Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ψευδῶν

См. также в других словарях:

  • ψευδῶν — ψεῡδῶν , ψεῦδος falsehood neut gen pl (attic epic doric) ψευδής lying masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βάσερμαν, Άουγκουστ φον- — (August von Wassermann, Μπάμπεργκ 1866 – Βερολίνο 1925). Γερμανός μικροβιολόγος και ανοσολόγος. Σπούδασε στα πανεπιστήμια Μονάχου, Ερλάνγκεν, Στρασβούργου και Βιέννης. Από το 1888 εγκαταστάθηκε στο Στρασβούργο και άρχισε να εξασκεί το ιατρικό… …   Dictionary of Greek

  • αναχρονικός — ή, ό αυτός που μένει πίσω από την εποχή του, ο ξεπερασμένος, ο παρωχημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναχρονίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 από τον αρχαιολόγο και ζωγράφο Αλέξ. Φιλαδελφέα (ψευδών. Άλφας) στην εφημερίδα Ακρόπολις («αναχρονικός κριτής της… …   Dictionary of Greek

  • αντιθεΐα — η (ΜΑ ἀντιθεΐα) η λατρεία ψευδών θεών νεοελλ. 1. η ιδιότητα τού αντίθεου 2. το σύνολο τών αθεϊστικών αντιλήψεων …   Dictionary of Greek

  • απάτη — I Όρος ο οποίος στηνομική γλώσσα δηλώνει την αθέμιτη συμπεριφορά ενός υποκειμένου, η οποία οφείλεται στην πρόθεση να κατακτήσει δικαιώματα τρίτων ή να αποφύγει την εφαρμογή ενός νομικού κανόνα. Στο δίκαιο, η α. εκτός του ότι είναι συμπεριφορά… …   Dictionary of Greek

  • γεράκι — Κοινή ονομασία του γένους ιέραξ (falco), ημερόβιων αρπακτικών πτηνών της οικογένειας των ιερακιδών, που ανήκει στην τάξη των ιερακομόρφων. Τα μεγάλα ζωηρά μάτια των γ. βρίσκονται στις πλευρές της κεφαλής, ενώ το ράμφος τους είναι κοντό, ισχυρό… …   Dictionary of Greek

  • διαβουκόληση — η η παραπλάνηση με την καλλιέργεια ψευδών, φρούδων ελπίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < διαβουκολώ. Η λ. στον λόγιο τύπο, διαβουκόλησις, μαρτυρείται από το 1864 στον Αναστ. Γούδα] …   Dictionary of Greek

  • διασπορά — Ο διασκορπισμός, η διάδοση. (Βοτ.)δ. σπόρων. Η διαδικασία διασκόρπισης των σπόρων και η απελευθέρωσή τους από τους ώριμους καρπούς που τους περιέχουν. Υπάρχουν φυτά ή, ακριβέστερα, σπόροι των οποίων η δ. διευκολύνεται με τη μεσολάβηση διαφόρων… …   Dictionary of Greek

  • διαφήμιση — Κάθε ενέργεια η οποία αποβλέπει στη διάδοση πληροφοριών για εμπορικούς σκοπούς. H δ. είναι μια μορφή της γενικότερης δραστηριότητας που αναλαμβάνει τη διάδοση πληροφοριών, οι οποίες απευθύνονται σε μια ομάδα ανθρώπων με σκοπό να επηρεάσουν τη… …   Dictionary of Greek

  • κατασκευή — (Μαθημ.). Όρος που αναφέρεται κυρίως στον κλάδο της γεωμετρίας (κ. ενός σχήματος από ορισμένα γνωστά στοιχεία του) αλλά και σε άλλους κλάδους (κ. μιας λύσης μιας διαφορικής εξίσωσης). Προκειμένου για την επίλυση ενός μαθηματικού προβλήματος… …   Dictionary of Greek

  • καταψεύστης — καταψεύστης, ὁ (Α) [καταψεύδομαι] επινοητής, εφευρέτης ψευδών …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»