-
1 ὀπός
ὀπός, ὁ (sapio), Saft der Pflanzen, bes. der Bäume, gew. des Feigenbaumes, der zum Gerinnen der Milch gebraucht wurde; ὡς δ' ὅτ' ὀπὸς γάλα λευκὸν ἐπειγόμενος συνέπηξεν, Il. 5, 902; τὸ δὲ τῆς σαρκὸς διαλυτικὸν ἀφρῶδες γένος ὀπὸς ἐπωνομάσϑη, Plat. Tim. 60 b; Legg. VII, 824; Theophr. u. Folgende. – Uebertr., ὀπὸς ἥβης, die saftige, schwellende Fülle des jugendlichen Leibes, Paul. Sil. 8 (V, 258).
-
2 ὀπός
-
3 πολύ-οπος
πολύ-οπος, viellöcherig (?).
-
4 πολύ-οπος [2]
-
5 σύν-οπος
-
6 χαρ-οπός
χαρ-οπός, auch 2 Endgn, eigtl. froh, freudig blickend, mit frohem, muthigem Blicke, hellblickend, helläugig; λέοντες Od. 11, 611 h. Merc. 569 h. Ven. 70 Hes. Th. 321 Sc. 177; κύνες H. h. Merc. 194; vgl. Xen. Cyn. 3, 3; ϑῆρες Soph. Phil. 1131; travestirend χαροπ οὶ πίϑηκοι Ar. Pax 1030; auch von den Augen der Athene, dah. Theocr. 20, 25 sagt ὄμματα χαροπώτερα Ἀϑάνας (vgl. γλαυκῶπις); Luc. D. Mort. 1, 3; Plut. Mar. 11 von den Augen der Germanen, die bei Tacit. truces et caerulei oculi heißen; vgl. Mel. 69 (V, 156); βλέμματος ἀστεροπαί Asclpd. 15 (V, 153); Ganymedes, Theocr. 12, 33; χήν Antp. Sid. 88 (VII, 423); ὄφιες Bian. (X, 22); auch ἠώς, σελήνη, Ap. Rh. 1, 1280. – Weil aber jene hellen Augen einen lichtblauen od. grauen Schimmer haben, wurde es späterhin von solchen Farben gebraucht, bläulich, graublau, meerblau; χρόα κυανοειδής καὶ χαροπή Plut. fac. orb. lun. 21 M.; χαροπὴ ϑάλασσα Opp. Hal. 4, 312; Anacr. 54, 11; πέλαγος Antp. Sid. 53 (IX, 643), wie Mel. 80 (XI, 53); κύματα Secund. 3 (IX, 36); – Arist. H. A. 1, 10, vgl. gen. an. 5, 1, unterscheidet übrigens diese Farbe ausdrücklkch von γλαυκός, ohne daß wir den seinen Unterschied näher bestimmen können, vgl. Schneid. Orph. Arg. 459 u. Jac. A. P. p. 324. – Spätere Dichter nahmen das Wort übh. für »freudig«, »fröhlich«, χαροπὴ μερόπων τύχη Mesomed. 1.
-
7 δί-οπος
-
8 δί-οπος [2]
-
9 ἀ-δί-οπος
ἀ-δί-οπος, ohne Aufseher, Aesch. Phrvg. 245.
-
10 ἄ-οπος
-
11 ἡμί-οπος
-
12 σίλφιον
σίλφιον, τό, eine Pflanze, laserpitium, deren Saft als Arznei und an Speisen gebraucht ward; zuerst bei Her. 4, 169. 192; Soph. frg. 945; Ar. Equ. 892 Av. 534 u. öfter; Theophr. u. Folgde. Die wohlriechende afrikanische Art, die den ὀπὸς Κυρηναϊκός gab, ist ferula tingitana od. thapsia gummitera nach Sprengel; die persische, von der der ὀπὸς Μηδικός kommt, ist unsere asa foetida.
-
13 ὄψ
ὄψ, ὀπός, ἡ (ἔπος), die Stimme des Sprechenden, Singenden, Rufenden; οὐδέ πω Ἀτρείδεω ὀπὸς ἔκλυον αὐδήσαντος, Il. 16, 76; Μοῦσαι ἄειδον ἀμειβόμεναι ὀπὶ καλῇ, 1, 604; ἀειδούσης ὀπὶ καλῇ, Od. 10, 221; der Sirenen, 12, 52; auch von den Cicaden, ὄπα λειριόεσσαν ἱεῖσι, Il. 3, 152; ἀρνῶν, 4, 435; Ausspruch, Rede, 7, 53. 11, 137. 21, 98; Pind. ἔβαλεν ὕμνος ὀπὶ νέων κελαδέων, N. 3, 63; ὄπα γλυκεῖαν προχεόντων ἐμάν, P. 10, 56, öfter; Aesch. Suppl. 58; Soph. El. 1057; ἤκουσαν ὑστάτην ὄπα, Eur. Hec. 555; ἐξέκλαγξ' ὄπα ἀξύνετον, Ion 1204, öfter; einzeln bei sp. D.; der plur. scheint nicht vorzukommen.
-
14 δίοπος
-------------------------------- -
15 πολύοπος
-
16 σίλφιον
σίλφιον, τό, eine Pflanze, laserpitium, deren Saft als Arznei und an Speisen gebraucht ward. Die wohlriechende afrikanische Art, die den ὀπὸς Κυρηναϊκός gab, ist ferula tingitana od. thapsia gummitera; die persische, von der der ὀπὸς Μηδικός kommt, ist unsere asa foetida -
17 πηνέλοψ
-
18 πάρνοψ
πάρνοψ, οπος, ὁ, eine Heuschreckenart; Ar. Ach. 150 Av. 588; Ael. H. A. 5, 19 u. a. Sp.; nach Suid. auch μέλισσαι ἄγριαι, auch κόρνωψ.
-
19 σκόλοψ
σκόλοψ, οπος, ὁ, jeder zugespitzte Körper; bes. Pfahl, Spitzpfahl, Pallisade, ein Haupttheil der Befestigung bei Städten und sonst haltbaren Orten; schon bei Hom., τείχεα σκολόπεσσιν ἀρηρότα Od. 7, 45, ἐν δὲ σκόλοπας κατέπηξεν Il. 9, 350, am Graben; διά τε σκόλοπας καὶ τάφρον ἔβησαν, 8, 343. 15, 1; σκόλοπες γὰρ ἐν αὐτῇ (τάφρῳ) όξέες ἑστᾶσιν, 12, 63, vgl. 55; Ἀχαιοὶ τάφρῳ καὶ σκολόπεσσιν ἐνιπλήξαντες, 15, 344; πῶς περάσει σκόλοπας ἐν τροπῇ στρατός; Eur. Rhes. 116; σκόλοπας περὶ τὸ ἕρκος ἔπηξαν, Her. 9, 97; τάφρος ἦν καὶ σκόλοπες ἐπὶ τῆς ἀναβολῆς, Xen. An. 5, 2, 5; φρούρια καὶ σκόλοπες, Strat. 47 (XII, 205); σκόλοπος χαλεποῠ τρηχυτέρη οἶμος, Archimel. 2 (VII, 50); auch ein Pfahl zum Anspießen, κεφαλὴν πῆξαι ἀνὰ σκολόπ εσσι, Il. 18, 177; σκόλοψι πήξωμεν δέμας, Eur. I. T. 1430. – Uebh. Splitter, Dorn, σκόλοπος αὐτῷ καταπαγέντος, S. Emp. pyrrh. 1, 238; Luc. de merc. cond. 3.
-
20 σκαμωνία
См. также в других словарях:
οπός — ο (ΑΜ ὀπός) το γαλσ.κτώδες υγρό το οποίο εκρέει από εγκοπή ή χάραγμα σε φυτό ή σε καρπό, σε αντιδιαστολή προς τον χυλό ή τον χυμό («η ρητίνη είναι οπός τού πεύκου») νεοελλ. 1. χυμός, εκχύλισμα φυτού, καρπού ή ζωικού ιστού ή οργάνου το οποίο… … Dictionary of Greek
οπός — ο ού, γαλακτώδες υγρό από φυτά ή καρπό, που βγαίνει από το κόψιμο ή το χάραγμα: Οπός της παπαρούνας, αλλ. όπιο, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀπός — ὄψ voice fem gen sg ὀπός juice masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πέλοψ — οπος ὁ Α μυθ. επώνυμος ήρωας τής Πελοποννήσου, γιος τού βασιλιά τής Φρυγίας ή τής Λυδίας Ταντάλου και τής Κλυτίας ή τής Ευρυάνασσας, αδελφός τής Νιόβης και τού Βροτέα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πελιδνός] … Dictionary of Greek
ευρύοψ — οπος, ο αφρικανικό φυτό τής οικογένειας σύνθετα … Dictionary of Greek
πάνοψ — οπος, ὁ, Α (για τον Ερμή) αυτός που βλέπει τα πάντα, πανόπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + οψ (< θ. οπ τού όπωπα*), πρβλ. μήλ οψ] … Dictionary of Greek
πανέλοψ — οπος, ὁ, Α (δωρ. και αιολ. τ.) βλ. πηνέλοψ … Dictionary of Greek
πρωτάνωψ — οπος, ο, Ν ιατρ. αυτός που πάσχει από πρωτανοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. protanope < prot (< πρώτος) + an (στερητικό αν / α ) + ope (< ωψ / οψ < ὄπωπα)] … Dictionary of Greek
σκάλοψ — οπος, ο, ΝΑ, και σκάλωψ Α (λόγιος τ.) ο τυφλοπόντικας, ο ασπάλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. σπάλαξ (βλ. λ. ασπάλακας), ο οποίος έχει σχηματιστεί, πιθ. παρετυμολογικώς, από το ρ. σκάλλω* με επίθημα οψ, που απαντά και σε άλλα ον. ζώων (πρβλ. δρύ… … Dictionary of Greek
σκόλοψ — οπος, ὁ, ΜΑ βλ. σκόλοπας … Dictionary of Greek
στέροψ — οπος, ὁ, ἡ, Α αυτός που αστράφτει, λαμπερός, ακτινοβόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. λ. με α συνθετικό το θ. α στερ τής λ. ἀστήρ και β συνθετικό το oψ (< θ. οπ τού όπωπα*). Για την απουσία τού αρκτικού α βλ. λ. αστεροπή] … Dictionary of Greek