-
1 σκευή
σκευή, ἡ, Rüstung, Geräth; σκευᾶς ἑτέρας εἰνάλιον πόνον, vom Fischergeräth, Pind. P. 2, 80; Kleidung, Anzug, Soph. O. C. 561; σκευῇ τῇδε τοῠ χάριν κοσμεῖς δέμας; Eur. Suppl. 1054, vgl. Bacch. 34; Ar. Ran. 108 u. öfter; Schmuck, apparatus, oft bei Her., 1, 24. 7, 15; σκυτίνη, 7, 71, u. sonst; ὅπλων, Thuc. 1, 8; ψιλή, 3, 94; Μηδικαὶ σκευαί, 1, 130; τὰ ὅπλα αὐτῶν καὶ ἡ ἄλλη σκευή, Plat. Rep. III, 414 d; πολεμικὴν σκευὴν ἐνδεδυκότες, Legg. XII, 947 c; Περσική, Xen. An. 4, 7, 27; später bes. der ganze Anzug eines Schauspielers, Sp.
-
2 σκευή
σκευή, ῆς, ἡ (Pind., Hdt. et al.; TestSol 5:12; Philo; Jos., Bell. 3, 117, Ant. 4, 301; BGU 775, 6; 11; POslo 187, 6; PWarr 18, 25) a collective for a variety of items that fall in the category of σκεῦος, equipment (used elsewhere of attire, military gear, chorus props, etc.) in our lit. of a ship’s gear or equipment (Diod S 14, 79, 4; Appian, Bell. Civ. 5, 88 §367 [= τὰ σκεύη τὰ ἐν τῷ πλοίῳ Jon 1:5]) ἡ σκευὴ τοῦ πλοίου of the equipment of a ship that can be dispensed w. Ac 27:19 (acc. to CVoigt, Die Romfahrt des Ap. Pls: Hansa 53, 1916, 725–32 the tackle or rigging of a ship; so NRSV et al.; s. comm.).—DELG s.v. σκεῦος. M-M. -
3 σκευή
σκευάζωprepare: fut ind mid 2nd sg (doric)σκευάζωprepare: fut ind act 3rd sg (doric)σκευήequipment: fem dat sg (attic epic ionic) -
4 σκευῇ
σκευάζωprepare: fut ind mid 2nd sg (doric)σκευάζωprepare: fut ind act 3rd sg (doric)σκευήequipment: fem dat sg (attic epic ionic) -
5 σκευη
-
6 σκευή
σκευήequipment: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
7 σκευή
σκευή, ἡ, Rüstung, Gerät; σκευᾶς ἑτέρας εἰνάλιον πόνον, vom Fischergerät; Kleidung, Anzug; Schmuck, apparatus; später bes. der ganze Anzug eines Schauspielers -
8 σκεύη
τὰ σκεύη, ῶν 1. оружие, вооружение; 2. багаж -
9 σκευή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σκευή
-
10 σκευή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σκευή
-
11 σκευή
η воен.1) снаряжение; 2) обмундирование -
12 σκευή
снасть, снаряжение, оборудование.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σκευή
-
13 σκεύη
σκεύ̱η, σκεῦοςvessel: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)σκεύ̱η, σκεῦοςvessel: neut nom /voc /acc dual (doric aeolic) -
14 σκεύη
вещисосуды сосудамиΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σκεύη
-
15 σκευή
els guarniments, l'arn'es -
16 σκευή
σκευ-ή, ἡ,A equipment, attire, apparel, Hdt.7.15, S.OC 555, E.Ba. 180, etc.;σ. Μηδικὰς ἐνδυόμενος Th.1.130
;σκευήν τινα περιθέσθαι Pl.Cri. 53d
; σκευῆς ἀνάθεσις, of the chorus, Lys.21.4; esp. of the dress of a singer or actor, ἐνδὺς πᾶσαν τὴν ς. Hdt.1.24, cf. Ar.Ra. 108; τραγικὴ ς. Pl. R. 577b; of soldiers,σ. ψιλή Th.3.94
;ἡ σ. τῶν ὅπλων Id.1.8
; of horse-trappings, Id.6.94; of the dress of priests and public officers, And.1.112, Eub.71.2 fashion, style of dress or equipment,Μηδικὴ αὕτη ἡ σ. ἐστι Hdt.7.62
; τὴν αὐτὴν σ. ἔχοντες ib.66, cf. 73, al.;ἐπὶ πολὺ αὕτη ἡ σ. κατέσχεν Th.1.6
. -
17 σκευή
donanım, araç gereç -
18 σκευη-φόρος
σκευη-φόρος, = σκευοφόρος, Schol.
-
19 προ-παρα-σκευή
προ-παρα-σκευή, ἡ, Vorbereitung, Sp.
-
20 προ-κατα-σκευή
προ-κατα-σκευή, ἡ, Vorbereitung, Pol. 1, 13, 7 u. oft; u. bes. Rhett., wie Hermog. de invent. 3, 2, προεκτίϑεσϑαι τὰ κεφάλαια.
См. также в других словарях:
σκευή — equipment fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευή — η, ΝΜΑ 1. εξάρτυση στρατιώτη, οπλισμός στρατιώτη (α. «σκευῇ ψιλῇ χρώμενον οὐ χαλεπὸν ἀπέφαινον», Θουκ. β. «ἡ σκευὴ τῶν ὅπλών», Θουκ.) 2. ιπποσκευή («ἱππέας πεντήκοντα καὶ διακοσίους ἄνευ τῶν ἵππων μετὰ σκευῆς», Θουκ.) νεοελλ. στρ. το σύνολο τών… … Dictionary of Greek
σκευῇ — σκευάζω prepare fut ind mid 2nd sg (doric) σκευάζω prepare fut ind act 3rd sg (doric) σκευή equipment fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεύη — σκεύ̱η , σκεῦος vessel neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σκεύ̱η , σκεῦος vessel neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευῆι — σκευῇ , σκευάζω prepare fut ind mid 2nd sg (doric) σκευῇ , σκευάζω prepare fut ind act 3rd sg (doric) σκευῇ , σκευή equipment fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευαῖς — σκευή equipment fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευαί — σκευή equipment fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευήν — σκευή equipment fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
σκεύος — ους, το / σκεῡος εος, ΝΜΑ, και μτγν. τ. πληθ. σκέα και σκεῡα Α κάθε κινητό κατασκεύασμα, όπως λ.χ. αγγείο, δοχείο, εργαλείο, έπιπλο, που είναι χρήσιμο για τις ανάγκες τού ανθρώπου (α. «τοὺς έκλεψαν όλα τα χρυσά σκεύη» β. «κἂν ἐκβάλῃ σκεῡός τι… … Dictionary of Greek
διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… … Dictionary of Greek