th. 860 (lyr.);ἀ. κἀν Ἀΐδα δόμῳ φοιτάσῃς Sapph.68
; χάσμα ἀ. a blind pit, Hdt.6.76; ἡ ἀ. θεός, of Persephone, S.OC 1556 (lyr.); ὁ ἀ. πόλος, i. e. the south pole, Arist.Cael. 285b21, Mu. 394b31 (butἀ. κόσμος
starless,Vett.Val.
6.22).2 ἀ. γίγνεσθαι, = ἀφανίζεσθαι, disappear,ὑπὸ γῆν Hdt.3.104
, cf. E.IT 757, Pl.R. 360a; soἀ. ἦν
disappeared,Hdt.
7.37, cf. X.An.1.4.7; of soldiers missing after a battle, Th.2.34; runaway, absconded, PGen.5.4(ii A. D.).b στήλας ἀ. ποιῆσαι obliterate, SIG38.38 ([place name] Teos).3 unnoticed, secret,ἀ. νόος ἀθανἁτων Sol.17
; ἀ. νεῦμα a secret sign, Th.1.134;ἀ. χωρίον
out of sight,Id.
4.29, cf. ib.67;ἀ. ξιφίδιον
concealed,Id.
8.69; δι' ἐπιστολῶν ἀφανῶν secret or invisible writings, Ph.Bel.102.29: c. part., ἀ. εἶναι ἀπιόντες depart without being noticed, X.An.4.2.4;ἀ. ὄντες ἠδίκουν Th.1.68
; μαντικῇ χρώμενος οὐκ ἀ. ἦν he was well known to do.., X.Mem.1.1.2.b uncertain, doubtful,ἀ. νοῦσοι Hdt.2.84
; σὺν ἀφανεῖ λόγῳ on an uncertain charge, S.OT 657 (lyr.);ἐν ἀφανεῖ λ. Antipho 5.59
; (lyr.); (lyr.);ἐλπίς Th.5.103
;πρόφασις ἀφανεστάτη λόγῳ Id.1.23
;οὐκ ἀ. τεκμήρια X. Ages.6.1
; μεθέντας τἀφανῆ, opp. τὸ πρὸς ποσί, S.OT 131; ἀ. χάρις a favour from an unknown hand, D.19.240;ἐς ἀφανὲς τὸν μῦθον ἀνενείκας Hdt.2.23
; ;τὰ ἀ. μεριμνᾶν Ar.Fr. 672
;ὑπὲρ τῶν ἀ. φανεροῖς μαρτυρίοις χρῆσθαι Arist. EN 1104a13
; of what is beyond the evidence of sense, opp.φανερόν, ἁρμονίη ἀ. φανερῆς κρείττων Heraclit.54
, cf. Phld.Sign.1, al.;τἀφανὲς διὰ τοῦ φαινομένου συλλογίζεσθαι Epicur.Nat.14.4
;τὸ τῆς τύχης ἀ. οἷ προβήσεται E.Alc. 785
;τὸ ἀ. τοῦ κατορθώσειν Th.2.42
; ἐν ἀφανεῖ ἔτι κεῖσθαι, ἐν τῷ ἀ. εἶναι, Id.1.42, 3.23;ἐν ἀ. κεκτῆσθαί τι
secretly,Pl.
Lg. 954e;ἐκ τοῦ ἀφανοῦς Th.1.51
, 4.96, etc.;ἐξ ἀ. A.Fr.57.9
, Ar.Ra. 1332: neut. pl. as Adv., E.Hipp. 1289 (lyr.). Regul.Adv.ἀφανῶς Th. 3.43
, etc.: [comp] Sup.- έστατα X.HG5.1.27
.4 of persons and things, unnoticed, obscure, E.Tr. 1244; alsoοὐ γὰρ ἀ. κρινεῖτε τὴν δίκην Th.3.57
;ἀ. καὶ ταπεινὴ φύσις D.61.35
.5 ἀ. οὐσία personal property, as money, which can be secreted and made away with (cf.ἀφανίζω 1.7
), opp. φανερά ( real), as land, Lys.32.4, cf. BCH27.219 ([place name] Crete); opp. ἐμφανής, IG12(2).15.8 (Mytil.), SIG554.17; but simply, concealed,ἀφανῆ καταστῆσαι τὴν οὐσίαν Lys.20.23
: in lit. sense,ἀ. πλοῦτος Ar. Ec. 602
;πλοῦτος ἀ. ὃν σὺ κατορύξας ἔχεις Men.128.16
. -
126 ἄκοσμος
ἄκοσμ-ος, ον,A disorderly, ;ἄ. καὶ ταραχώδης νυκτομαχία Plu.Mar.20
:—in Hom. once,ἔπεα ἄκοσμά τε πολλά τε ᾔδη Il.2.213
. Adv.- μως Hdt.7.220
, A.Pers. 374, etc.II κόσμος ἄ. a world that is no world, AP7.561 (Jul.), but in 9.323 (Antip.) of an inappropriate ornament.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄκοσμος
-
127 ἐμφανής
ἐμφαν-ής, ές,II visible to the eye, manifest,a of persons, S.Tr. 199, etc.; esp. of the gods appearing bodily among men, E.Ba.22, Ar.V. 733, Pl.Alc.2.141a; soὄψις ἐ. ἐνυπνίων A.Pers. 518
; ; ἐ. τινὰ ἰδεῖν see him bodily, S.Aj. 538, cf. Ar. Th. 682; ; πῶς ἂν ὑμὶν ἐμφανὴς.. γενοίμην; how could I make it manifest? Id.Ph. 531; ἐμφανὴς τιμαῖσιν, = ἐμφανῶς τιμώμενος, Id.OT 909 (lyr.); ἐ. ζῷα familiar animals, Epicur.Ep.2p.43U.b as legal term, ἐμφανῆ παρέχειν τινά to produce a person or thing in open court, Antipho 5.36, cf. D.56.38; so ἐμφανῆ καταστῆσαι produce in court, either the property or the vouchers, Id.52.10; ἐμφανῶν κατάστασις, actio ad exhibendum, Is.6.31, D.53.14.c of things, ; ἐ. τεκμήρια visible proofs, Id.El. 1109; ἄλγος ἐ. Pi.Fr. 210;κλαυθμός Hdt.1.111
; μεῖξις ib. 203;Χυμοί Thphr. CP6.3.4
([comp] Sup.); ἐ. κόσμος visible sky, Vett. Val.8.12; τὰ ἐ. κτήματα the actual property, X.HG5.2.10;τοῦ μέλλοντος καὶ μὴ -οῦς Th.3.42
; εἰς τοὐμφανὲς ἰέναι to come into light, come forward, X. Mem.4.3.13; εἰς τοὐ. ᾠοτοκεῖν, ζῳοτοκεῖν, Arist.HA 510b20, 511a23; ἀεὶ ἐ. εἶναι to be constantly in evidence, X.Ages.9.1.2 manifest, palpable, ;βία Th.4.86
; ἐ. λόγος a plain speech, A.Eu. 420; τῷ ἐμφανεῖ λόγῳ openly, Th.7.48;τὴν διάνοιαν ἐ. ποιεῖν διὰ φωνῆς Pl.Tht. 206d
;ἐμφανές ἐστιν ὅτι.. X.Hier.9.10
.III Adv. - νῶς, [dialect] Ion. - νέως, visibly, openly, Hdt.1.140, A.Ag. 626, Th.7.48, etc.; ; ἐ. ἐλευθεροῦν without doubt, Hdt.6.123; ἐ. ἠμύνατο openly, i.e. not secretly or treacherously, S.Tr. 278; οὐ λόγοις, ἀλλ' ἐ. but really, Ar.Nu. 611: [comp] Comp. .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμφανής
-
128 ἐναγώνιος
ἐνᾰγών-ιος, ον,A of or for a contest, contending in the games, παῖς Pi.N.6.13; freq. in later Prose, αἱ νῖκαι αἱ ἐ. Arist. VV 1250b37;ἐ. κόσμος Duris70J.
;ὄρχησις D.H.7.72
, Luc.Salt.32.2 ἐ. θεοί gods who presided over the games, esp. Hermes, Pi.P.2.10, Simon.18.1, A.Fr. 384, cf. Ar.Pl. 1161, IG2.1181; Ἀφροδίτη ib.3.189.II of, in or for battle, πυκνώσεις ἐ. closing of the ranks in battle, Plb.18.29.2;παρακελευσμός Id.10.12.5
;ἐνέργεια D.S.20.95
;σχῆμα D.H.6.13
;ἀρετή Onos.1.13
(v.l.).III Rhet., suited for forensic oratory or debate, λόγος, πνεῦμα, λέξις, D.H.Is.20, Th.23, Dem.18, cf. Demetr.Eloc. 193; vehement,κίνησις D.S.18.67
;πάθος Longin.22.1
.2 of style, energetic, vivid, opp. διηγηματικός (as epith. of Il. compared with the Od.), Id.9.13, cf.Arg.Od. Adv.- ίως incisively, vehemently, Plu.2.771a, Longin.18.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐναγώνιος
См. также в других словарях:
Κόσμος νοερός — (kosmos noeros) (греч.) космос мыслящий (интеллектуальный). В неоплатонизме бытие, жизнь и мышление, воспроизводящие мир идей. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл … Философская энциклопедия
Κόσμος νοητός — (kosmos noetos) (греч.) космос мыслимый (интеллигибельный). В неоплатонизме мир самодовлеющих идей, прообразов. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв … Философская энциклопедия
κόσμος — order masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… … Dictionary of Greek
κόσμος — ο 1. το σύμπαν, η οικουμένη, η γη: Όλον τον κόσμο γύρισα να βρω γλυκό σταφύλι (δημ. τραγ.). 2. η ανθρωπότητα, η κοινωνία: Δε με μέλει τι θα πει ο κόσμος. 3. ορισμένη επαγγελματική ή κοινωνική τάξη: Ο υπαλληλικός κόσμος κατέβηκε σε απεργία. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ὁ κόσμος ἐποντίζετο καὶ ἡ ἑμὴ γυνὴ ἐστολίζετο. — ὁ κόσμος ἐποντίζετο καὶ ἡ ἑμὴ γυνὴ ἐστολίζετο. См. По мне хоть трава не расти … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
νυδιάστατος κόσμος — Ορολογία στη μαθηματική επιστήμη με προεκτάσεις στη φιλοσοφία. Στα τέλη του προηγούμενου αιώνα η ευκλείδια γεωμετρία που περιγράφει τρισδιάστατα συστήματα έπαψε να αποτελεί το κύριο εργαλείο στα χέρια των μαθηματικών. Σε αυτό συντέλεσαν οι… … Dictionary of Greek
Ελεύθερος Κόσμος — Καθημερινή αθηναϊκή εφημερίδα που κυκλοφόρησε στο διάστημα 1966 82. Ιδρύθηκε από τον Σ. Κωνσταντόπουλο … Dictionary of Greek
Νέος Κόσμος — Τίτλος εφημερίδων και περιοδικών. 1. Αθηναϊκή καθημερινή εφημερίδα (1849 54). 2. Εβδομαδιαίο φιλολογικό και πολιτικό περιοδικό. Ιδρύθηκε το 1893 με έδρα τη Βοστόνη. 3. Εβδομαδιαία εφημερίδα (1920 24). Ιδρύθηκε από τον Γ. Α. Γιαννικόπουλο με έδρα… … Dictionary of Greek
κόσμω — κόσμος order masc nom/voc/acc dual κόσμος order masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Космос — (Κόσμος) первоначально синоним порядка, гармонии, красоты , со временем стало обозначать мир или вселенную . По преданию, впервые назвал мир этим именем Пифагор, ввиду пропорциональности и гармонии его частей. Согласно с этим, у всех греческих… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона