-
1 ψευδών
ψεῡδῶν, ψεῦδοςfalsehood: neut gen pl (attic epic doric)ψευδήςlying: masc /fem /neut gen pl (attic epic doric) -
2 ψευδῶν
ψεῡδῶν, ψεῦδοςfalsehood: neut gen pl (attic epic doric)ψευδήςlying: masc /fem /neut gen pl (attic epic doric) -
3 διά
διά, poet. [full] διαί ([dialect] Aeol. [full] ζά, q.v.), Prep. governing gen. and acc.— Rad. sense,A through; never anastroph. [Prop. δῐᾰ: but Hom. uses [pron. full] ῑ at the beginning of a line, Il.3.357, 4.135, al.: also ᾱ, metri gr., freq. in Hom., for which A. uses [full] διαί in lyr., Ag. 448, al.]A WITH GEN.I of Place or Space:1 of motion in a line, from one end to the other, right through, in Hom. freq. of the effect of weapons,διὰ μὲν ἀσπίδος ἦλθε.. ἔγχος καὶ διὰ θώρηκος.. Il. 3.357
; ;δι' ὤμου.. ἔγχος ἦλθεν 4.481
; in Prose,τιτρώσκειν διὰ τοῦ θώρακος X.An.1.8.26
; διὰ τοῦ ὀρόφου ἐφαίνετο πῦρ ib.7.4.16: also of persons, διὰ Σκαιῶν πεδίονδ' ἔχον ὠκέας ἵππους out through the Scaean gate, Il.3.263; δι' ἠέρος αἰθέρ' ἵκανεν quite through the lower air even to the ether, Il.14.288, cf. 2.458; διὰ Τρώων πέτετο straight through them, 13.755;δι' ὄμματος.. λείβων δάκρυον S.OC 1250
, etc.: also in Compos. with πρό and ἐκ, v. διαπρό, διέκ: in adverbial phrases, διὰ πασῶν (sc. χορδῶν), v. διαπασῶν: throughout,Th.
1.14; idly,Id.
4.126, etc. (cf.111.1.c).2 of motion through a space, but not in a line, throughout, ouer,ἑπόμεσθα διὰ πεδίοιο Il.11.754
;δι' ὄρεσφι 10.185
, al.; ὀδύνη διὰ χροὸς ἦλθε through all his frame, 11.398;τεῦχε βοὴν διὰ ἄστεος Od.10.118
;δι' ὁμίλου Il.6.226
, etc.;θορύβου διὰ τῶν τάξεων ἰόντος X.An.1.8.16
, cf. 2.4.26, etc.; later, in quoting an authority,ἱστορεῖ δ. τῆς δευτέρας
in the course of..,Ath.
10.438b.3 in the midst of, Il.9.468;κεῖτο τανυσσάμενος δ. μήλων Od.9.298
; between,δ. τῶν πλευρέων ταμόντα Hp.Morb.2.61
: hence, of pre-eminence,ἔπρεπε καὶ δ. πάντων Il.12.104
;τετίμακε δι' ἀνθρώπων Pi.I.4(3).37
;εὐδοκιμέοντι δ. πάντων Hdt.6.63
, cf. 1.25, etc.4 in Prose, sts. of extension, along,παρήκει δ. τῆσδε τῆς θαλάσσης ἡ ἀκτή Id.4.39
(but πέταται δ. θαλάσσας across the sea, Pi.N.6.48);λόφος, δι' οὗ τὸ σταύρωμα περιεβέβληντο X.HG7.4.22
.5 in Prose, of Intervals of Space, δ. τριήκοντα δόμων at intervals of thirty layers, i. e. after every thirtieth layer, Hdt.1.179; δ. δέκα ἐπάλξεων at every tenth battlement, Th.3.21; cf. infr. 11.3: of a single interval, δ. πέντε σταδίων at a distance of five stades, Hdt.7.30, cf. 198; δ. τοσούτου μᾶλλον ἢ δ. πολλῶν ἡμερῶν ὁδοῦ at so short a distance, etc., Th.2.29; δ. πολλοῦ at a great distance apart, Id.3.94;δ. πλείστου Id.2.97
;δι' ἐλάσσονος Id.3.51
;ὕδατα δ. μακροῦ ἀλόμενα Hp.
Aër.9, etc.II of Time,1 of duration from one end of a period to the other, throughout, δ. παντὸς [τοῦ χρόνου] Hdt.9.13;δι' ὅλου τοῦ αἰῶνος Th.1.70
;δι' αἰῶνος S.El. 1024
;δι' ἡμέρας ὅλης Ar. Pax 27
;δι' ὅλης τῆς νυκτός X.An.4.2.4
, etc.: without an Adj., δι' ἡμέρης all day long, Hdt.1.97;δ. νυκτός Th.2.4
, X.An.4.6.22 (but δ. νυκτός in the course of the night, by night, Act.Ap.5.19, PRyl.138.15 (i A. D.), etc.);δ. νυκτὸς καὶ ἡμέρας Pl.R. 343b
; δι' ἐνιαυτοῦ, δι' ἔτους, Ar.Fr.569.8, V. 1058;δ. βίου Pl.Smp. 183e
, etc.;δ. τέλους
from beginning to end,A.
Pr. 275, Pl.R. 519c, etc.: with Adjs. alone,δ. παντός
continually,A.
Ch. 862 (lyr.), etc.; δι' ὀλίγου for a short time, Th.1.77;δ. μακροῦ E.Hec. 320
;ὁ δ. μέσου χρόνος Hdt. 8.27
.2 of the interval which has passed between two points of Time, δ. χρόνου πολλοῦ or δ. πολλοῦ χρ. after a long time, Id.3.27, Ar.Pl. 1045;δ. μακρῶν χρόνων Pl.Ti. 22d
: without an Adj., δ. χρόνου after a time, S.Ph. 758, X.Cyr.1.4.28, etc.; δι' ἡμερῶν after several days, Ev.Marc.2.1; and with Adjs. alone,δι' ὀλίγου Th.5.14
;οὐ δ. μακροῦ Id.6.15
,91;δ. πολλοῦ Luc.Nigr.2
, etc.: with Numerals,δι' ἐτέων εἴκοσι Hdt.6.118
, cf. OGI56.38 (iii B. C.), etc.: but δ. τῆς ἑβδόμης till the seventh day, Luc.Hist.Conscr.21: also distributively, χρόνος δ. χρόνου προὔβαινε time after time, S.Ph. 285;ἄλλος δι' ἄλλου E.Andr. 1248
.3 of successive Intervals, δ. τρίτης ἡμέρης every other day, Hdt.2.37; δ. τρίτου ἔτεος ib.4, etc.; δ. πεντετηρίδος every four years (with inclusive reckoning), Id.3.97; δι' ἔτους πέμπτου, of the Olympic games, Ar.Pl. 584 (but δι' ἑνδεκάτου ἔτεος in the course of the eleventh year, Hdt.1.62).III causal, through, by,a of the Agent, δι' ἀλλέλων or -ου ἐπικηρυκεύεσθαι, ποιεῖσθαι, by the mouth of.., Id.1.69,6.4, cf. 1.113;δι' ἑρμηνέως λέγειν X.An.2.3.17
, etc.;τὸ ῥηθὲν ὑπὸ Κυρίου δ. τοῦ προφήτου Ev.Matt.1.22
;δι' ἑκόντων ἀλλ' οὐ δ. βίας ποιεῖσθαι Pl.Phlb. 58b
; πεσόντ' ἀλλοτρίας διαὶ γυναικός by her doing, A.Ag. 448 (lyr.);ἐκ θεῶν γεγονὼς δ. βασιλέων πεφυκώς X.Cyr.7.2.24
; δι' ἑαυτοῦ ποιεῖν τι of oneself, not by another's agency, ib.1.1.4, etc.; but also, by oneself alone, unassisted, D.15.14, cf. 22.38.b of the Instrument or Means, δ. χειρῶν by hand (prop. by holding between the hands),δι' ὁσίων χ. θιγών S. OC 470
; also δ. χερῶν λαβεῖν, δ. χειρὸς ἔχειν in the hand, Id.Ant. 916, 1258 (but τὰ τῶν ξυμμάχων δ. χειρὸς ἔχειν to keep a firm hand on, Th.2.13);δ. στέρνων ἔχειν S.Ant. 639
;ἡ ἀκούουσα πηγὴ δι' ὤτων Id.OT 1387
;δ. στόματος ἔχειν X.Cyr.1.4.25
;δ. μνήμης ἔχειν Luc.Cat.9
;αἱ δ. τοῦ σώματος ἡδοναί X.Mem.1.5.6
; δ. λόγων συγγίγνεσθαι to hold intercourse by word, Pl.Plt. 272b;δ. λόγου ἀπαγγέλλειν Act.Ap.15.27
;δι' ἐπιστολῶν 2 Ep.Cor.10.9
, POxy. 1070.15 (iii A. D.).c of Manner (where διά with its Noun freq. serves as an Adv.),δ. μέθης ποιήσασθαι τὴν συνουσίαν Pl.Smp. 176e
; παίω δι' ὀργῆς through passion, in passion, S.OT 807; δ. τάχους, = ταχέως, Id.Aj. 822, Th.1.63 (but δ. ταχέων ib.80, al.); δ. σπουδῆς in haste, hastily, E.Ba. 212; δι' αἰδοῦς with reverence, respectfully, ib. 441; δ. ψευδῶν ἔπη lying words, Id.Hel. 309; αἱ δ. καρτερίας ἐπιμέλειαι long-continued exertions, X.Mem.2.1.20; δι' ἀκριβείας, δ. πάσης ἀκρ., Pl.Ti. 23d, Lg. 876c;δ. σιγῆς Id.Grg. 450c
;δ. ξυμφορῶν ἡ ξύμβασις ἐγένετο Th.6.10
;οὐ δι' αἰνιγμάτων, ἀλλ' ἐναργῶς γέγραπται Aeschin.3.121
;δι' αἵματος, οὐ δ. μέλανος τοὺς νόμους ὁ Δράκων ἔγραψεν Plu.Sol.17
: also with Adjs., δ. βραχέων, δ. μακρῶν τοὺς λόγους ποιεῖσθαι, Isoc.14.3, Pl.Grg. 449b; ἀποκρίνεσθαι δ. βραχυτάτων ibid. d; cf. infr. IV.2 in later Prose, of Material out of which a thing is made, ; ;βρώματα δ. μέλιτος καὶ γάλακτος γιγνόμενα Ath.14.646e
;οἶνος δ. βουνίου Dsc. 5.46
.IV διά τινος ἔχειν, εἶναι, γίγνεσθαι, to express conditions or states, ἀγὼν διὰ πάσης ἀγωνίης ἔχων extending through every kind of contest, Hdt.2.91;δι' ἡσυχίης εἶναι Id.1.206
; δι' ὄχλου εἶναι to be troublesome, Ar.Ec. 888;δ. φόβου εἶναι Th.6.59
;δι' ἀπεχθείας γίγνεσθαι X.Hier.9.2
; ἡ ἐπιμέλεια δ. χάριτος γίγνεται ibid.;δ. μιᾶς γνώμης γίγνεσθαι Isoc.4.138
.b with Verbs of motion, δ. μάχης ἐλεύσονται will engage in battle, Hdt.6.9;ἐλθεῖν Th.4.92
; δ. παντὸς πολέμου, δ. φιλίας ἰέναι τινί, X.An.3.2.8; δ. δίκης ἰέναι τινί go to law with.., S.Ant. 742, cf. Th.6.60;δ. τύχης ἰέναι S.OT 773
;δι' ὀργῆς ἥκειν Id.OC 905
; ἐμαυτῷ δ. λόγων ἀφικόμην I held converse with myself, E.Med. 872; δ. λόγων, δ. γλώσσης ἰέναι come to open speech, Id.Tr. 916, Supp. 112; δ. φιλημάτων ἰέναι come to kissing, Id.Andr. 416;δ. δικαιοσύνης ἰέναι καὶ σωφροσύνης Pl.Prt. 323a
, etc.; δ. πυρὸς ἰέναι (v. πῦρ): in pass. sense, δι' ἀπεχθείας ἐλθεῖν τινι to be hated by.., A.Pr. 121 (anap.).c with trans. Verbs, δι' αἰτίας ἔχειν or ἄγειν τινά hold in fault, Th.2.60, Ael.VH9.32;δι' ὀργῆς ἔχειν τινά Th.2.37
, etc.;δ. φυλακῆς ἔχειν τι Id.7.8
; δι' οἴκτου ἔχειν τινά, δι' αἰσχύνης ἔχειν τι, E.Hec. 851, IT 683;δ. πένθους τὸ γῆρας διάγειν X.Cyr.4.6.6
; .B WITH Acc.I of Place, only Poet., in same sense as διά c. gen.:1 through,ἓξ δὲ δ. πτύχας ἦλθε.. χαλκός Il.7.247
;ἤϊξε δ. δρυμὰ.. καὶ ὕλην 11.118
, cf. 23.122, etc.; δ. τάφρον ἐλαύνειν across it, 12.62;δ. δώματα ποιπνύοντα 1.600
;ἐπὶ χθόνα καὶ δ. πόντον βέβακεν Pi.I.4(3).41
;φεύγειν δ. κῦμ' ἅλιον A.Supp.14
(anap.).2 through, among, in,οἴκεον δι' ἄκριας Od.9.400
;ἄραβος δὲ δ. στόμα γίγνετ' ὀδόντων Il.10.375
(but μῦθον, ὃν.. δ. στόμα.. ἄγοιτο through his mouth, 14.91; soδ. στόμα ὄσσαν ἱεῖσαι Hes.Th.65
;ἀεὶ γὰρ ἡ γυνή σ' ἔχει δ. στόμα Ar.Lys. 855
);δ. κρατερὰς ὑσμίνας Hes.Th. 631
; (lyr.).II of Time, also Poet.,δ. νύκτα Il.2.57
, etc.; δ. γλυκὺν ὕπνον during sweet sleep, Mosch.4.91.III causal:1 of persons, thanks to, by aid of,νικῆσαι δ... Ἀθήνην Od.8.520
, cf. 13.121;δ. δμῳὰς.. εἷλον 19.154
; δ. σε by thy fault or service, S.OC 1129, Ar.Pl. 145, cf. 160, 170: in Prose, by reason of, on account of,δ' ἡμᾶς Th.1.41
, cf. X.An.7.6.33, D.18.249;οὐ δι' ἐμαυτόν And.1.144
; so εἰ μὴ διά τινα if it had not been for..,εἰ μὴ δι' ἄνδρας ἀγαθούς Lys.12.60
;Μιλτιάδην εἰς τὸ βάραθρον ἐμβαλεῖν ἐψηφίσαντο, καὶ εἰ μὴ δ. τὸν πρύτανιν ἐνέπεσεν ἄν Pl.Grg. 516e
, cf. D.19.74;εἰ μὴ δ. τὴν ἐκείνου μέλλησιν Th.2.18
, cf. Ar.V. 558;πλέον' ἔλπομαι λόγον Ὀδυσσέος ἢ πάθαν γενέσθαι δι' Ὅμηρον Pi.N.7.21
.2 of things, to express the Cause, Occasion, or Purpose, δι' ἐμὴν ἰότητα because of my will, Il.15.41;Διὸς μεγάλου δ. βουλάς Od.8.82
; δι' ἀφραδίας for, through want of thought, 19.523;δι' ἀτασθαλίας 23.67
; δι' ἔνδειαν by reason of poverty, X. An.7.8.6; δ. καῦμα, δ. χειμῶνα, ib.1.7.6;δι' ἄγνοιαν καὶ ἀμαθίαν Pl. Prt. 360b
, etc.: freq. also with neut. Adjs., δ. τί; wherefore?; δ. τοῦτο, δ. ταῦτα on this account; δι' ὅ, δι' ἅ on which account; δ. πολλά for many reasons, etc.3 = ἕνεκα, to express Purpose, δἰ ἀχθηδόνα for the sake of vexing, Th.4.40, cf. 5.53; δ. τὴν τούτου σαφήνειαν with a view to clearing this up, Pl.R. 524c, cf. Arist.EN 1172b21; αὐτή δι' αὑτήν for its own sake, Pl.R. 367b, etc.C WITHOUT CASE as Adv. throughout, δ. πρό (v. supr. A.I.I);δ. δ' ἀμπερές Il.11.377
.D IN COMPOS.:I through, right through, of Space, διαβαίνω, διέχω, διιππεύω.II in different directions, as in διαπέμπω, διαφορέω; of separation, asunder, διαιρέω, διαλύω; of difference or disagreement, at variance, διαφωνέω, διαφέρω; or simply mutual relation, one with another, διαγωνίζομαι, διάδω, διαθέω, διαπίνω, διαφιλοτιμέομαι.III pre-eminence, διαπρέπω, διαφέρω.IV completion, to the end, utterly, διεργάζομαι, διαμάχομαι, διαπράττω, διαφθείρω: of Time, διαβιόω.V to add strength, thoroughly, out and out, διαγαληνίζω, etc.; cf. ζά.VI of mixture, between, partly, esp. in Adj., as διάλευκος, διάχρυσος, διάχλωρος, etc.VII of leaving an interval or breach, διαλείπω, διαναπαύω. (Cogn. with δύο, δίς.) -
4 διαγνωστικός
A able to distinguish,ἀληθῶν καὶ ψευδῶν λόγων S.E.P.2.229
, cf. Luc.Salt.74;δ. καὶ διακριτικός Id.Herm.69
, cf. Gal.UP5.10;δ. θεωρία Id.1.271
; δ. σημεῖα, opp. προγνωστικά, ib. 313.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαγνωστικός
-
5 εἰκαστικός
II able or liable to conjecture,ψευδῶν Ph.1.160
; τὸ εἰ. the faculty of conjecturing, Luc.Alex.22. Adv. - κῶς conjecturally, Phld. Rh.2.91 S. (dub.), Procl.in Alc.p.23 C.2 τὸ εἰ. matter of conjecture, Vett.Val.312.32.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰκαστικός
-
6 καταλαμβάνω
A (in pass.sense, A.D.Synt. 48.9), [dialect] Ion.- λάμψομαι Hdt.6.39
, [dialect] Aeol. - λᾱμψομαι dub. in Alc.Supp. 5.9 (v. λαμβάνω): [tense] pf. , etc. ( (Carpathos, iv B. C.)),- λελάβηκα Pherecyd.Syr.
ap. D.L.1.122, Hdt.3.42 (v.l. -λελαβήκεε):—[voice] Pass., [dialect] Ion. [tense] aor.- ελάμφθην Id.5.21
; (Zelea, iv B. C.): [tense] pf. in med. sense, D.S.17.85:—seize, lay hold of, c. acc.,τοῦ κατὰ νῶτα λαβών Od.9.433
, cf. Ar.Lys. 624, etc.;κατέλαβε τὴν ἀκρόπολιν Th.1.126
, cf. Hdt.5.71, Ar.Lys. 263(lyr., tm.), Isoc.4.153, etc. (metaph., τὴν τοῦ νέου τῆς ψυχῆς ἀκρόπολιν κ. Pl.R. 560b); πάντα φυλακαῖς κ. Plu.Per.33;κ. ἕδρας Ar.Ec.21
, 86; φάσκων Ποσειδῶ πρότερον Ἀθηνᾶς καταλαβεῖν αὐτήν (sc. τὴν πόλιν) Isoc.12.193; later, simply, arrive at a place, POxy. 1829 (vi A. D.), etc.:—[voice] Med., seize for oneself,τὰ πρήγματα Hdt.6.39
; τὰ ἄλλοι οὐ κατελάβοντο matters which others had not preoccupied, ib.55: freq. in Plb.,κ. λόφον 1.19.5
, al.:—[voice] Pass., of a person, ὑπὸ τοῦ θεοῦ καταληφθείς possessed, Plot. 5.8.11.2 of death, fatigue, disaster, etc.,τὸν δὲ κατ' ὄσσε ἔλλαβε.. θάνατος Il.5.82
;Ἄργον.. κατὰ μοῖρ' ἔλαβεν.. θανάτοιο Od.17.326
: c. dupl. acc., ;Δίκη καταλήψεται ψευδῶν τέκτονας Heraclit.28
; befall, overtake,συμφορὰ κ. πόλεις E.Hipp. 1161
: freq.in Hdt., ; πένθεα μεγάλα τοὺς Αἰγυπτίους κ. ibid., cf. 3.42; ὅσα φεύγοντας ἐκ τῆς πατρίδος κακὰ ἐπίδοξα καταλαμβάνειν may be expected to befall them, 4.11; : folld. by inf.,νοῦσός τινα κ. νοσῆσαι 3.149
, cf. 3.75; πρίν τι ἀνήκεστον ἡμᾶς κ. Th.4.20;κίνδυνος κ. τινά D.18.99
; rarely of good fortune,τοῦτον κατέλαβε εὐτυχίη τις Hdt.3.139
.3 seize with the mind, comprehend, Pl.Ax. 370a, Chrysipp.Stoic.2.39, Plb.8.2.6, Ev.Jo.1.5 (perh. overcome); κάλλος διὰ τῆς [ ὄψεως] Pl.Phdr. 250d;ἐκ τοῦ φάσματος ὅτι.. D.H.5.46
, cf. Arr.Epict.1.5.6:—so in [voice] Med., D.H.2.66, S.E.M.7.288;ὅτι.. Act.Ap.4.13
;τί τὸ πλάτος Ep.Eph.3.18
:— [voice] Pass., Phld.Sign.22, Mus.p.62K., Numen. ap. Eus.PE14.8.II catch, overtake, come up with,τοὺς φεύγοντας Hdt.1.63
, cf. 2.30, etc.:—[voice] Pass., Id.7.211, Plb.1.47.8.2 find on arrival, c. part.,τινὰ ζῶντα Hdt.3.10
;τὰ πλεῖστα.. προειργασμένα Th.8.65
;πάντα ἔξω Id.2.18
;ἀνεῳγμένην τὴν θύραν Pl. Smp. 174d
;τοὺς ἄρχοντας ἐξιόντας D.21.85
;τινὰ ἔνδον Pl.Prt. 311a
;τῶν φορτίων πολλὴν ἀπρασίαν D.34.8
;τι ὑπάρχον Arist.Top. 131a29
; detect,ἐπ' αὐτοφώρῳ ἐμαυτόν Pl.Ap. 22b
:—[voice] Pass., , cf. Ev.Jo.8.3, etc.;κατείληπτο σοφιζόμενος D.21.164
; to be taken by surprise, Plu.Publ.20.III impers., καταλαμβάνει τινά c. inf., it happens to one, it is one's fortune to..,καταλαμβάνει μιν φεύγειν Hdt.2.152
, cf. 3.118;καταλελάβηκέ με.. τοῦτο.. ἐκφῆναι Id.3.65
, cf. 4.105, 6.38.IV abs., πρὸς τὴν καταλαβοῦσαν συμφορήν that had befallen, Id.4.161; τὰ καταλαβόντα, = τὰ συμβάντα, what had happened, the circumstances, Id.9.49;ἢν πόλεμος καταλάβῃ Th.2.54
, cf. 18;εἰ -λαμβάνοι ἀναχώρησις Id.4.31
; τῆς νυκτὸς -λαμβανούσης as night was coming on, D.S.20.86;Χειμῶνος ἤδη -λαμβάνοντος Hdn.7.2.9
.V hold down, cover,τῇ Χειρὶ τὸν ὀφθαλμόν Pl.Tht. 165b
;τὰς Χεῖρας Plu.Sert.26
; fasten down,κ. πῶμα γόμφοις Id.2.356c
, cf. Gal.13.358 (so in [voice] Med., D.S.3.37):—[voice] Pass., to be compressed, opp. διαλύεσθαι, Arist.Pr. 870b11;τὰς φλέβας -λαμβανόμενοι Id.Somn.Vig. 455b7
.2 keep under, repress, check,κ. τινῶν αὐξανομένην τὴν δύναμιν Hdt.1.46
; κ. τὸ πῦρ get it under, ib.87;ἴσχε καὶ κ. σεωυτόν Id.3.36
; κ. τὰς διαφοράς put an end to them, Id.7.9.β; κ. ἐρίζοντας stop their quarrelling, Id.3.128: folld. by inf.,κ. τοὺς Αἰγυπτίους ταῦτα μὴ ποιέειν Id.2.162
; ὁ τῶν Περσέων θάνατος καταλαμφθεὶς ἐσιγήθη inquiries about their death being checked.., Id.5.21.b κ. τὸ πνεῦμα hold the breath, Gal.6.176, al.3 bind,κ. πίστι καὶ ὁρκίοισι Hdt.9.106
;ὅρκοις Th.4.86
, etc.:—[voice] Pass.,εἴ τινι -λέλαμμαι ὅρκῳ SIG360.41
([place name] Chersonesus); νόμοις, ἔθεσι κατειλημμένα enforced, Arist.Pol. 1324b22; ; [ τὰς σπονδὰς] ηὗρε κατειλημμένας he found the treaty concluded, Th.5.21 codd.4 compel, constrain one to do, c. inf., ἀναγκαίη μιν κ. φαίνειν forces him to bring out the truth, Hdt.3.75:—[voice] Pass., ἀναγκαίῃ καταλαμβανόμενος being constrained, Id.2.65, cf. Th.7.57.5 convict, condemn, Antipho 2.4.11; opp. ἀπολύειν, Id.4.4.9;ἐὰν καταληφθεὶς ἀποθάνω Id.2.2.9
, cf. IG12(2).526A20 (Eresus, iv B. C.); of the prosecutor, secure a conviction, Rev.Phil.1928.192 (Erythrae, v B. C.); (Teos, ii B. C.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταλαμβάνω
-
7 μεταμάθησις
A = ἡ ἐκ ψευδῶν δοξῶν εἰς ἀληθεῖς μεταβολή, Phlp. in Ph.796.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταμάθησις
-
8 συγκολλητής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκολλητής
-
9 τέκτων
A worker in wood, carpenter, joiner,τέκτονες ἄνδρες, οἵ οἱ ἐποίησαν θάλαμον καὶ δῶμα καὶ αὐλήν Il.6.315
, cf. Sapph.91;τέκτονος υἱόν, Ἁρμονίδεω.. ὂς καὶ Ἀλεξάνδρῳ τεκτήνατο νῆας ἐΐσας Il.5.59
; νηῶν, δούρων τ., Od.9.126, 17.384, cf. 19.56, 21.43; [πίτυν] οὔρεσι τέκτονες ἄνδρες ἐξέταμον πελέκεσσι Il.13.390
;τ., ὅς ῥά τε πάσης εὖ εἰδῇ σοφίης 15.411
;τ. γὰρ ὢν ἔπρασσες οὐ ξυλουργικά E.Fr. 988
, cf. A.Fr. 357, S.Fr. 474, X.Mem.1.2.37: it is freq. opp. to a smith ([etym.] χαλκεύς), Pl.Prt. 319d, R. 370d, X.HG3.4.17; to a mason ([etym.] λιθολόγος), Th.6.44, cf. Ar.Av. 1154: freq. in Inscrr., IG12.373.245, etc., and Papyri, PCair.Zen.27.3 (iii B.C.), etc.:—but also,2 generally, any craftsman or workman, κεραοξόος τ. a worker in horn, Il.4.110, cf. S.Tr. 768; rarely of metal-workers, h.Ven.12;τ. Δίου πυρὸς Κύκλωπας E.Alc.5
; sculptor, statuary, ib. 348.3 master in any art, as in gymnastics, Pi.N.5.49; of poets, τέκτονες σοφοὶ (sc. ἐπέων) Id.P.3.113;τέκτονες εὐπαλάμων ὕμνων Cratin.70
(ap.Ar.Eq. 530); τέκτονες κώμων, i.e. the χορευταί, Pi.N. 3.4; τ. νωδυνίας, i.e. a physician, Id.P.3.6; δεξιᾶς χερὸς ἔργον, δικαίας τέκτονος a true workman, A.Ag. 1406.4 metaph., maker, author, νεικέων ib. 152 (lyr.); ; γένους the author of a race, A.Supp. 594 (lyr.), cf. 283; ψευδῶν τ. Heraclit.28;ὁ γὰρ χρόνος μ' ἔκαμψε, τ. μὲν σοφός Crates Com.39
. (Cf. Skt. ták[snull ]an- 'carpenter', ták[snull ]ati, tā[snull ][tnull ]i 'form by cutting, plane, chisel, chop', Lett. test, tēst 'hew, plane', etc.: cf. τέχνη.) -
10 ψευδής
Aψεῦδος 111
; it is found in later Gr., OGI669.54 (Egypt, i A.D.), Palaeph.6, al., Gal.18(2).782); gen. sg.ψευδοῦς Id.15.168
; old [dialect] Att. acc. pl.ψευδᾶς IG12.700
: ([etym.] ψεύδομαι):— lying, false, untrue, of things, opp.ἀληθής, ψ. λόγοι Hes.Th. 229
; , E.Hipp. 1288 (anap.); τρέπεσθαι ἐπὶ ψευδέα ὁδόν to betake oneself to falsehood, Hdt.1.117; ψ. κατηγορία, αἰτίαι, false charges, Aeschin.2.183, Isoc. 15.138, Plb.5.41.3; ; , Cra. 385b: ψ. λόγοι are also fallacies, in Logic, Arist.Top. 162b3 sqq.; ἥδε ἡ ψ. οὐσία this unreal Being (sc. the world of sense), Plot.5.8.9: irreg. [comp] Sup.ψευδίστατος, εἴδη Ael.VH14.37
.2 of persons, lying, false, and as Subst., liar, (only here in Hom.; perh. ψεύδεσσι from ψεῦδος is the true accent; so Hermappias ap.Hdn.Gr.2.45 against Aristarch. and Ptol.Asc. ibid.);τοὺς θεοὺς ψευδεῖς τίθης S. Ph. 992
, cf. Ant. 657;ψ. ἔφυς E.Or. 1608
; ψ. φανήσεσθαι to be detected in falsehood, Th.4.27, cf. Pl.Tht. 148b;Κριτίαν ψευδῆ ἐπιδείξω Id.Chrm. 158d
: irreg. [comp] Sup. arrant liar,EM
110.29, cf. Eust.1441.25.3 τὰ ψευδῆ falsehoods, lies,οὐ ψευδῆ λέγω A.Ag. 625
, cf. Antipho 1.10, etc.; ;τινὰς ψ. διαβάλλειν Ar.Eq.64
;ψευδῶν συγκολλητής Id.Nu. 446
(anap.).4 ψευδέων ἀγορή, in Hp.Epid.3.1. ή, ιβ, said to be a name of the monkey-market, perhaps as being villanous counterfeits of humanity.II [voice] Pass., beguiled, deceived, E.IA 852. -
11 ἄναξ
Aϝάναξ IG4.236
([place name] Corinth), etc., cf.ϝάνακες 4.564
([place name] Argos)):—lord, master,1 of the gods, esp. Apollo,ἄγουσι δὲ δῶρα Ἄνακτι Il.1.390
, al.;ὁ Πύθιος ἄναξ A.Ag. 509
; ἄναξ Ἄπολλον ib. 513, Eu.85, etc.;ὦναξ Ἄπ. S.OT80
; ὦναξ without Ἄπολλον, Hdt.1.159, 4.150, al.; of Zeus, Hom. only in voc.,Ζεῦ ἄνα Il.3.351
, 16.233; ;ἄναξ ἀνάκτων.. Ζεῦ Id.Supp. 524
;μὰ τὸν Δία τὸν Ἄνακτα D.35.40
; Poseidon, A.Th. 130; ὦ δέσποτ' ἄναξ, of Ἀήρ, Ar.Nu. 264; of Apollo Ἀγυιεύς, Id.V. 875; ὦναξ δέσποτα, of Πλοῦτος, Id.Pl. 748; esp. of the Dioscuri, cf. Ἄνακες, Ἄνακοι; of all the gods,πάντων ἀνάκτων.. κοινοβωμίαν A.Supp. 222
, cf. Pi.O. 10(11).49.—The irreg. voc. ἄνα (q. v.) is never addressed save to gods; ὦναξ is freq. in Trag. and Com.II of the Homeric heroes, esp. of Agamemnon, as general-in-chiefἄναξ ἀνδρῶν Ἀ. Il.1.442
, al. (so Euphetes 15.532, while Ortilochos is called ):—also as a title of rank, e.g. of Teiresias, Od.11.144, 151, S.OT 284; of the sons or brothers of kings (υἱεῖς τοῦ βασιλέως καὶ οἱ ἀδελφοὶ καλοῦνται ἄνακτες Arist.Fr. 526
, cf. Isoc.9.72, Clearch. 25, and so of Creon, S.OT85, cf. 911), and esp. of kings, as Xerxes, A.Pers.5, Darius, ib. 787, cf. Ag.42, E.Ph.17, Or. 349, etc.; βασιλῆι ἄνακτι lord king, Od.20.194; of the emperors,θεοὶ ἄνακτες IG14.2012A2
, 4.1475 (Epid.).III master of the house,οἴκοιο ἄναξ Od.1.397
;ἀμφὶ ἄνακτα κύνες 10.216
; as denoting the relation of master to slave, freq. in Od.;ἄναξ, θεοὺς γὰρ δεσπότας καλεῖν χρεών E.Hipp.88
; of the Cyclops, as owner of flocks, Od.9.440.
См. также в других словарях:
ψευδῶν — ψεῡδῶν , ψεῦδος falsehood neut gen pl (attic epic doric) ψευδής lying masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βάσερμαν, Άουγκουστ φον- — (August von Wassermann, Μπάμπεργκ 1866 – Βερολίνο 1925). Γερμανός μικροβιολόγος και ανοσολόγος. Σπούδασε στα πανεπιστήμια Μονάχου, Ερλάνγκεν, Στρασβούργου και Βιέννης. Από το 1888 εγκαταστάθηκε στο Στρασβούργο και άρχισε να εξασκεί το ιατρικό… … Dictionary of Greek
αναχρονικός — ή, ό αυτός που μένει πίσω από την εποχή του, ο ξεπερασμένος, ο παρωχημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναχρονίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 από τον αρχαιολόγο και ζωγράφο Αλέξ. Φιλαδελφέα (ψευδών. Άλφας) στην εφημερίδα Ακρόπολις («αναχρονικός κριτής της… … Dictionary of Greek
αντιθεΐα — η (ΜΑ ἀντιθεΐα) η λατρεία ψευδών θεών νεοελλ. 1. η ιδιότητα τού αντίθεου 2. το σύνολο τών αθεϊστικών αντιλήψεων … Dictionary of Greek
απάτη — I Όρος ο οποίος στηνομική γλώσσα δηλώνει την αθέμιτη συμπεριφορά ενός υποκειμένου, η οποία οφείλεται στην πρόθεση να κατακτήσει δικαιώματα τρίτων ή να αποφύγει την εφαρμογή ενός νομικού κανόνα. Στο δίκαιο, η α. εκτός του ότι είναι συμπεριφορά… … Dictionary of Greek
γεράκι — Κοινή ονομασία του γένους ιέραξ (falco), ημερόβιων αρπακτικών πτηνών της οικογένειας των ιερακιδών, που ανήκει στην τάξη των ιερακομόρφων. Τα μεγάλα ζωηρά μάτια των γ. βρίσκονται στις πλευρές της κεφαλής, ενώ το ράμφος τους είναι κοντό, ισχυρό… … Dictionary of Greek
διαβουκόληση — η η παραπλάνηση με την καλλιέργεια ψευδών, φρούδων ελπίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < διαβουκολώ. Η λ. στον λόγιο τύπο, διαβουκόλησις, μαρτυρείται από το 1864 στον Αναστ. Γούδα] … Dictionary of Greek
διασπορά — Ο διασκορπισμός, η διάδοση. (Βοτ.)δ. σπόρων. Η διαδικασία διασκόρπισης των σπόρων και η απελευθέρωσή τους από τους ώριμους καρπούς που τους περιέχουν. Υπάρχουν φυτά ή, ακριβέστερα, σπόροι των οποίων η δ. διευκολύνεται με τη μεσολάβηση διαφόρων… … Dictionary of Greek
διαφήμιση — Κάθε ενέργεια η οποία αποβλέπει στη διάδοση πληροφοριών για εμπορικούς σκοπούς. H δ. είναι μια μορφή της γενικότερης δραστηριότητας που αναλαμβάνει τη διάδοση πληροφοριών, οι οποίες απευθύνονται σε μια ομάδα ανθρώπων με σκοπό να επηρεάσουν τη… … Dictionary of Greek
κατασκευή — (Μαθημ.). Όρος που αναφέρεται κυρίως στον κλάδο της γεωμετρίας (κ. ενός σχήματος από ορισμένα γνωστά στοιχεία του) αλλά και σε άλλους κλάδους (κ. μιας λύσης μιας διαφορικής εξίσωσης). Προκειμένου για την επίλυση ενός μαθηματικού προβλήματος… … Dictionary of Greek
καταψεύστης — καταψεύστης, ὁ (Α) [καταψεύδομαι] επινοητής, εφευρέτης ψευδών … Dictionary of Greek