Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀρδμός

См. также в других словарях:

  • αρδμός — ἀρδμός, ο (Α) [άρδω] 1. τρόποι, μέσα ποτίσματος 2. τόπος ποτίσματος, ποτίστρα …   Dictionary of Greek

  • ἀρδμός — means of watering masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρδμοί — ἀρδμός means of watering masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρδμόν — ἀρδμός means of watering masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρδηθμός — ἀρδηθμός, ο (Α) άρδευση, πότισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του αρδμός] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»