-
101 διέρχομαι
διέρχομαι, [tense] fut. διελεύσομαι (but δίειμι is used in [dialect] Att. as [tense] fut., and διῄειν as [tense] impf.): [tense] aor. διῆλθον:—A go through, pass through, abs.,ἀντικρὺ δὲ διῆλθε βέλος Il.23.876
, etc.: c. gen., φάτο.. ἔγχος ῥέα διελεύσεσθαι ..Αἰνείαο 20.263
, cf. 100;σφαγῶν διελθὼν ἰός S.Tr. 717
;δ. διὰ τῆς νήσου Hdt.6.31
; διέρχεται ἅπαντα διὰ τούτου Ar.Av. 181;δ. διὰ πάντων Act.Ap.9.32
;εἰ σῶμα οὖσα ἡ ψυχὴ.. διῆλθε διὰ παντός Plot. 4.7.8
: c. acc., δ. πῶϋ, ἄστυ, Il.3.198, 6.392; θύρας (pl.) Lys.12.16;τὴν πολεμίαν Th.5.64
;τρεῖς σταθμούς X.An.3.3.8
.3 of reports,βάξις διῆλθ' Ἀχαιούς S.Aj. 999
: abs., went abroad, spread,Th.
6.46, cf. X.An.1.4.7;κληδὼν γῆς διῆλθε S.Ph. 256
.4 of pain, shoot through one, ib. 743; of passion,ἵμερος δ. Ἡρακλῆ Id.Tr. 477
; ἐμὲ διῆλθέ τι a thought shot through me, E.Supp. 288.6 go through in detail, recount,λόγον Id.N.4.72
; ; ἃ διῆλθον the details I have gone through, Th.1.21; ὀλίγα διελθών a little further on, Pl.Prt. 344b;δ. περί τινος Isoc.4.66
,9.12, Pl.Prt. 347a;ὑπέρ τινος Plb.1.13.10
;πάντα μετὰ φρεσί h.Ven. 276
;πρὸς αὑτόν Isoc.11.47
;δ. τίς πολιτεία.. συμφέρει Arist.Pol. 1296b14
.II intr. of Time, pass, elapse,χρόνου οὐ πολλοῦ διελθόντος Hdt.1.8
, cf. 3.152, D.23.153, Plb.20.10.17; τοῦ διεληλυθότος ἔτους the past year, BGU410.7 (ii A. D.), etc.;διελθουσῶν τῶν σπονδῶν Th.4.115
; having waited,E.
HF 957 codd. (fort. ὡς).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διέρχομαι
-
102 δῆμος
A district, country, land,Βοιωτοὶ μάλα πίονα δ. ἔχοντες Il.5.710
;Λυκίης ἐν πίονι δ. 16.437
, cf. Od.13.322, etc.;'Ιθάκης ἐνὶ δ. 1.103
;δήμῳ ἔνι Τρώων 13.266
;λαοὶ ἀνὰ δῆμον 16.95
: metaph., δῆμος ὀνείρων the land of dreams, 24.12.2 the people, inhabitants of such a district,πόληΐ τε παντί τε δήμῳ Il.3.50
, cf. h.Cer. 271;Βακτρίων ἔρρει πανώλης δ. A.Pers. 732
.II hence (since the common people lived in the country, the chiefs in the city), the commons, common people, δήμου ἀνήρ, opp. βασιλεύς, ἔξοχος ἀνήρ, etc., Il.2.198, 188, cf. 11.328, Hes.Op. 261, Hdt.5.66, Act.Ap.12.22, etc. (rarely of a single person, δῆμον ἐόντα being a commoner, Il.12.213); opp. οἱ εὐδαίμονες, Hdt.1.196; opp. οἱ παχέες, Id.5.30; opp. οἱ δυνατοί, Th.5.4;οἱ.. ἐπαναστάντες τοῖς δυνατοῖς καὶ ὄντες δῆμος Id.8.73
; = Lat. plebs, D.H.6.88, etc.;τοῦ πολλοῦ δ. εἷς
unus de plebe,Luc.
Sat.2;τοῦ δ. ὤν Id.Gall.22
; in an army, rank and file, opp. officers,ὁ δ. τῶν στρατιωτῶν X.Cyr.6.1.14
.2 metaph.,δ. ἰχθύων Antiph. 206.7
;τυράννων Philostr.VS1.15.1
;πιθήκων Id.VA3.4
; ὀρνέων Alciphr.3.30.III in a political sense, the sovereign people, the free citizens, A.Th. 199, 1011, etc.;ὁ δ. ὁ Ἀθηναίων IG12.10.37
, etc.;προστάτης τοῦ δήμου Th.6.35
, etc.; personified, Ar.Eq.42, al.;ἱερεὺς τοῦ Δ. καὶ τῶν Χαρίτων IG22.1028
.2 popular government, democracy, opp. ὀλιγαρχίη, Hdt.3.82; opp. οἱ τύραννοι, And.1.106;πολίτεομα εἶναι ἐν Χίῳ δ. SIG283.4
(iv B. C.);δήμου κατάλυσις X.HG2.3.28
, Arist. Ath.8.4;ταῦτα καταλύει δῆμον, οὐ κωμῳδία Philippid.25.7
; δ. καταστῆσαι, καταπαύειν, X.HG7.3.3, Th.1.107: in pl., democracies, Id.3.82, D.20.15;δ. ὁ ἔσχατος Arist.Pol. 1277b3
.3 the popular assembly,λέγειν ἐν τῷ δ. Pl.R. 565b
; ἡ βουλὴ καὶ ὁ δ., formula in Inscrr., as IG12.39, etc.; of the assembly of Oxyrhynchus, POxy.41.19 (iii/iv A. D.), 1407.19 (iii A. D.).IV township, commune ( = [dialect] Dor. κώμη acc. to Arist.Po. 1448a37; butδιελόμενοι τὴν μὲν πόλιν κατὰ κώμας, τὴν δὲ χώραν κατὰ δήμους Isoc.7.46
, cf. Pl.Lg. 746d, and v. infr.), in Attica, Hdt.5.69, Arist.Ath.21.5, Str.9.1.16, IG12.76.9, al.; elsewh., ib.12(5).594 ([place name] Ceos), Phib.1.28.13 (iii A. D.), OGI49.14 ([place name] Ptolemais), etc.:—[dialect] Dor. [full] δᾶμος, Michel418.34 ([place name] Calymna), IG12(1).58.23 ([place name] Lindos): in indications of origin,Σωφάνης ἐκ δ. Δεκελεῆθεν Hdt.9.73
;δήμου Ἁλαιεύς Antiph.211
;τῶν δήμων Πιτθεύς Pl.Euthphr.2b
;τῶν δ. Θορίκιος D.39.30
, cf. Arist.Ath.21.4;ἐπιγράψαι τοὺς βουλευτὰς πατρόθεν καὶ τοῦ δ. IG22.223B4
: metaph.,οἱ τῆς θαλάσσης δ. Philostr. Gym. 44
.V name for a prostitute, Archil.184. -
103 καταβιάζω
A subdue by force, Anon.Hist.( FGrH 160) Fr. 1 i 2 (iii B. C.);τὴν ψυχήν Ph.1.685
:—more freq. in [voice] Med., constrain, ;τὴν πόλιν App.BC2.28
, cf. Eun.Hist.p.259 D.;Χάρισι τὴν δόξαν Plu.2.385e
; τὰ πράγματα πρὸς τὰς ὑποθέσεις ὁμολογεῖν μὴ πεφυκότα κ. ib.75f.II [voice] Pass., to be forced, Plu.Thes.11, Id.2.639f; [ νούσημα] ἤδη ὑπὸ Χρόνου πολλοῦ καταβεβιασμένον, of a chronic disease, Hp.Morb. Sacr.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταβιάζω
-
104 κατάχυσις
A pouring on or over,πολλοῦ ψυχροῦ Hp.Aph.5.21
; affusion, besprinkling, Id.Art.27;ἡ τοῦ θερμοῦ κ. Gp.13.14.11
.IV = ἀήρ, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάχυσις
-
105 κεφάλαιος
A of the head: metaph., principal, chief, ῥῆμα κ. (with a play on κεφαλίτης λίθος) Ar.Ra. 854;τὸ κ. μέρος PMasp.151.16
(vi A.D.): [comp] Sup. - ότατος v.l. in Pl.Grg. 494e.II mostly Subst. κεφάλαιον, τό, = κεφαλή, head, parts about the head, esp. of fish, θύννου κ. τοδί Callias Com.3: in pl., Amphis 35, Sotad. Com.1.5; alsoκ. ῥαφανῖδος Ar.Nu. 981
; of an infant, Leonid. ap. Aët.6.1.2 chief or main point,κ. δὴ παιδείας λέγομεν τὴν ὀρθὴν τροφήν Pl.Lg. 643c
; esp. in speaking or writing, sum, gist of the matter,κεφάλαια λόγων Pi.P.4.116
;κ. τοῦ παντὸς λόγου Men.Georg. 75
, cf. Cic.Att.5.18.1; τὰ κ. συγγράφων Εὐριπίδῃ drawing up the heads of the play, Antiph.113.5: freq. in Prose, Th.4.50, Pl.Grg. 453a, etc.;κ. τῶν εἰρημένων Isoc.3.62
, cf. 5.154;κ. τῆς οἰκονομίας Phld.Rh.1.68
S. (pl.); ἐν κεφαλαίῳ, or ὡς ἐν κ., εἰπεῖν to speak summarily, X.Cyr.6.3.18, Pl.Smp. 186c, al.; ἐν κεφαλαίοις ὑπομνῆσαι, ἀποδείξειν, περιλαβεῖν τι, Th.6.87, Lys.13.33, Isoc.2.9;βραχυτάτῳ κ. μαθεῖν Th.1.36
; τύπῳ καὶ ἐπὶ κεφαλαίου (v.l. - αίῳ), opp. ἀκριβέστερον, Arist.EN 1107b14;ἐπὶ κ. Plb.1.65.5
, 3.5.9;ἐπὶ κεφαλαίων D.19.315
, etc.; esp. in an argument, summing up,ἐν κεφαλαίοις Pl.Ti. 26c
; κεφαλαίῳ δέ .., Lat. denique, Decr. ap. D.18.164; τὸ δ' οὖν κ. ib.213;τὸ δὲ κ. τῶν λόγων, ἄνθρωπος εἶ Men.531.10
; συναγαγεῖν τὸ κ. to sum up, Arist.Metaph. 1042a4.3 metaph., of persons, the head or chief, ὅ τι περ κ. τῶν κάτωθεν, of Pericles, Eup.93;τὸ κ. οὐδέπω λογίζομαι, τὸν δεσπότην Men.Pk. 173
;ὅ τι περ τὸ κ. Luc.Harm. 3
, Gall.24, Philops.6; τὰ κ. τῶν μαθημάτων, of philosophers, Id.Pisc. 14;τὸ κ. τοῦ πολέμου App.BC5.50
; οἳ τὸ τῆς στάσεως κ. ἦσαν ib.43;τὸν Θαλῆν τῶν σοφῶν τὸ κ. Jul.Or.3.125d
: hence, of qualities, etc., σχεδόν τι τὸ κ. τῶν κακῶν (sc. avarice) Apollod. Gel.4;τὸ κ. τῆς εὐδαιμονίας ἡ διάθεσις Diog.Oen.57
.4 Rhet., head, topic of argument, D.H.Comp.1, Rh.10.5, Str.1.2.31.b sum total, IG12.91.23, al., Lys.19.40, D.27.10; πολλοῦ κ. for a large sum, Act. Ap.22.28, cf. Aristeas 24, Plu.Fab.4, etc.;κ. ἀργυρικά PRyl.133.15
(i A.D.); alsoσιτικὰ καὶ ἀργυρικὰ κ. PSI4.281.31
(ii A.D.).6 crown, completion of a thing, τὸ μὲν κ. τῶν ἀδικημάτων the crowning act of wrong, D.27.7;δύο ταῦτα ὡσπερεὶ κ. ἐφ' ἅπασι.. ἐπέθηκε Id.21.18
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεφάλαιος
-
106 μελέτη
μελέτ-η, ἡ,A care, attention, Hes.Op. 412, Epich. [284]: pl., Emp.110.2: c. gen. objecti, μ. πλεόνων care for many things, Hes.Op. 380; μελέτην τινὸς ἐχέμεν, = μελετᾶν, ἐπιμελεῖσθαι, ib. 457; ἔργων ἐκ πολλοῦ μ. long-continued attention to action, Th.5.69: c. gen. subjecti, care taken by one,θεῶν μελέτῃ S.Ph. 196
(anap.); of a trainer, B.12.191: abs.,μελέτῃ κατατρύχεσθαι E.Med. 1099
(anap.): pl., Emp.131.2.2 Medic., treatment, Hp.Fract.31, 35 (pl.), Art.50.II practice, exercise,ὀξεῖα μ. Pi.O.6.37
;ἔχων μ. Id.N.6.54
; ἡ δι' ὀλίγου μ. their short practice, Th.2.85; πόνων μ. painful exercises, of the Spartan discipline, ib.39;μάθησις καὶ μ. Pl.Tht. 153b
;μ. θανάτου Id.Phd. 81a
;ἡ ἐγκύκλιος τῶν προπαιδευμάτων μ. Ph.1.157
.b in a military sense, exercise, drill, μετὰ κινδύνων τὰς μελέτας ποιεῖσθαι to go through one's exercises in actual war, Th.1.18;ταῖς τῶν πολεμικῶν μ. Id.2.39
;μ. ἐν ὅπλοις ποιεῖσθαι IG22.1028.19
, al.c freq. of orators, rehearsal, declamation, , al.; of actors, νήστεις ὄντες τὰς μ. ποιούμενοι making their rehearsals, Arist.Pr. 901b3.d matter for discussion,μ. σοφισταῖς προσβαλεῖν Pi.I.5(4).28
; branch or object of study, Pl.Grg. 500d, al.;ὁ νόμος σου μ. μού ἐστιν LXX Ps.118(119).77
.2 later, theme, lecture, Str.1.2.2, Plu.2.41d, Luc.Rh.Pr.17; declamation,μελέτῃσί τ' ἄριστον IG3.625
;τὰς μ. μισθοῦ ποιεῖσθαι Philostr.VS1.21.5
.2 habit, Hp.Mul.1.17;ἢν ἐς μελέτην ἥκῃ τοῦ κακοῦ ὥνθρωπος Aret.CA1.5
; ἐν μ. γίγνεσθαι ψόφων become accustomed to noises, Stob.App.p.22 G.IV threatening symptom or condition, of disease,μελέτη καὶ προοίμιον ἐπιληψίας Posidon.
ap. Aët. 6.12;ὀδύνη.. μ. λύσεως Aët.5.100
, cf. Steph. in Hp.1.191 D. -
107 μὴ οὐ
μὴ οὐ is used of an apprehended neg.:I with finite forms of the Verb, after Verbs expressing fear or apprehension (cf.μή B. 8
):a mostly with subj., , cf. Hdt.6.9, Th.3.53,57, Pl.Men. 89d, etc.: after hist. tenses, with opt.,ἠθύμησάν τινες ἐννοούμενοι μὴ οὐκ ἔχοιεν ὁπόθεν λαμβάνοιεν X.An. 3.5.3
, etc.: with [tense] fut. opt. representing [tense] fut. ind. in orat. obliq.,μὴ οὐκ ὀρθῶς αὐτὸ ποιήσοις Pl.Euthphr. 15d
.b with ind., , cf. Pl.La. 196c, Alc.2.139d.2 without introductory Verb, with subj.,μή νύ τοι οὐ χραίσμῃ Il.1.28
, cf. 566, E.Tr. 982; also to suggest hesitation, perhaps (cf.μή B. 9
),μὴ οὐ τοῦτο ᾖ τὸ χρηστήριον Hdt.5.79
, cf. Pl.Phd. 67b, Smp. 194c, 214c, etc.: also with ind., μὴ τοῦτο οὐ καλῶς ὡμολογήσαμεν Id.Men. 89c.3 μή is sts. doubled, irregularly, forμὴ οὐ, ἐθαύμαζε δ' εἴτις.. φοβοῖτο, μὴ ὁ γενόμενος καλὸς κἀγαθὸς.. μὴ τὴν μεγίστην χάριν ἔχοι X.Mem.1.2.7
, cf. Th.2.13.II after a neg. expressed or implied:1 c. inf.,a after Verbs of hindering, denying, avoiding, needing, when these Verbs are themselves negatived or questioned, οὐκέτι ἀνεβάλλοντο μὴ οὐ τὸ πᾶν μηχανήσασθαι they no longer hesitated to try every expedient, Hdt.6.88, cf. 8.100, 119; τί δῆτα μέλλεις μὴ οὐ γεγωνίσκειν; A.Pr. 627, cf. S.Aj. 540, Ar.Ach. 320, X.Cyr.1.4.2, 4.3.8, Pl.Euthd. 304c, D.24.24;οὐκ ἀνατίθεμαι μὴ οὐ καλῶς λέγεσθαι Pl. Men. 89d
, cf. Phd. 87a;πολλοῦ δέω μὴ οὐ δύο γε φεύγειν Id.Euthd. 297b
; τίνος ἐνδέομεν μὴ οὐ πανσυδίᾳ χωρεῖν; E.Tr. 797 (anap.); after ὥστε, Hdt.8.57: with the Art., , cf. 918, S.OT 283, E.Ph. 1176;αὐτὴν οὐ μισοῦντ' ἐκείνην τὴν πόλιν τὸ μὴ οὐ μεγάλην εἶναι Ar.Av.37
; τοῖς θεοῖς οὐδὲν ἂν ἔχοιμεν μέμψασθαι τὸ μὴ οὐχί .. X.Cyr.7.5.42, cf. Pl.Phlb. 13a, etc.; cf.μή B. 5b
.b after Verbs and phrases signifying impossibility, impropriety, reluctance, when not negatived,ἄνδρα δ' οὐκ ἔστι μὴ οὐ κακὸν ἔμμεναι Simon.5.10
;δεινὸν ἐδόκεε εἶναι μὴ οὐ λαβεῖν Hdt.1.187
; , cf. 3.51, 7.5; , cf. Th.8.60;αἰσχύνη ἦν μὴ οὐ συσπουδάζειν X.An.2.3.11
;αἰσχρόν ἐστι μὴ οὐκ ἄλλας πληγὰς ἐμβάλλειν τῷ υἱεῖ Id.Lac.6.2
; οὐδεὶς οἷός τ' ἐστὶν ἄλλως λέγων μὴ οὐ ( nemo potest non)καταγέλαστος εἶναι Pl.Grg. 509a
: after an implied neg.,μὴ οὐχὶ παντὶ τρόπῳ ἐλέγχειν μαλθακοῦ εἶναι ἀνδρός Id.Phd. 85c
;μόνῃ τῇ μορφῇ μὴ οὐχὶ πρόβατα εἶναι διαφερόντων Luc.Alex.15
; after ὥστε, E.Fr. 1068, X.Ath.3.8; μή and μὴ οὐκ in consecutive clauses, Id.Ap.34: with the Art.,οὐκ ἀνέξομαι τὸ μὴ οὐ.. τιμᾶν A.Eu. 914
; οὐδείς γέ μ' ἂν πείσειεν.. τὸ μὴ οὐ .. Ar.Ra.68, cf. X.HG5.2.36.2 less freq. c. part. after a neg. expressed or implied,οὔκων δίκαιον [ἀνδριάντα] ἱστάναι.. μὴ οὐκ ὑπερβαλλόμενον τοῖσι ἔργοισι Hdt.2.110
, cf. 6.9, 106;δυσάλγητος γὰρ ἂν εἴην τοιάνδε μὴ οὐ κατοικτείρων ἕδραν S.OT13
, cf. 221, OC 360, Isoc.10.47 (dub. l.), Pl.Ly. 212d, Philem. 213.5: hence3 = εἰ μή, except,πόλεις.. χαλεπαὶ λαβεῖν, μὴ οὐ χρόνῳ καὶ πολιορκίᾳ D.19.123
. -
108 περιίστημι
A. in the trans. tenses (with [tense] pf.περιέστᾰκα Pl. Ax. 370d
), place round,π. τοὺς ἑαυτοῦ Th.8.108
, etc.;π. στήλην τινί Hdt.3.24
;π. κύτος τῷ ζῴῳ Pl.Ti. 78c
;στράτευμα περὶ πόλιν X.Cyr.7.5.1
: metaph.,π. τινὶ ἔτι πλείω κακά D.21.123
;κινδύνους τοῖς Καρχηδονίοις Plb.12.15.7
;π. ἀγῶνάς τισι Plu.Comp.Ag.Gracch.5
.2 bring round,ὁ δῆμος εἰς ἑαυτὸν περιέστησε τὴν πολιτείαν Arist.Pol. 1304a33
;εἰς τοὐναντίον π. τινὰ τῷ λόγῳ Pl.Ax.
l.c. ; εἰς τοσοῦτον π. τινά, ὥστε .. Heraclid.Pont. ap. Ath.12.537c ; esp. into a worse state, εἰς τοῦθ' ἡ τύχη τὰ πράγματα αὐτῶν περιέστησεν ὥστε .. Isoc.6.47, cf. Aeschin.3.82 ;π. εἰς μοναρχίαν τὴν πολιτείαν Plb.3.8.2
; οἴκους εἰς πενίαν π. Hdn.7.3.5 ; convert, εἰς τὸ περιφερὲς [τὸν ἀέρα] Epicur.Ep.2p.51U.; transfer,π. τὰς ἑαυτοῦ συμφορὰς εἴς τινα D.40.20
;π. τὴν αἰτίαν εἴς τινα D.H.3.3
.II in [tense] aor. 1 [voice] Med., place round oneself,ξυστοφόρων κύκλον X.Cyr.7.5.41
;φρουρὰν περὶ τὸ σῶμα App.BC3.4
.B [voice] Pass. and [voice] Med., with [tense] aor. 2 ([tense] aor. 1, v.infr. 2), [tense] pf., and [tense] plpf. [voice] Act. :— stand round about,περίστησαν γὰρ ἑταῖροι Il.4.532
; κῦμα περιστάθη a wave rose around ([dialect] Ep. [tense] aor. [voice] Pass.), Od.11.243 ;περιστῆναι περί τι Pl.Ti. 84e
; τοῦ περιεστῶτος ἔξωθεν πνεύματος ib. 76b ; οἱ περιεστῶτες the bystanders, Antipho6.14 ;ὄχλου πολλοῦ περιστάντος IG42(1).123.25
(Epid.).2 c. acc. objecti, encircle, surround,χορὸν περιίσταθ' ὅμιλος Il.18.603
; βοῦν δὲ περιστήσαντο (fort. περίστησάν τε) 2.410, cf. Od.12.356 ; μή πώς με περιστήωσ' ἕνα πολλοί ([dialect] Ep. [ per.] 3pl. subj. [tense] aor. 2 for - στῶσι ) that their numbers surround me not, Il. 17.95, cf. Od.20.50 ; soπεριστάντες [τὸ θηρίον] κύκλῳ Hdt.1.43
, cf. 9.5, A.Fr. 379, Pl.R. 432b;π. τὸν λόφον τῷ στρατεύματι X.Cyr.3.1.5
: metaph.,τὸ περιεστὸς ἡμᾶς δεινόν Th.4.10
, cf.7.70 ;τοσούτου πολέμου τὴν Ἀσίαν περιστάντος Isoc.4.162
; ;διὰ τὸν φόβον τὸν περιστάντα αὐτούς Aeschin.3.137
;φόβος π. τινά Th.3.54
, cf. D.18.195.3 c. dat.,περιισταμένους τῇ κλίνῃ Pl.Lg. 947b
: mostly metaph., come round to one,ἡμῖν.. ἀδοξία τὸ πλέον ἢ ἔπαινος περιέστη Th.1.76
;τῇ [Ἑλλάδι] δουλεία περιέστηκε Lys.2.60
; ;πηλίκα τῇ πόλει περιέστηκε πράγματα Id.19.340
; ἀνάγκη π. τινί, c. inf., ib.212: abs., of circumstances, mostly bad,τὰ περιεστηκότα πράγματα Lys. 2.32
, cf. Epicur.Sent.38 ;οἱ περιεστῶτες καιροί Plb.3.86.7
.II come round, revolve, ; of winds,ἐκ τῶν ἀπαρκτίων εἰς θρασκίας Id.Mete. 365a6
; of Time,περιισταμένης τῆς ὥρας Thphr.CP2.11.2
, cf. Hp.Nat.Hom.7.2 come round to, devolve upon, ;νομίσαντες τὸ παρανόμημα ἐς τοὺς Αθηναίους τὸ αὐτὸ περιεστάναι Id.7.18
; εἰς ὀλίγους ἡμᾶς περιέστη [ἡ στατίων] IG14.830.8 (Puteoli, ii A. D.).3 of events, come round, turn out, esp. for the worse,ἐξ ἀρρωστίης π. τινὶ ἐς ὕδερον Hp.Coac. 471
(but also of persons, ἐς ὕδρωπα περιίσταντο became dropsical, Id.Epid.3.13); ἐς τοῦτο περιέστη ἡ τύχη fortune was so completely reversed, Th.4.12 ; τοὐναντίον περιέστη αὐτῷ it turned out quite contrary for him, Id.6.24, cf. Lys.12.64, Pl.Men. 70c ; ; φιλεῖ ἐς τύχας τὰ πολλὰ περιίστασθαι come to be dependent on chances, Th.1.78 ; , cf. 3.9 ;τὸ πρᾶγμ' εἰς ὑπέρδεινόν μοι περιέστη Id.21.111
, cf. 37.10 ; ἐνταῦθα τὰ πράγματα π. ὥστε .. Isoc.8.59, cf. 5.55 ; περιέστηκεν εἰς τοῦτο ὥστε .. Lycurg.3 : c. inf.,περιειστήκει τοῖς βοηθείας δεήσεσθαι δοκοῦσιν αὐτοὺς βοηθεῖν ἑτέροις D.18.218
, cf. Pl.Mx. 244d : c. part.,περιέστηκεν ἡ πρότερον σωφροσύνη νῦν ἀβουλία φαινομένη Th.1.32
.III later, go round so as to avoid, shun,τὰς ἁμαρτίας Phld.Rh.1.384
S.;τὴν ὁμιλίαν J.AJ 1.1.4
;κύνας Luc.Herm.86
(though he censures this usage, Sol.5), cf. Gal.UP10.14, Porph.Abst.4.7, etc.;τὸν κίνδυνον Iamb.VP33.239
; τὸ μοναρχικόν ib.31.189 ;τὴν ἀφροσύνην S.E.M.11.93
;κενοφωνίας 2 Ep.Ti.2.16
;τὸ εἰκῇ καὶ μάτην M.Ant.3.4
;τοὺς ἡγουμένους Artem.4.59
; π. μὴ .. to be afraid lest.., J.AJ4.6.12; sneak round, Phld.Rh.1.99 S.; circumvent, τοὺς λογιστάς Mitteis Chr. 88iv 11 (ii A.D.):—so in [voice] Pass., (ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιίστημι
-
109 πνῖγμα
A choking,βὴξ.. μετὰ π. πολλοῦ Hp.Epid. 7.26
; εἰς π. τὸν δῆμον ἔχειν to have it fast by the throat, Cephisodot. ap.Arist.Rh. 1411a7. -
110 πόθεν
I interrog. Adv. whence?1 of Place,εἰρώτα.., τίς εἴη καὶ π. ἔλθοι Od.15.423
;ποδαπὸς ὁ ξένος; π.; A.Ch. 657
;ποῖ δὴ καὶ π.; Pl.Phdr. 227a
: c. gen.,τίς π. εἰς ἀνδρῶν; Il.21.150
, Od.1.170, al.;κ. τῆς Φρυγίης ἥκων; Hdt.1.35
; , etc.2 of origin, π. γένος εὔχεται εἶναι from what stock he avows that he is by descent, Od.17.373;τὴν.. τέχνην πῶς καὶ π. ἄν τις δύναιτο πορίσασθαι; Pl.Phdr. 269d
;π. ἄλλοθεν..; D.3.28
: c. gen.,π. ποτὲ.. θνητῶν ἔφυσαν; E.Supp. 841
.4 of the cause, whence? wherefore?π. χοὰς ἔπεμψεν; ἐκ τίνος λόγου; A.Ch. 515
; to express surprise or negation, π. γὰρ ἔσται βιοτά; i.e. οὐδαμόθεν, S.Ph. 1159 (lyr.);π. υἱὸς αὐτοῦ ἐστιν; Ev.Marc. 12.37
;πόθεν;
how can it be? impossible! nonsense!E.
Ph. 1620, Ar.V. 1145, Ra. 1455;σὺ δ' ὁμέστιος θεοῖς; π.; Id.Fr. 655
;ἀλλ' οὐκ ἔστι ταῦτα· πόθεν; πολλοῦ γε καὶ δεῖ D.18.47
, cf. 24.157, etc.;π. γάρ; E. Alc. 781
.5 with Verbs of finding, taking, purchasing, etc.,π. ἂν πριαίμην ῥῖνα; Ar. Pax21
;π. ἄν τις τοῦτο τὸ χρῖμα λάβοι; X.Smp. 2.4
;π. πρᾷον.. ἦθος εὑρήσομεν; Pl.R. 375c
, cf. Euthd. 273e, al.; soκάθησθε κλάοντες περὶ τῆς αὔριον π. φάγητε Arr.Epict.1.9.19
.II [full] ποθέν, enclit. Adv. from some place or other,εἴ π. Il.9.380
;εἰ καί π. ἄλλοθεν ἔλθοι Od.7.52
, cf. 5.490;φανεὶς.. π. A.Pers. 354
;ἦλθέ π. σωτήρ Id.Ch. 1073
(anap.);ἐκ δρυός π. ἢ ἐκ πέτρας Pl.R. 544d
; ἐκ βιβλίου π. ἀκούσας from some book or other, Id.Phdr. 268c, cf. 244d; after ἐνθένδε, ἐντεῦθεν, ib. 229b, 270a, etc. -
111 ποιητέος
A to be made or done, Hdt.1.191, 7.15, Hp.Art.27, Pl.R. 361c;εὐλάβειά τινος π. Antipho 3.3.11
; τὸ π., = τί δεῖ ποιεῖν, Th.4.99.II ποιητέον, one must make or do, And.3.16, Onos.22.2, etc.:—from [voice] Med., one must deem,περὶ πολλοῦ π. τὸ ἑαυτὸν γιγνώσκειν X.Mem.4.2.30
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποιητέος
-
112 πολεμέω
Aπολεμέεσκε Acus.22J.
: [tense] fut.- ήσω X.An.2.6.5
: [tense] pf.πεπολέμηκα Arist.Rh. 1396a11
, Ephipp.9:—[voice] Med., [tense] aor. ἐπολεμησάμην ([etym.] κατ-) Plb.11.31.6:—[voice] Pass.,πολεμηθήσομαι Id.2.41.14
, etc.; πολεμήσομαι in pass. sense, Th.1.68,8.43, D.23.110: [tense] aor.ἐπολεμήθην Th.5.26
: [tense] pf. πεπολέμημαι ([etym.] κατα-) Id.6.16: ([etym.] πόλεμος):— to be at war or make war, Id.1.140, etc.; ἀφ' ἡσυχίας πολεμῆσαι ib. 124; opp. εἰρήνην ἄγειν, Id.5.76; τινι with one, Hdt.6.37, IG22.236.19, etc.;πολεμοῦσαι πρὸς ἀλλήλας πόλεις X.Vect.5.8
, cf. Pl.Lg. 686b, SIG182.12 (Argos, iv B.C.), etc.; μετά τινος or σύν τινι in conjunction with.., X.HG7.1.27, An.2.6.5;περὶ τῆς ἀρχῆς π. Hdt. 6.98
.2 fight, do battle,ἀπὸ τῶν ἵππων Pl.Prt. 350a
; ἀπὸ [καμήλων] X.Cyr.7.1.49; but ἀφ' ὅτου πολεμήσωμεν what our means of war are, And.3.16.3 generally, quarrel, wrangle with one, X.Cyr.1.3.11;π. χρείᾳ S.OC 191
(anap.), cf. E. Ion 1386;τισὶν ὑπέρ τινος D.18.31
: metaph. of disease, Gal.1.103.II later c. acc., make war upon,τὴν πόλιν Din.1.36
codd.;τὰς Ἀθήνας D.S.4.61
, cf. 13.84, 14.37, LXX 1 Ma.5.30, etc.;τὰς Συρακούσας Plb.1.15.10
, etc.: metaph.,τὰς σταφυλάς Alciphr.3.22
:—[voice] Pass., also in early writers, have war made upon one, to be treated as enemies, Th.1.37, X. HG7.4.20;ὑπό τινων Isoc.5.49
;καὶ αὐτοὶ.. ἐκ πολλοῦ πολεμούμενοι D.18.43
;αὐτὸς μὲν πολεμεῖν ὑμῖν, ὑφ' ὑμῶν δὲ μὴ πολεμεῖσθαι Id.9.9
;- ηθείσης τῆς χώρας OGI748.8
(Cyzicus, iii B.C.).2 c. acc. cogn.,πόλεμον π. Pl.R. 551d
, Arist.l.c., etc.:—[voice] Pass., [πολέμους] τοὺς ἐπὶ Θησέως πολεμηθέντας X.Mem.3.5.10
;κατὰ θάλατταν ὁ π. ἐπολεμεῖτο Id.HG5.1.1
, cf. Pl.R. 600a; ὅσα ἐπολεμήθη whatever hostilities took place, X.An.4.1.1; , cf. 3.6.—The form used by Poets is πολεμίζω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολεμέω
-
113 πόνος
A work, esp. hard work, toil, in Hom. mostly of the toil of war, μάχης π. the toil of battle, Il.16.568; πόνος alone, = μάχη, 6.77, Od.12.117, al.; πόνον ἔχειν, = μάχεσθαι, Il.6.525, cf. 13.2, al.;ἀνδράσι δυσμενέεσσι π. καὶ δῆριν ἔθεντο 17.158
;π. ἀνδρῶν Thgn.987
;πόνοι Ἐνυαλίου Pi.I.6(5).54
; ἐν τούτῳ τῷ π. ὁ πολέμαρχος διαφθείρεται in this struggle (at Marathon), Hdt.6.114;ἐν τοῖσι Τρωϊκοῖσι π. Id.9.27
.2 generally, toil, labour,ἐπεὶ παύσαντο πόνου Il.1.467
, al.; π. ὀρνίθεσσι τιθείη cause toil to them, Hes.Op. 470; π. λαβόντας incurring toil, Hdt.7.24;π. παρέχειν μανθάνοντι Pl.R. 526c
; μάταιος π. labour in vain, Id.Ti. 40d;οἱ κατὰ τὰ σώματα π. Id.Plt. 294e
;π. συνεχής Democr.241
;πολλῷ π. A.Pers. 509
;μετὰ πολλοῦ π. Pl.Sph. 230a
;σὺν π. X.Cyn.9.6
;οὐ μακρῷ π. A.Pr.75
;ἄνευ π. X.Mem.2.6.22
; ἔχει πόνον πολύν involves much trouble, Ar. Pax 1216 (also εἰνάλιον π. ἐχοίσας σκευᾶς when the tackle labours in the sea, Pi.P.2.79): pl.,π. ἑκούσιοι Democr.240
.3 of special kinds of labour, bodily exertion, exercise,στρατιωτικοὶ π. X.Cyr.3.3.9
; of exertions in the games, Hes.Sc. 305, Pi.N.4.1, l.4(3).47, etc.; γυμνάσια.., νεανιᾶν (prob.) πόνον the scene of youthful labours, E.Hel. 211 (lyr.);εἰναλίοισι πόνοισι Theoc.21.39
.4 work, task, business,ἐπεὶ π. ἄλλος ἔπειγεν Od.11.54
; enterprise, undertaking, S.Ph. 864 (lyr.), etc.5 implements for labour, stock-in-trade,οὗτος τοῖς ἁλιεῦσιν ὁ πᾶς πόνος Theoc.21.14
; καὶ πόνος ἐντὶ θάλασσα the sea is their workshop, Mosch.Fr.1.10.II stress, trouble, distress, suffering, Il.19.227; ;ἦ μὴν καὶ π. ἐστὶν.. 2.291
; ἐν τούτῳ τῷ π., of a storm, Hdt.7.190; ὁ Μηδικὸς [π.] the trouble from the Medes, Id.4.1;παῦροι ἐν πόνῳ πιστοί Pi.N.10.78
: freq. in Trag.,πόνος πόνῳ πόνον φέρει S.Aj. 866
(lyr.);πόνον ἔχειν Id.OC 232
(lyr.), etc.: in pl., sufferings, A.Pr.66, 328, etc.; πόνους πονεῖν (cf.πονέω B.1.2
);διά τινα πόνους ἔχειν Ar.Ec. 975
(lyr.); also of disease,κατέβαινεν ἐς τὰ στήθη ὁ π. Th.2.49
; ; ἰσχίων π. καὶ πλευρᾶς ib. 73.2 pain, esp. physical,δύο π. ἅμα γενομένων, μὴ κατὰ τὸν αὐτὸν τόπον, ὁ σφοδρότερος ἀμαυροῖ τὸν ἕτερον Hp.Aph.2.46
, cf. Erot. s.v. πόνοι, Gal.17(2).699;π. ἐν κεφαλῇ Hp.
Acut.(Sp.) 40;ἐς τὰ ἄρθρα πόνοι Id.Aph.4.44
,45, cf. Sor.1.27, al.;π. ἐς ἀμφοτέρας κνήμας Hp. Epid.1.26
.γ, cf. δ, al., LXX Ge.34.25; distd. from λύπη (pain in general), Alex.Aphr.Quaest.125.33; but sts. = λύπη, Epicur.Ep.3p.65U., Sent.Vat.4, Fr. 442, Phld.Mus.p.72K. -
114 πρίαμαι
πρίᾰμαι (assumed as Pres.), 1 [tense] aor. ἐπρῐάμην freq. in [dialect] Att., supplying [tense] aor. of ὠνέομαι,A buy; [ per.] 2sg. ; [ per.] 3sg.ἐπρίατο IG12.94.22
, [dialect] Ep.πρίατο Od.1.430
; imper. ; πρίω ib.34, 35, Eup.1, etc.; [dialect] Dor.πρίᾱ Epich.137
; subj. , [ per.] 2sg. , [ per.] 3sg.πρίηται D.18.247
, Thphr.Fr.97.3; opt. , Leg.Gort.6.13, etc.; inf.πρίασθαι IG12.10.5
, E.Med. 233, Ar.V. 253, etc. ( πριάσασθαι v.l. in LXXGe.42.10); part.πριάμενος Hdt.1.196
, IG12.94.22, Leg.Gort.6.20, etc.:—buy, Od.l.c., etc.; ὁ πριάμενος, opp. ὁ ἀποδόμενος, Leg.Gort.6.20: c. dat. pretii,τίς σε πρίατο κτεάτεσσιν ἑοῖσιν Od.14.115
, cf. 452;τὸ κάλλος ἀνονήτοις γάμοις E.Hel. 885
, cf. Med. 233, etc.: c. gen., π. θανάτοιο purchase by his death, Pi.P.6.39;π. καπίθην ἀλεύρων τεττάρων σίγλων X.An.1.5.6
;π. πολλοῦ Id.Cyr.3.2.19
(alsoπρὸ πάντων χρημάτων Id.Mem.2.5.3
.); πρίασθαι οὐδενὸς λόγου to buy at no price, S.Aj. 477: with dat. pers.added,πόσου πρίωμαί σοι τὰ χοιρίδια; Ar.Ach. 812
, cf. Ra. 1229, S.Ant. 1171;π. τι παρὰ τῶν ἐκτημένων Hdt.9.94
;π. τὴν χώραν παρά τινων τριάκοντα ταλάντων X.HG3.2.30
: c. inf.,π. παρά τινων μὴ δοῦναι δίκην And.3.38
;τῆς ψυχῆς π. ὥστε μὴ.. X.Cyr.3.1.36
, cf. 8.4.23: π. alone, π. τίμιον [τοὔλαιον] buy it dear, Ar.V. 253;τὴν εἰρήνην π. Aeschin. 2.178
;ὀπώραν D.53.21
; π. τὸ ποιῆσαι buy the power of doing, X. Cyr.5.3.10.2 of slaves,π. Σκύθας τοξότας And.3.5
, cf. Posidipp. 23;ἐπιστάτην ταλάντου X.Mem.2.5.2
;τέκτονα πέντε μνῶν Pl.Amat. 135c
.3 π. τοὺς δικαστάς buy, i.e. bribe them, D.7.7.4 rent, farm a tax, etc.,τέλος X.Vect.4.20
;μέταλλον Din.
ap. D.H.Din.13;ὠνὴν ἐκ τοῦ δημοσίου And.1.92
, etc.: abs., οἱ πριάμενοι [τὸ θέατρον] the contractors for the management of the theatre, IG22.1176.15,31. (Cf. Skt. κρīνā´τι, OIr. crenid, Welsh prynu 'buy', Old Lith. krienas 'bride-price'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρίαμαι
-
115 προερέω
προερέω, [dialect] Att. [var] contr. [full] προερῶ, serving as [tense] fut. to προεῖπον(q.v.): also [tense] pf. προείρηκα, [voice] Pass. - ημαι: [tense] aor. [voice] Pass. προερρήθην, [var] contr. προὐρρήθην:—A say beforehand, Pl.Plt. 292d, etc.:—[voice] Pass.,ἐκ τῶν προειρημένων Id.Phd. 75b
;κατὰ τὰ π. Id.R. 408c
; τοῖς π. συμφωνεῖν ib. 398c; τὰ προρρηθέντα ib. 619c; be said by way of preface,Isoc.
4.14, cf. 5.29.II order beforehand or publicly,συλλέγεσθαι ἐς Σάρδις Hdt.1.77
,81;π. τῷ στρατῷ ὡς.. ἀκουστέα εἴη Id.3.61
:— [voice] Pass.,προὐρρήθη ὅπως.. Pl.Smp. 198e
;προείρητο αὐτοῖς μὴ ἐπιχειρεῖν Th.2.84
, cf. Antipho6.40; ἔχοντες τὸ προειρημένον the prescribed implement, Hdt.1.126;ἀπικέσθαι ἐς τὴν π. ἡμέρην Id.6.128
;δεῖπνον.. ἐκ πολλοῦ χρόνου π.
ordered beforehand,Id.
7.119; was declared,X.
Ages.1.17.2 ὀνυμαστὶ προερεῖ will call him publicly by name, Berl.Sitzb.1927.167 ([place name] Cyrene).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προερέω
-
116 προέρχομαι
Aπροελήλῠθα Men.113.2
:—go forward, advance, Hdt.1.207, 9.14;ἐς τὸ ὁμαλόν Th. 5.65
;ἐς τὸ πλέον Id.2.21
;ἐκ τοῦ χωρίου X.HG7.5.25
;ἐπὶ τὸ βῆμα D.H.8.58
: abs., προελθών, = [dialect] Att. παρελθών, having come forward to speak, Plb.4.14.7;προελθὼν ὁ κῆρυξ ἐκήρυττε.. Aeschin.3.154
;π. εἰς τὸν δῆμον SIG742.49
(Ephesus, i B.C.): c. acc. cogn.,π. ἡμερησίαν ὁδόν Pl.R. 616b
;κατὰ τὴν ὁδόν X.An.4.2.16
.b come forth,πλάγια π. τὰ ἔμβρυα Arist.HA 576a24
;π. μητρός
to be born,Olymp.
Vit.Pl.p.1 W.: generally, Luc.Tox.25, al.; appear, be published, of a book, Str.13.1.54.c go away from, leave, ἀπὸ τῆς ἑαυτοῦ [οἰκίας] POxy.472.5 (ii A.D.), cf. Stud.Pal.1.8.10(v A.D.);οὐδεπώποτε ἐξ Αἰθιοπίας τὸν ἕτερον πόδα προελθών Luc.Herm.32
.2 of Time,προελθόντος πολλοῦ χρόνου Th.1.10
, cf. Pl.Plt. 273a;π. κατὰ χρόνον Id.Prm. 152a
; of persons, προεληλυθότες ταῖς ἡλικίαις advanced in years, X.HG6.1.5.3 go on, proceed, in a story or argument, Pl.Phdr. 237c;εἰς τὸ πρόσθεν π. Id.Lg. 682a
, cf. Prt. 339d.4 metaph., [τὰ Περσέων πρήγματα] ἐς τοῦτο προελθόντα the power of the Persians having advanced to this height, Hdt.7.50;ὥσπερ μαθητὴν εἰς τοὔμπροσθε π.
make progress,Isoc.
Ep.4.10;ἐνταῦθα π. ὥστε.. Id.15.82
: freq. in bad sense,εἰς πᾶν π. μοχθηρίας D.3.3
;οὕτως αἰσχρῶς π. Id.23.204
; ; ; πόρρω προεληλύθασι φυλακῆς they are far gone in cautiousness, X.Hier.4.4.II take legal proceedings, appear in court, PGiss.8.12(ii A.D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προέρχομαι
-
117 προπαρασκευάζω
A prepare beforehand, , cf.Plt. 308d;πάντα τινί X.Mem.2.2.5
;τὰς γνώμας Th.2.88
;τι πρὸς τὴν τροφήν Arist.HA 613a4
:—[voice] Med., prepare for oneself,ἐντάφια Is.8.38
;ταῦτα περὶ τοὺς Ποτειδεάτας π. Th.1.57
;π. τὸν ὅμιλον
for one's purposes,D.C.
38.13: abs., make one's preparations, Aen.Tact.11.14, Plu.Eum. 6:—[voice] Pass.,ἐκ πολλοῦ προπαρεσκευασμένοι, εἴ ποτε πολεμήσονται Th.1.68
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προπαρασκευάζω
-
118 προσκυνέω
A- ήσω Hippon.32
(tm.), Pl.R. 469a: [tense] aor.προσεκύνησα X.Cyr.5.3.18
; poet. , imper. πρόσκυσον ib. 156, S.Ph. 776, inf. - κύσαι ib. 657, part. - κύσας ib. 533, 1408 (troch.): [tense] pf. , OGI196.2 (Egypt, i B.C.):—[voice] Pass., [tense] pres. inf.προσκυνεῖσθαι E.Tr. 1021
: [tense] aor.προσεκυνήθην Arr.An.4.11.9
:— make obeisance to the gods or their images, fall down and worship, c. acc., Hdt.2.121, etc.;γῆν τε π. ἅμα καὶ τὸν θεῶν Ὄλυμπον S.OC 1654
, cf. A.Pers. 499, Ar.Eq. 156: prov., οἱ -κυνοῦντες τὴν Ἀδράστειαν σοφοί, of deprecating the wrath of Nemesis, A.Pr. 936, cf. Pl.R. 451a;τὸν φθόνον δὲ πρόσκυσον S.Ph. 776
; στεῖχε προσκύσας χθόνα, to avert divine wrath, ib. 1408 (troch.); of sacred places, do reverence to,πατ ρῷα ἕδη θεῶν Id.El. 1374
; ;τὴν θόλον D.19.314
: abs., Ar.Eq. 640.2 esp. of the Oriental fashion of prostrating oneself before kings and superiors, abs., Hdt.1.119, 8.118: c. acc., π. τὸν Δαρεῖον make obeisance to him, Id.3.86; προσκυνεῖν διδάσκονται τὸν βασιλέα [οἱ ἐλέφαντες] Arist.HA 630b20; προσπίπτων π. Hdt.1.134, cf. 7.136; ; προσκυνῶ σ', ἄναξ,προσπίτνων E.Or. 1507
(troch.), cf. X.Cyr.5.3.18, 8.3.14, Plu.Them. 27, Arr. l.c., etc.;κύψας ὁ λαὸς προσεκύνησεν LXX Ex.12.27
; οὐδένα ἄνθρωπον δεσπότην ἀλλὰ τοὺς θεοὺς π. X.An.3.2.13;π. τοὺς ὑβρίζοντας ὥσπερ ἐν τοῖς βαρβάροις D.21.106
: ironically,π. τινὰ ὡς ἱερὸν καὶ θαυμαστόν Pl.R. 398a
: later c. dat., LXX Ge.24.26, al., Ev.Matt.2.2, 11, Ev.Jo.4.23, D.C.67.13;τῳ θεῷ J.AJ9.13.2
. (Orig. perh. throw a kiss to the god, cf. Apul.Met.4.28: the gesture is probably represented in Sumerian and Babylonian art monuments.)II later, kiss,σοῦ -ήσω τὴν χεῖρα BGU423.15
(ii A.D.); τὸ πρόσωπον, τὴν ὄψιν, τοὺς πόδας, PLond.3.1244.4 (iv A.D.), PGiss.22.5 (ii A.D.), PGen. 91.6 (vi/vii A.D.).2 greet, σπουδάζουσα -ῆσαί σε (by letter) BGU 615.8 (ii A.D.);ἔλθω πρὸς ὑμᾶς ἵνα ὑμᾶς -ήσω διὰ πολλοῦ χρόνου PLips. 110.19
(iii/iv A.D.), cf. PGiss.17.11 (ii A.D.).3 welcome respectfully, respect, (ii A.D.), cf. PTeb.286.22 (ii A.D.), etc.; (Baetocaece, iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσκυνέω
-
119 πρόσοψις
A appearance, aspect,ἀνδρὸς αἰδοίου Pi.P.4.29
(s.v.l.), cf. Thphr.HP7.6.4: periphr., σὴν π. εἰσιδεῖν thy presence, thy person, thy self, S.Aj.70, cf. El. 1286 (lyr.), E.Or. 952; ὦ φιλτάτη π. Id.Hel. 636 (lyr.); νεκρὰν πρόσοψιν.. τέκνου, i.e. τέκνον τεθνηκός, Epigr.Gr. 376.8 (Phrygia, ii A.D.).II seeing, beholding, E.Or. 1021;εἰς πρόσοψίν τινος ἐλθών Id.Andr. 685
;μὴ ἔχων τὴν π. τῶν πολεμίων ἐκ πολλοῦ Th.2.89
; ἐκ πρώτης π. Luc.Anach.29, cf. Corn.ND25; sight, καταπληκτικὴ π.Plb.3.114.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσοψις
-
120 προτιμάω
Aπροτιμεόντοις Supp.Epigr.3.416.6
(Elatea, ii B.C.)), honour one before or above another, prefer one to another, τὴν σωτηρίαν τοῦ κέρδους, δίκην πλούτου, Antipho 2.2.5, Pl.Lg. 913b, etc.; alsoπ. ὑὸν ἀντὶ τῶν χρημάτων Id.Ly. 219d
;πρὸ ἀρετῆς κάλλος Id.Lg. 727d
; πλέον αὑτῶν ib. 777d; βραχυλογίαν μᾶλλον ἢ μῆκος ib. 887b.2 c. acc. only, prefer in honour or esteem, ταῦτα ἐγὼ π. Heraclit. l.c.;οὐ π. τι A.Eu. 739
, etc., cf. Ag. 1415; τὴν αὐτονομίαν οὐ π. v.l. in Th.8.64;π. τὴν ἀλήθειαν Arist.EN 1096a16
;π. τὸν ἄνδρα ἀξίως τῆς ἡμετέρας κρίσεως OGI244.34
(Daphne, ii B.C.):—[voice] Pass., to be so preferred, Th. 6.9, Lys.6.50, OGI 754 ([place name] Cilicia), etc.;μᾶλλον προτετίμηται τὸ κάλλος παρ' ἐκείνοις ἢ παρ' ἡμῖν Isoc.10.60
;προτιμηθῆναι μάλιστα τῶν Ἑλλήνων X.An.1.6.5
; προτιμᾶσθαι ἀποθανεῖν to be selected as a victim to be put to death, Th.1.133; προτιμᾶσθαι ἐς τὰ κοινά to be preferred to public honours, Id.2.37:—[voice] Med.,τὸν δ' οὐδ' ἂν ἡμιμναίου προτιμησαίμην X.Mem.2.5.3
: [tense] fut. [voice] Med. in pass. sense, Id.An.1.4.14.3 c. inf. folld. by ἤ.. , wish rather, prefer, : c. inf. only, π. πολλοῦ ἐμοὶ ξεῖνος γενέσθαι valuing at a great price the privilege of becoming my friend, Id.3.21: c. acc. et inf., τὸν ἂν ἐγὼ πᾶσι τυράννοισι προετίμησα μεγάλων χρημάτων ἐς λόγους ἐλθεῖν the man for whom I should have wished, though it might cost me much money, the opportunity to address all princes, Id.1.86.II take heed of, reck of, with neg.,μὴ προτιμήσῃς ὑλαγμάτων A.Ag. 1672
(troch.); ;οὐδὲν προτιμῶ σου Ar.Pl. 883
, cf. D.7.16: c. part.,χὠπότερον ἂν νῷν ἴδῃς.. -ήσαντά τι τυπτόμενον Ar.Ra. 638
, cf. 655: c. inf., care to do or be,ζῆν.. κακῶς κλύουσαν οὐκ ἀνασχετὸν ἥτις π. μὴ κακὴ πεφυκέναι S.Tr. 722
;οὐδὲν π. μηχανήσασθαι τέκνοις E.Med. 343
: withὅπως, εἰρήνη δ' ὅπως ἔσται προτιμῶσ' οὐδέν Ar.Ach. 27
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προτιμάω
См. также в других словарях:
πολλοῦ — πολύς many masc/neut gen sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… … Dictionary of Greek
προ — ΝΜΑ (κυρίως ως πρόθεση) Ι. (ως τοπ.) (συν. με γεν.) 1. (με ρ. που σημαίνουν στάση και, στην αρχ., και με ρ. που σημαίνουν κίνηση) εμπρός, μπροστά από (α. «στέκεται προ τής εισόδου» β. «κείνους κιχησόμεθα πρὸ πυλάων», Ομ.Ιλ, γ. «πρὸ δ ἄρ αὐτῶν… … Dictionary of Greek
Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… … Wikipedia
мъногыи — (мъногыи4000) пр. 1.Многочисленный, значительный по количеству: съдравьствѹите же мънога лѣ(т). съдрьжѧще порѹчение || свое. ЕвОстр 1056–1057, 294в–г (запись); Да чл҃вкъ ѹбо обѣштѧ сѧ. ˫ако чѧ˫а многа лѣта быти въ пока˫ании (πολυχρονίσαι) Изб… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
δέω — (I) δέω (AM) Ι. μσν. παρακαλώ κάποιον για κάτι («δέομεν, παρακαλοῡμεν νὰ ὁρίσης») αρχ. 1. έχω έλλειψη, στερούμαι 2. φρ. α) «πολλοῡ δέω» έχω μεγάλη ανάγκη β) «παντὸς δέω» έχω πλήρη έλλειψη γ) «πολλοῡ δέω... ὑπὲρ ἐμαυτοῡ ἀπολογεῑσθαι» πολύ απέχω… … Dictionary of Greek
δει — (AM δεῑ) (απρόσ. ρήμα) Ι. φρ. 1. «πολλοῡ δεῑ», «πολλοῡ γε καὶ δεῑ» απέχει πολύ, είναι πολύ μακριά από το να..., κατ ουδένα τρόπο 2. «ὀλίγου ή μικροῡ δεῑ ή ἐδέησε» παρά λίγο, λίγο έλειψε να... νεοελλ. φρ. «εδέησε να...» κατορθώθηκε επιτέλους να … Dictionary of Greek
πρόπαλαι — Α επίρρ. προ πολλού, από πολύ παλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πάλαι «προ πολλού, τον παλιό καιρό»] … Dictionary of Greek
ρεύμα — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ.), στην πρώην επαρχία Λαρίσης του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Νέων Καρυών. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ.), στην πρώην επαρχία Μηθύμνης του νομού Λέσβου.… … Dictionary of Greek
χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… … Dictionary of Greek
ՅԱՄԱՅՐ — ( ) NBH 2 0318 Chronological Sequence: Early classical, 9c, 10c, 12c ա. Իբր Յամեալ. կամ ʼի բառէս Ամ, ամեր՝ իբր ամք, յամս. ուստի եւ ՅԱՄԵՐԱՄ. վասն որոյ ասի Յամայր ամս, իբր յամաց յամս, ընդ բազում կամ ընդ երկար ամս եւ ամանակս. ʼի բազում ժամանակաց… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)