-
1 φαίνομαι
φαίνομαι казаться, являться φαίνομαι, φανοῦμαι / φανήσομαι, ἐφάνην -
2 φαίνομαι
(αόρ. φάνηκα)1) быть видным, виднеться; 2) появляться, показываться; έχει καιρό να φανεί από δώ он давно не появлялся здесь; 3) проявляться, выявляться, обнаруживаться (о намерениях; о недостатках); φάνηκε καλός (κακός, ανίκανος) он оказался хорошим (плохим, неспособным); φάνηκε ότι... оказалось, что...; 4) казаться, выглядеть;φαίνομαι νεώτερος παρ' ότι είμαι — выглядеть моложе своих лет;
φαίνεται εΰκολο (δίκαιο)... — кажется лёгким (справедливым)...;
5) казаться, представляться (кому-л.);μου φαίνεται ότι... — мне кажется, что...;
έτσι σού φαίνεται — тебе так кажется;
πώς σού φαίνεται; — как ты думаешь?, что ты (на это) скажешь?;
πώς σού φάνηκε; каково твоё впечатление?, как тебе показалось?;δεν μού φαίνεται — не думаю;
όπως σού φανεί как тебе будет угодно;λέγω ό, τι μού φανεί говорить всё, что взбредёт в голову; 6) απρόσ. видимо, видно, кажется; по всей вероятности;φαίνεται, ότι (πώς) θα βρέξει — кажется, будет дождь;
ως (δπως, καθώς) φαίνεται — по-видимому, видимо, вероятно; — судя по всему
-
3 φαίνομαι
φαίνωA ren.pres ind mp 1st sg -
4 φαίνομαι
pass. являюсь, показываюсь, кажусь -
5 φαίνομαι
[фэномэ] ρ являться, появляться, показываться, казаться, иметь вид. -
6 φαίνομαι
görünmek, gözükmek -
7 Φαίνομαι
apparaître -
8 φαίνομαι
paraître -
9 φαίνομαι
1) aparycja (f) rzecz.2) pojawiać czas.3) pokazywać czas.4) ukazać czas.5) ukazywać czas.6) wygląd (m) rzecz.7) wyglądać czas.8) zjawiać czas. -
10 φαίνομαι
1) vycházet2) vyjít3) vypadat -
11 φαίνομαι
1) appear2) look3) seemΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > φαίνομαι
-
12 ὑπερ-φαίνομαι
ὑπερ-φαίνομαι (s. φαίνομαι), darüber erscheinen, sich sehen lassen; ὑπερεφάνησαν τοῦ λόφου Thuc. 4, 93; ὑπερφανήσεσϑαι τῶν ἄκρων Plut. Flam. 4; auch τὰ τείχη, Dion. 39; – Nic. braucht so auch das act., Ther. 177.
-
13 ὑπ-εκ-φαίνομαι
ὑπ-εκ-φαίνομαι (s. φαίνομαι), pass., darunter, ein wenig hervorleuchten, Sp.
-
14 προς-φαίνομαι
προς-φαίνομαι, dabei, daneben erscheinen, herbei kommen u. sich zeigen, Xen. Cyr. 4, 5, 57, l. d.
-
15 παρ-επι-φαίνομαι
παρ-επι-φαίνομαι, dabei erscheinen, Sp.
-
16 παρ-εκ-φαίνομαι
παρ-εκ-φαίνομαι (s. φαίνω), daneben, an der Seite heraussehen, Galen. u. a. Sp.
-
17 περι-φαίνομαι
περι-φαίνομαι, pass., ringsum erscheinen, sich zeigen, sichtbar sein, Il. 13, 179; ἐν περιφαινομένῳ, an rings umher gesehener, hoch und frei liegender Stätte, Od. 5, 476, wie περιφαινομένῳ ἐνὶ χώρῳ h. Ven, 100, – von allen Seiten im Lichte sein, sich deutlich zeigen, Plut. de fac. orb. lun. 20 u. a. Sp.
-
18 συμ-φαίνομαι
συμ-φαίνομαι, zugleich erscheinen, Sp.
-
19 συν-απο-φαίνομαι
συν-απο-φαίνομαι (s. φαίνω), mit od. zugleich seine Meinung sagen, συναποφηναμένου κἀμοῠ τι τοιοῠτον, Aesch. 2, 42; mit beistimmen, Pol. 4, 31, 5; Strab. u. a. Sp.
-
20 συν-επι-φαίνομαι
συν-επι-φαίνομαι (s. φαίνω), mit dabei erscheinen, bei Plut. discr. ad. et am. 31 neben συνεπιφάσκω, wo Reiske συναποφαίνομαι vermuthet.
См. также в других словарях:
φαίνομαι — φαίνομαι, φάνηκα βλ. πίν. 225 (και ως απρόσ. φαίνεται) Σημειώσεις: φαίνομαι : η μτχ. χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό (το φαινόμενο) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φαίνομαι — ΝΜΑ, και ενεργ τ. φαίνω Α μέσ. 1. είμαι ή γίνομαι ορατός, διακρίνομαι (α. «δεν φαίνεται από εδώ η θάλασσα» β. «φάνεν δὲ oἱ εὐρέες ὦμοι», Ομ. Οδ.) 2. γίνομαι φανερός, φανερώνομαι 3. προβάλλω, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (α. «έχει καιρό να φανεί» β … Dictionary of Greek
φαίνομαι — φάνηκα 1. είμαι ή γίνομαι ορατός, γίνομαι θεατός, διακρίνομαι: Από εδώ φαίνεται η θάλασσα. 2. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, κάνω την εμφάνισή μου: Άργησε, δε φάνηκε ακόμη. 3. εκδηλώνομαι, δείχνομαι, προμηνύομαι: Η καλή μέρα φαίνεται από το πρωί. 4 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαίνομαι — φαίνω A ren. pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγαθοφέρνω — φαίνομαι ανόητος, ή φέρομαι σαν ανόητος, κουτοφέρνω … Dictionary of Greek
αγουροφέρνω — φαίνομαι άγουρος … Dictionary of Greek
αγριοφέρνω — φαίνομαι άγριος, αγριωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. άγριος + φέρνω] … Dictionary of Greek
ακροδείχνω — φαίνομαι λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + δείχνω] … Dictionary of Greek
ασπρουδίζω — φαίνομαι σχεδόν άσπρος … Dictionary of Greek
μαυροφέρνω — φαίνομαι μαύρος, έχω τις αποχρώσεις τού μαύρου χρώματος («σαν τα ροδοχαράματα στοιχειά, που μαυροφέρνουνε», Παλαμ.) … Dictionary of Greek
μικροδείχνω — φαίνομαι μικρότερος στην ηλικία από ό,τι είμαι … Dictionary of Greek