Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀράν

См. также в других словарях:

  • Ἀρᾶν — Ἀρή fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρᾶν — ἀρά prayer fem gen pl (doric ionic aeolic) ἀράζω snarl fut part act masc voc sg (doric aeolic) ἀράζω snarl fut part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀράζω snarl fut part act masc nom sg (doric aeolic) ἀράζω snarl fut inf act ἀρή prayer fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀράν — Ἀρά̱ν , Ἀρή fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀράν — ἀρά̱ν , ἀρά prayer fem acc sg (attic doric ionic aeolic) ἀρά̱ν , ἀρή prayer fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄραν — Ἄρας masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἆραν — αἴρω attach aor part act neut nom/voc/acc sg ἆ̱ραν , αἴρω attach aor ind act 3rd pl (doric aeolic) αἴρω attach aor ind act 3rd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'ρᾶν — ἀρᾶν , ἀρά prayer fem gen pl (doric ionic aeolic) ἀρᾶν , ἀράζω snarl fut part act masc voc sg (doric aeolic) ἀρᾶν , ἀράζω snarl fut part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀρᾶν , ἀράζω snarl fut part act masc nom sg (doric aeolic) ἀρᾶν ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… …   Dictionary of Greek

  • RARIA — campus in Eleusine, in qua Triptolemus primum seminsse dicitur. Steph. Ρ῾άριον, πεδίον εν Ε᾿λευςῖνι καὶ Ρ῾αρία γῆ, Ρ῾αρίας ἡ Δημήτηρ. Male apud Hesychium: Ρ῾άριον, παιδίον, pro πεδίον. Nomen hoc inditum erat illi campo a Rharo, Triptolemi patre.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • παραιρώ — έω, Α [αιρώ] 1. απομακρύνω κάτι από κάποιον, αποσύρω 2. (με γεν. διαιρ.) αφαιρώ μέρος από ένα όλον («τῆς λύπης παραιρεῑν εἰς τὸ ἐνδεχόμενον», Υπερ.) 3. μέσ. παραιροῡμαι, έομαι α) αποσπώ κάτι από κάποιον και τό οικειοποιούμαι («πόλεις παραιρεῑται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»