-
61 κάρπασος
κάρπᾰσος, ἡ, with heterocl. pl. κάρπασα, AP9.415.6 (Antiphil., with play on the meanings 'sails' and 'clothes'); also [full] κάλπᾰσος (q.v.):—II [full] κάρπασον, τό, white hellebore, Veratrum album, Orph. A. 922;ὀπὸς καρπάσου Archig.
ap. Gal.12.445, Dsc.Alex.13; sucus carpathi, Plin.HN32.58; cf. ὀποκάρπασον, καρπησία.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάρπασος
-
62 καυλίας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καυλίας
-
63 καυλός
καυλός, ὁ,A stem of a plant (opp. στέλεχος, of trees, Thphr.HP1.1.9), Epich.158, Ar.Eq. 824 (anap.); κ. σιλφίου ib. 894; ἢ σίλφιον ἢ ὀπὸςἢ κ. Hp.Acut.37
; calledἐκ Κυρήνης κ. Hermipp.63.4
;κ. ἐκ Καρχηδόνος Eub.19
;κ. Λίβυς Antiph.217.13
, cf. 325; (pl., i B.C.), cf. Dsc.2.120, Archig. ap. Gal.13.331.2 Hom. (only in Il.), spear-shaft,ἐν καυλῷ ἐάγη δολιχὸν δόρυ Il.13.162
; κατεκλάσθη δ' ἐνὶ καυλῷ ἔγχος ib. 608; once of a sword-hilt, .3 of various tubular structures in animals, πτεροῦ καυλός quill part of a feather, Pl.Phdr. 251b, cf. Arist. HA 504a31; neck of the bladder, ib. 497a20; duct of the penis, ib. 510a26; cervix uteri, ib. 510b11; ovipositor of locusts, ib. 555b21.II vegetable of the cabbage kind, cole, kail, cauliflower, Alex.127.5, Anaxandr.41.58 (pl.), Eub.7.3 (pl.).III membrum virile, Hp.Int.14, D.S.32.11, Gal.UP14.12, Ruf.Onom. 101, etc. (Cf. Lat.caulus, caulis, Lith. kaáulas 'bone'.) -
64 Κέκροψ
Κέκροψ, οπος, ὁ, Cecrops mythical king of Athens, Hdt.8.44; represented with a serpent's tail, and hence called διφυής, Sch.Ar.V. 436; with the tail of a θυννίς, Eup.156: pl.,A = Κεκροπίδαι, IG3.1335. ( Κέκροψ a barbarian name acc. to Hecat. 119 J.)II Adj. [full] Κεκρόπιος, α, ον, Cecropian, Athenian, πέτρα K. the Acropolis, E. Ion 936 (also simply Κεκροπία, ἡ, used for Athens itself, Supp. 658, El. 1289); K. χθών Attica, Id.Hipp.34, etc.; Κεκρόπιοι, οἱ, the Athenians, APl.4.295: [full] Κεκροπία, ἡ, village-community in Early Attica, Str.9.1.20: [full] Κεκρόπιον, τό, shrine of Cecrops, IG12.372.63:—also [suff] κεκρ-ικός, ib. 374.144.3 [full] Κεκροπίδαι, οἱ, descendants of Cecrops, Athenians, Hdt. l.c., etc.: in sg., Ar.Eq. 1055.4 Adv. [full] Κεκροπίᾱθεν, [dialect] Ep. [suff] κέκρ-ηθεν, from Athens, Call.Dian. 227, A.R.1.95. -
65 κόλλοψ
-
66 κόρνοψ
A locust, like πάρνοψ, Str.13.1.64 (but κορνώπιδες = κώνωπες, Hsch.):—hence [full] Κορνοπίων, ωνος, ὁ, Locust-scarer, title of Heracles at Oeta, Str.l.c. -
67 κράδη
A quivering spray at the end of a branch, esp. of figtrees,ἐν κράδῃ ἀκροτάτῃ Hes.Op. 681
, cf. Thphr.CP5.1.3, Nic.Th. 853;τέττιγες.. ἐπὶ τῶν κραδῶν ἄδουσιν Ar.Av.40
: generally, branch, esp. fig-branch, Hp.Superf.33, Thphr.HP2.1.2;κ. ἐριναῖ E.Fr. 679
;κ. τῶν συκῶν PSI5.449.6
(pl., iii B. C.); κράδῃσι βάλλεσθαι, of the φαρμακός, Hippon.4, cf. 8; κράδης ὀπός fig-juice, Hp.Ulc.12.III scenic contrivance for exhibiting actors in Comedy hovering in the air, like the μηχανή in tragedy, Poll.4.128. -
68 μέροψ
A dividing the voice, i. e. articulate (cf. Hsch., Sch.11.1.250),μ. ἄνθρωποι Il.
l.c., Hes.Op. 109, etc.;μ. βροτοί 11.2.285
;μερόπεσσι λαοῖς A.Supp.90
(lyr.): hence as Subst., = ἄνθρωποι, Musae.Fr. 13 D., A.Ch. 1018 (anap.), E.IT 1263 (lyr.), A.R.4.536, Call.Fr. 418, AP7.563 (Paul. Sil.); a usage satirized by Strato Com., 1.6 sq. -
69 Μηδικός
A the Median affairs, esp. the war with the Medes, the name given by Gr. historians to the great Persian war, Th.1.14, Arist.Pol. 1303b33, etc.;ὁ Μ. πόλεμος Th.1.90
,95; Μ. ἐσθής, i.e. silken garments, Procop.Pers.1.20: [comp] Comp.τὰ-ώτερα Philostr.VA1.25
. Adv. [comp] Comp. - ώτερον, κατεσκευασμένος ib.3.26.II Μηδικὴ πόα, lucerne, Medicago sativa, Ar.Eq. 606; M. alone, Thphr.HP8.7.7, Dsc.2.147 (by some written μηδίκη, Hdn.Gr.1.316, Eust.1967.27, cf. D.S.3.43 codd.).2 μηδική, ἡ, = ἑλένιον, Dsc.1.28, Plin.HN14.108.III μῆλον Μηδικόν, v. μῆλον (B).IV ὀπὸς Μηδικός a form of silphium juice, prob. assafoetida, Dsc.3.80, Philum.Ven.3.2.V Μηδικόν, τό, perh. a tomb in Persian style, JHS22.124.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Μηδικός
-
70 μήλοψ
-
71 νῶροψ
A flashing, Il.2.578, al. ; later, simply, bright,ν. πέπλῳ Nonn.D.32.14
. -
72 οἶνοψ
A wine-coloured, Hom. (never in nom.) epith. of the sea, wine-dark, Il.23.316, Od.5.132, 2.421 ; of oxen, wine-red, deep-red,βόε οἴνοπε Il.13.703
, Od.13.32 ; alsoοἰ. Βάκχος AP6.44
;νύμφη οἴνοπα πῆχυν ἀνεῖλκε Tryph.521
. -
73 πάρνοψ
-
74 παχάνοψ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παχάνοψ
-
75 Πέλοψ
-
76 πηνέλοψ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πηνέλοψ
-
77 σαγάπηνον
σᾰγάπηνον, τό, a plant, prob.A Ferula persica, Gal.12.117; also its gum, Dsc.3.80, 81; and as Adj.,ὀπὸς σαγαπηνός Gal.
l.c., 13.567:—hence [full] σαγᾰπηνίζω, smell or taste like it, Id.14.55.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σαγάπηνον
-
78 σκάλοψ
-
79 σκόλοψ
A anything pointed: esp. pale, stake,κεφαλὴν πῆξαι ἀνὰ σκολόπεσσι Il.18.177
; for impaling, E.IT 1430, El. 898;ἐπὶ σκόλοψι ἀναρτᾶσθαι D.S.33.15
: pl. σκόλοπες, palisade,τείχεα.. σκολόπεσσιν ἀρηρότα Od.7.45
; freq. in Il.,ἐν δὲ [τάφρῳ] σκόλοπας κατέπηξαν 7.441
; , cf. 12.63, 15.344;σκόλοπας περὶ τὸ ἕρκος κατέπηξαν Hdt.9.97
, cf. E.Rh. 116, X. An.5.2.5 ([dialect] Att. usually σταύρωμα).2 thorn, IG42(1).121.92 (Epid., iv B.C.), LXX Nu.33.55, al., Dsc.4.49, Babr.122;σκόλοπες φοίνικος PMag.Osl.1.270
, al., cf. 2 Ep.Cor.12.7. -
80 σοφιστορήτωρ
A = σοφιστὴς καὶ ῥήτωρ, Tz.H.11.189.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σοφιστορήτωρ
См. также в других словарях:
οπός — ο (ΑΜ ὀπός) το γαλσ.κτώδες υγρό το οποίο εκρέει από εγκοπή ή χάραγμα σε φυτό ή σε καρπό, σε αντιδιαστολή προς τον χυλό ή τον χυμό («η ρητίνη είναι οπός τού πεύκου») νεοελλ. 1. χυμός, εκχύλισμα φυτού, καρπού ή ζωικού ιστού ή οργάνου το οποίο… … Dictionary of Greek
οπός — ο ού, γαλακτώδες υγρό από φυτά ή καρπό, που βγαίνει από το κόψιμο ή το χάραγμα: Οπός της παπαρούνας, αλλ. όπιο, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀπός — ὄψ voice fem gen sg ὀπός juice masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πέλοψ — οπος ὁ Α μυθ. επώνυμος ήρωας τής Πελοποννήσου, γιος τού βασιλιά τής Φρυγίας ή τής Λυδίας Ταντάλου και τής Κλυτίας ή τής Ευρυάνασσας, αδελφός τής Νιόβης και τού Βροτέα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πελιδνός] … Dictionary of Greek
ευρύοψ — οπος, ο αφρικανικό φυτό τής οικογένειας σύνθετα … Dictionary of Greek
πάνοψ — οπος, ὁ, Α (για τον Ερμή) αυτός που βλέπει τα πάντα, πανόπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + οψ (< θ. οπ τού όπωπα*), πρβλ. μήλ οψ] … Dictionary of Greek
πανέλοψ — οπος, ὁ, Α (δωρ. και αιολ. τ.) βλ. πηνέλοψ … Dictionary of Greek
πρωτάνωψ — οπος, ο, Ν ιατρ. αυτός που πάσχει από πρωτανοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. protanope < prot (< πρώτος) + an (στερητικό αν / α ) + ope (< ωψ / οψ < ὄπωπα)] … Dictionary of Greek
σκάλοψ — οπος, ο, ΝΑ, και σκάλωψ Α (λόγιος τ.) ο τυφλοπόντικας, ο ασπάλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. σπάλαξ (βλ. λ. ασπάλακας), ο οποίος έχει σχηματιστεί, πιθ. παρετυμολογικώς, από το ρ. σκάλλω* με επίθημα οψ, που απαντά και σε άλλα ον. ζώων (πρβλ. δρύ… … Dictionary of Greek
σκόλοψ — οπος, ὁ, ΜΑ βλ. σκόλοπας … Dictionary of Greek
στέροψ — οπος, ὁ, ἡ, Α αυτός που αστράφτει, λαμπερός, ακτινοβόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. λ. με α συνθετικό το θ. α στερ τής λ. ἀστήρ και β συνθετικό το oψ (< θ. οπ τού όπωπα*). Για την απουσία τού αρκτικού α βλ. λ. αστεροπή] … Dictionary of Greek