Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἁμαξῶν

См. также в других словарях:

  • Ἀμαξῶν — Ἄμαξα fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμαξῶν — ἄμαξα frame work fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁμαξῶν — ἄμαξα frame work fem gen pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… …   Dictionary of Greek

  • άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… …   Dictionary of Greek

  • αμαξάδικος — η, ο 1. ο σχετικός με την άμαξα ή αυτός που αρμόζει σε αμαξά 2. το ουδ. ως ουσ. το αμαξάδικο α) εργοστάσιο κατασκευής ή επισκευής αμαξών β) τόπος στάθμευσης αμαξών, αμαξοστάσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμαξαδ , θ. τής λ. αμαξάς, άδες + παραγ. κατάλ. ικος] …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • Anthestéries — Œnochoé des Anthestéries, v. 430 390 av. J. C., musée du Louvre. Les Anthestéries (en grec ancien Ἀνθεστήρια / Anthestếria, de …   Wikipédia en Français

  • BUDINI — Scythiae Europaeae populi non procul a Borysthene. Plin. l. 4. c. 12. παρὰ τὸ δινέυειν ἐπάνω ἁμαξῶν ὑπὸ βοῶν ἐλαυνομένων. Ita Stephanus ex Parmenione Byzantio. Scythica haec plaustra Ovid. passim commemorat: Trist. l. 3. el. 10. v. 34. Ducunt… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CLIMACIDES — Graece Κλιμακίδες, dicebantur mulieres, quae dominabus suis vicem stapedis aut saclae, quoties equum conscensurae erant, praestabant: de quibus Athenaeus, ἀρεοκόμεναι, inquit, ταῖς μεταπεμψαμέναις αὐτὰς ενδόξοις γυναιξὶ κλίμακα ἐξ ἑαυτῶν ἐποίουν… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PLAUSTRUM — currus quatuor rotis constans, Car. du Fresne Glossar. Sic vero ab imperitis vocari, testatur Valerius Probus; Plostra legendum putavit, licet usus Plaustra obtineat. Unde lepida illa apud Sueton. fabella, c. 22. ubi, cum Vespasianus moneretura… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»