-
1 λύπη
λύπη, ης, ἡ (s. λυπέω; Aeschyl., Hdt.+) pain of mind or spirit, grief, sorrow, affliction J 16:6; Hm 10, 1, 2; 10, 2, 1–6; 10, 3, 1; 3f; AcPl Ha 6, 16. περισσοτέρα λ. excessive sorrow 2 Cor 2:7. Opp. χαρά (X., Hell. 7, 1, 32; Eth. Epic. col. 3, 16; Philo, Abr. 151, Leg. ad Gai. 15; JosAs 9:1; ApcMos 39) J 16:20; Hb 12:11. λύπην ἔχειν have pain, be sorrowful (Dio Chrys. 46 [63], 1; ApcMos 3) in childbirth J 16:21; cp. vs. 22. λ. ἔχειν ἀπό τινος be pained by someone 2 Cor 2:3. λύπην ἐπὶ λύπην ἔχειν sorrow upon sorrow Phil 2:27; opp. πολυτέλεια λύπην μὴ ἔχουσα wealth without pain Hs 1:10. λ. μοί ἐστιν μεγάλη I am greatly pained Ro 9:2 (cp. Tobit 3:6; TestJud 23:1 πολλὴ λύπη μοί ἐστι.—λ. μεγάλη as Jon 4:1; TestJob 34:5; ApcMos 9). βαλεῖν τινα εἰς λύπην plunge someone into grief 1 Cl 46:9. τὸ μὴ πάλιν ἐν λ. πρὸς ὑμᾶς ἐλθεῖν not to come to you again in sorrow 2 Cor 2:1. τί … σεαυτῷ λύπην ἐπισπᾶσαι why are you bringing sorrow on yourself Hs 9, 2, 6. ἀποβαλεῖν πᾶσαν λ. lay aside all sorrow Hv 4, 3, 4; ἀποθέμενον τὸ τῆς λ. AcPl BMM recto 7 (for this AcPl Ha 8, 8: το]|[κατηφ]ὲ̣̣ ἀποθέμενον, as restored by Schmidt, but on this s. κατηφής). Also αἴρειν ἀφʼ ἑαυτοῦ τὴν λ. Hm 10, 1, 1 (opp. ἱλαρότης 10, 3, 1). ἐξέπτη ἡ λ. αὐτοῦ his anxiety (over the combat with beasts) took wings AcPl Ha 3, 17. συγκόπτεσθαι ἀπὸ τῆς λύπης be crushed with sorrow Hv 5:4. ἀπὸ τῆς λ. from sorrow Lk 22:45 (TestJos 8:5 συνείχετο ἀπὸ τῆς λύπης; ParJer 7:26 ἵνα μὴ διαφθαρῇ ἀπὸ τῆς λ.; cp. UPZ 18, 13 [163 B.C.] ἀποθνήσκει ὑπὸ τῆς λ.; Jos., Ant. 6, 337). ἐκ λύπης reluctantly 2 Cor 9:7 (cp. Soph., O.C. 1636f of Theseus’s generous acceptance, οὐκ οἴκτου μέτα, of Oedipus’s last mandate; cp. 1 Pt 4:9; on the grammar cp. ἐκ τῆς λύπης Aesop, Fab. 275 P.; JosAs 29:9). διὰ τὴν λ. in sorrow AcPl Ha 5, 24. ἡ κατὰ θεὸν λ. sorrow that God approves 2 Cor 7:10a (leading to μετάνοια as Plut., Mor. 961d). In contrast to this ἡ τοῦ κόσμου λύπη the sorrow of the world vs. 10b. λύπην ἐπάγειν τῷ πνεύματι bring grief to the spirit Hm 3:4. λύπη personified Hs 9, 15, 3.—Pl. (Demosth., Ep. 2, 25; Dio Chrys. 80 [30], 14; Gen 3:16f; 5:29; Pr 15:13; 31:6; PsSol 4:15; ParJer 7:36 διὰ τὰς λ.) αἱ πρότεραι λῦπαι the former sorrows Hv 3, 13, 2. ὑποφέρειν λύπας 1 Pt 2:19. παλαιοῦσθαι ταῖς λύπαις be aged by sorrows Hv 3, 11, 3.—B. 1118. BHHW III 2021ff. Schmidt, Syn. II 574–95; DELG. M-M. EDNT. TW. Spicq. Sv. -
2 λύπη
λύπη, ἡ, Leid, Betrübniß, Kränkung, sowohl act. als pass.; δῆγμα δὲ λύπης οὐδὲν ἐφ' ἧπαρ προςικνεῖται Aesch. Ag. 765; ἄνευ δὲ λύπης οὐδαμοῠ καταστροφή Suppl. 437; ὑπ' ἀγρίας ᾄξασα λύπης Soph. O. R. 1074; Ggstz von χάρις, El. 812; λύπην τινὶ βάλλειν, Schmerz, Unglück bereiten, Phil. 67, vgl. El 644; πικρά, Eur. Or. 1105; παῠσαι λύπης Andr. 1271, öfterl ἡ παρεοῠσα λύπη, der traurige Zustand, Her. 7, 152; Ggstz von ἡδονή, Plat. Phil. 31 c, öfter; λύπην μεγίστην παρέχειν, Gorg. 477 c, τὰς ἐσχάτας λυπεῖσϑαι λύπας, 494 a Ggstz von χαρά, Xen. Hell. 7, 1, 22.
-
3 λύπη
λύπη, ἡ, Leid, Betrübnis, Kränkung; λύπην τινὶ βάλλειν, Schmerz, Unglück bereiten; ἡ παρεοῠσα λύπη, der traurige Zustand -
4 λυπη
дор. λύπα (ῡ) ἥ1) скорбь, печаль, гореἄνευ δε λύπης οὐδαμοῦ καταστροφή Aesch. — куда ни повернуться, всюду горе
2) печальное положение(ἥ παρεοῦσα λ. Her.)
3) страдание, мука, больκάμνειν ἴσον λύπης ἐμοί Soph. — переносить такие же страдания, как я
-
5 λυπή
λῡπῇ, λυπέωgrieve: pres subj mp 2nd sgλῡπῇ, λυπέωgrieve: pres ind mp 2nd sgλῡπῇ, λυπέωgrieve: pres subj act 3rd sg -
6 λυπῇ
λῡπῇ, λυπέωgrieve: pres subj mp 2nd sgλῡπῇ, λυπέωgrieve: pres ind mp 2nd sgλῡπῇ, λυπέωgrieve: pres subj act 3rd sg -
7 λύπη
λύ̱πη, λύπηpain of body: fem nom /voc sg (attic epic ionic)λύ̱πη, λυπέωgrieve: pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)λύ̱πη, λυπέωgrieve: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)——————λύ̱πῃ, λύπηpain of body: fem dat sg (attic epic ionic) -
8 λύπη
η1) горе; печаль, грусть; скорбь; траур; 2) жалость, сострадание; сочувствие;εκφράζω τη λύπη μου σε κάποιον — выражать своё сочувствие кому-л.;
3) сожаление, огорчение;προς μεγάλην μου λύπην κ ( — моему) великому сожалению;
αισθάνομαι ειλικρινή λύπην... — я искренне сожалею...
-
9 λύπη
ἡ λύπη печаль; боль -
10 λύπῃ
Βλ. λ. λύπη -
11 λύπη
{сущ., 16}печаль, скорбь, огорчение, страдание, мука, боль.Ссылки: Лк. 22:45; Ин. 16:6, 20-22; Рим. 9:2; 2Кор. 2:1, 3, 7; 7:10; 9:7; Флп. 2:27; Евр. 12:11; 1Пет. 2:19. LXX: 6089 (בצֶעֶ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > λύπη
-
12 λύπη
{сущ., 16}печаль, скорбь, огорчение, страдание, мука, боль.Ссылки: Лк. 22:45; Ин. 16:6, 20-22; Рим. 9:2; 2Кор. 2:1, 3, 7; 7:10; 9:7; Флп. 2:27; Евр. 12:11; 1Пет. 2:19. LXX: 6089 (בצֶעֶ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > λύπη
-
13 λύπη
печальλύπῃΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > λύπη
-
14 λύπῃ
печалипечалью λύπηΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > λύπῃ
-
15 λύπη
печаль, скорбь, огорчение, страдание, мука, боль; LXX: (עֶצֶב).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > λύπη
-
16 λύπη
печаль, горе -
17 λύπη
-ης + ἡ N 1 6-0-6-7-30=49 Gn 3,16(bis).17; 5,29; 42,38pain, grief, sorrow Gn 3,16(primo)ἐν λύπαις τέξῃ τέκνα you shall bear children amidst pain; ἐλυπήθη Ιωνας λύπην μεγάλην Jonas was deeply grieved or depressed Jon 4,1; αἱ λύπαι τῶν χειρῶν the toils of our hands Gn 5,29Cf. NEYREY 1980, 155-156; SASSON 1990 274-275(Jon 4,1); SPICQ 1978a, 513-519 -
18 λύπη
[липи] ουσ θ горе, печаль, сожаление, сочувствие. -
19 λύπη
λῡπ-η, ἡ, -
20 λύπη
üzüntü, keder, acı, tasa
См. также в других словарях:
λύπη — η (AM λύπη) 1. το δυσάρεστο συναίσθημα που προέρχεται από ψυχικό πόνο, η θλίψη, η στενοχώρια, η πικρία, σε αντιδιαστολή με τη χαρά (α. «με λύπη εγκάρδια εθεωρούσε όλα τα μνήματα», Σολωμ. β. «οὕτω κοινόν τι ἄρα χαρᾷ καὶ λύπῃ δάκρυά ἐστιν», Ξεν.) 2 … Dictionary of Greek
λύπη — η 1. θλίψη, οδύνη: Πέθανε από τη λύπη της για το χαμό του άντρα της. 2. οίκτος, συμπόνια: Κράτησε από λύπη τα κουτάβια. 3. δυσαρέσκεια για κάτι που δεν έπρεπε να συμβεί: Εκφράσαμε τη λύπη μας για την ατυχία που τον βρήκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λύπη — λύ̱πη , λύπη pain of body fem nom/voc sg (attic epic ionic) λύ̱πη , λυπέω grieve pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) λύ̱πη , λυπέω grieve imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύπῃ — λύ̱πῃ , λύπη pain of body fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυπῇ — λῡπῇ , λυπέω grieve pres subj mp 2nd sg λῡπῇ , λυπέω grieve pres ind mp 2nd sg λῡπῇ , λυπέω grieve pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῦπαι — λύπη pain of body fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυπηρός — ή, ό, θηλ. και ά (AM λυπηρός, ά, όν) (για πρόσ. ή πράγμ.) αυτός που προξενεί λύπη, θλιβερός, οδυνηρός, δυσάρεστος (α. «μόλις άκουσε τα λυπηρά συμβάντα έτρεξε να τήν παρηγορήσει» β. «ἐρεῑς μὲν οὐχὶ νῡν γέ μ ὡς ἄρξασά τι λυπηρὸν εἶτα σοῡ τάδ… … Dictionary of Greek
λυπητικός — λυπητικός, ή, όν (AM) [λυπώ] αυτός που αισθάνεται λύπη αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ λυπητικόν η ικανότητα να λυπάται, να αισθάνεται λύπη κάποιος («ὁ ἐπικήδειος αὐλός... ἐξαιρεῑ και ἀναλίσκει τὸ λυπητικόν», Πλούτ.). επίρρ... λυπητικά και λυπητικῶς (Μ)… … Dictionary of Greek
λυπώ — (AM λυπῶ, έω) 1. κάνω κάποιον να αισθανθεί λύπη, προξενώ θλίψη, δυσαρεστώ, πικραίνω (α. «μέ λύπησε πολύ η συμπεριφορά του» β. «τῶν δὲ πημονῶν μάλιστα λυποῡσ αἳ φανῶσ αὐθαίρετοι», Σοφ. γ. «ἄγαν με λυπεῑς καὶ σὺ καὶ τὸ σὸν λέχος», Σοφ.) 2. μέσ.… … Dictionary of Greek
αλύπητος — η, ο (Α ἀλύπητος, ον) αυτός που δεν λυπάται ή δεν λυπήθηκε, ο άλυπος νεοελλ. 1. αυτός που δεν αισθάνεται λύπη για τους άλλους, ανελέητος, άσπλαχνος, άπονος, σκληρός 2. αυτός που δεν αξίζει να τόν λυπηθεί, να τόν σπλαχνιστεί κανείς 3. αφειδής,… … Dictionary of Greek
λυπητερός — ή, ό 1. αυτός που προξενεί λύπη, που δημιουργεί μελαγχολική διάθεση, λυπηρός, θλιβερός («λυπητερή ιστορία») 2. αυτός που εκφράζει λύπη, θρηνώδης, πονεμένος, παραπονιάρικος («λυπητερό τραγούδι») 3. εύσπλαχνος, συμπονετικός. επίρρ... λυπητερά·1. με … Dictionary of Greek