-
1 ψευδούς
-
2 ψευδοῦς
-
3 ψεύδους
ψεύ̱δους, ψεῦδοςfalsehood: neut gen sg (attic epic doric) -
4 λοχεύτρια
λοχ-εύτρια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λοχεύτρια
-
5 σύστασις
A bringing together, introduction, recommendation, πατρικὴν ἔχων ς. Plb.1.78.1; ἡ πρός τινα ς. Id.4.82.3, cf. SIG591.62 (Lampsacus. ii B.C.), D.H.Rh.5.2, Plu.Them.27;σ. τῆς πρός τινα εὐνοίας J.AJ15
.b.7; care, guardianship, ἔτινηπίας οὔσας ([etym.] ἀπέδωκεν[]) (ii B.C.); power of attorney, PTeb.317.14 (ii A.D.), etc.2 communication between a man and a god,ταῦτα σοῦ εἰπόντος τρίς, σημεῖον ἔσται τῆς συστάσεως τόδε PMag.Par.1.209
, cf. 220,260, al., PMag.Lond.47.1,121.505.II proof, Alex.Aphr.in Metaph.12.3, 409.16; confirmation, εἰς σύστασιν [ τῶν ἀξιωμάτων] καὶ πίστιν ib.271.14;σ. καὶ πίστεις τινός Hermog. Id.1.10
;πρὸς σύστασιν καὶ ἀσφάλειαν ἐπωμοσάμην PLond.1.77.62
(vi A.D.), cf. BGU1187.31 (i B.C.).B ([etym.] συνίσταμαι) standing together, close combat, conflict,ἐν τῇ σ. μάχεσθαι Hdt.6.117
, cf. 7.167; ἡ ἐν ταῖς συμπλοκαῖς μάχη καὶ ς. Pl.Lg. 833a;ἡ ἐκ σ. μάχη Hdn.4.15.3
;ὅταν.. σύστασιν ὁ ἀγὼν ἔχῃ Plu.Demetr.16
, cf. Aem.20: metaph., disturbance in the human body,καθάρσεων καὶ συστάσεων τοῦ σώματος ἀρίστη ἡ διὰ τῶν γυμνασίων Pl. Ti. 89a
;καταστεῖλαι τὴν σ. τὴν ἀπὸ τοῦ γυμνασίου Antyll.
ap. Orib.6.26.5; σ. ὅλου τοῦ σώματος (as a plague-symptom) Ruf. ap. eund.44.17.2; ξ. τῆς γνώμης conflict of mind, intense anxiety, Th.7.71;μένος μὲν ξ. τε σῶν φρενῶν δεινή E.Hipp. 983
; soἤν τις πόνος ἢ σ. γίνηται τῷ ἀνθρώπῳ Hp.Morb.Sacr.17
vulg. (f.l. for τάσις).2 meeting, accumulation, e.g. of humours,σ. οὑγροῦ περὶ τὴν ὑπερῴην Id.Coac. 233
; of water. Thphr.CP5.14.5 (pl.), cf. D.S.3.36; of winds, ib. 51, POxy.1768.9 (iii A.D., dub.): metaph., ; combination,τραγῳδίαν.. εἶναι τὴν τούτων σ. πρέπουσαν ἀλλήλοις Id.Phdr. 268d
.3 knot of men assembled, E.Andr. 1088 (pl.), Heracl. 415 (pl.); [full] κατὰ ξυστάσεις γιγνόμενοι forming into knots, Th.2.21, cf. X. Eq.7.19.b political union, more general than ἑταιρεία or σύνοδος, Isoc.3.54, cf. D.45.67; ἐθνικαὶ ς. national unions, Plb.23.1.3;κατὰ συστάσεις κωμάζειν D.C.Fr.39.7
.II composition, structure, constitution of a person or a thing,τῶ κόσμω Ti.Locr.99d
, cf. Pl.Ti. 32c; τῶν ὡρῶν, τῆς ψυχῆς, Id.Smp. 188a, Ti. 36d; of the parts of an animal, Arist.PA 646a20, GA 744b28, al.;σώματος Sor.1.111
;τῶν ἀτόμων Epicur.Nat.35
G.; ἡ περὶ τὴν κεφαλὴν ς. Pl.Ti. 75b; φυσικὴ ς. Arist. Cat. 9b18;ἡ σ. τῆς πόλεως Id.Pol. 1295b28
, cf. 1332a30;τῶν πραγμάτων Id.Po. 1450a15
; τοῦ μύθου ib. 1452a18; abs., plot of a drama, ib. 1453a31;τὴν σ. ἔχειν ἐκ τοῦ ψεύδους Phld.Rh.1.361
S.; περὶ τρόπων συστάσεως, title of work by Chrysipp.; προσώπου ς. expression of face, Plu.Per.5.b abs., political constitution, Pl.R. 546a, Lg. 702d, etc.c χωρίον ἀμπελικὸν ἐν συστάσει ἀρουρῶν ὅσων ἐστίν consisting of.., PGiss.56.7 (vi A.D.).2 coming into existence, formation, , cf. c;πόλεων σ. καὶ φθοράς Id.Lg. 782a
; ἡ ἐξ ἀρχῆς τῶν ὅλων ς. D.S.1.7, cf. Plu.2.427b;τὴν σ. λαμβάνειν Arist.HA 547b14
, Plb.6.4.13, etc.; of a river,τὴν ἀρχὴν τῆς σ. λαμβάνειν Id.9.43.1
;σ. ἐπιβουλῆς Id.6.7.8
.3 of bodies, density or consistency, πυκνότης καὶ ς., opp. ὑγρότης καὶ διάχυσις, Thphr.Vent. 58;σ. καὶ πῆξις Plu.2.130b
; degree of solidity, consistency,σπέρμα.. τρυφερὰν ἔτι καὶ νεοπαγῆ τὴν σ. ἔχον Sor.1.46
, cf. 58; solid knot or lump, [ μαστοὶ] θρομβώδεις συστάσεις ἔχοντες ib.88;μέχρι συστάσεως ἐμπλαστρώδους ἑψηθέν Gal.11.134
, cf. 6.249, Dsc.3.7;τὰ ὑδατωδῶς ὑγρὰ πάχος καὶ σ. μηδεμίαν ἔχοντα Gal.16.761
; λεαίνεται μέχρι ς. Orib.Fr.55.4 a substance, πλάττειν ἐκ πηλοῦ ζῷον ἤ τινος ἄλλης ὑγρᾶς ς. Arist.PA 654b30, cf. Plu.2.696a; ξηραὶ ς. Arist.HA 519b19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύστασις
-
6 ψευδής
Aψεῦδος 111
; it is found in later Gr., OGI669.54 (Egypt, i A.D.), Palaeph.6, al., Gal.18(2).782); gen. sg.ψευδοῦς Id.15.168
; old [dialect] Att. acc. pl.ψευδᾶς IG12.700
: ([etym.] ψεύδομαι):— lying, false, untrue, of things, opp.ἀληθής, ψ. λόγοι Hes.Th. 229
; , E.Hipp. 1288 (anap.); τρέπεσθαι ἐπὶ ψευδέα ὁδόν to betake oneself to falsehood, Hdt.1.117; ψ. κατηγορία, αἰτίαι, false charges, Aeschin.2.183, Isoc. 15.138, Plb.5.41.3; ; , Cra. 385b: ψ. λόγοι are also fallacies, in Logic, Arist.Top. 162b3 sqq.; ἥδε ἡ ψ. οὐσία this unreal Being (sc. the world of sense), Plot.5.8.9: irreg. [comp] Sup.ψευδίστατος, εἴδη Ael.VH14.37
.2 of persons, lying, false, and as Subst., liar, (only here in Hom.; perh. ψεύδεσσι from ψεῦδος is the true accent; so Hermappias ap.Hdn.Gr.2.45 against Aristarch. and Ptol.Asc. ibid.);τοὺς θεοὺς ψευδεῖς τίθης S. Ph. 992
, cf. Ant. 657;ψ. ἔφυς E.Or. 1608
; ψ. φανήσεσθαι to be detected in falsehood, Th.4.27, cf. Pl.Tht. 148b;Κριτίαν ψευδῆ ἐπιδείξω Id.Chrm. 158d
: irreg. [comp] Sup. arrant liar,EM
110.29, cf. Eust.1441.25.3 τὰ ψευδῆ falsehoods, lies,οὐ ψευδῆ λέγω A.Ag. 625
, cf. Antipho 1.10, etc.; ;τινὰς ψ. διαβάλλειν Ar.Eq.64
;ψευδῶν συγκολλητής Id.Nu. 446
(anap.).4 ψευδέων ἀγορή, in Hp.Epid.3.1. ή, ιβ, said to be a name of the monkey-market, perhaps as being villanous counterfeits of humanity.II [voice] Pass., beguiled, deceived, E.IA 852. -
7 ψεῦδος
A v. ψευδής 1.2: ([etym.] ψεύδω):— falsehood, lie,ψεύδεα.. ἐτύμοισιν ὁμοῖα Od.19.203
, Hes.Th.27;ψεῦδός κεν φαῖμεν Il.2.81
;ψεῦδος δ' οὐκ ἐρέει Od.3.20
; εἴ τε ψεῦδος ὑπόσχεσις εἴ τε καὶ οὐκί whether the promise be a lie or no, Il.2.349; ;ψεύδεσσιν θέλγειν τινά 21.276
, cf. 23.576, Od.14.387;οὐ ψεύδεϊ τέγξω λόγον Pi.O.4.19
; ψ. ποικίλα, αἰόλον ψ., Id.O.1.29, N.8.25; ψ. γλυκύ a sweet deceit, Id.P.2.37;ψεῦδος οὐδὲν ὧν λέγω S.El. 1220
;οὐδὲν ἕρπει ψ. εἰς γῆρας χρόνου Id.Fr.62
;εἴ τι ψεῦδος εἴρηκα Antipho 3.4.2
;ψ. ἐπιφέρειν Aeschin.3.41
: ψ. λέγειν distd. fr. ψεύδεσθαι, Stoic.2.42.2 in Logic, false conclusion, fallacy,συλλογισμὸς τοῦ ψεύδους Arist.APr. 61b3
; συμβαίνει ψ. ib. 37a36:—in NT of what is opposed to religious truth, false doctrine, Ep.Rom.1.25; ποιῶν βδέλυγμα καὶ ψ., i.e. doing what is repugnant to the true faith, Apoc.21.27; of false anatomical doctrine,τὸ οἴεσθαι.. ψ. ἐστι Sor.1.17
. -
8 ἀνανεύω
A ,- νεύσω Luc.Sat.1
: [tense] aor. ἀνένευσα, etc.:— throw the head back in token of denial, make signs of refusal, opp.κατανεύω, ἐπινεύω, ὡς ἔφατ' εὐχομένη, ἀνένευε δὲ Παλλὰς Ἀθήνη Il.6.311
;ἀνένευε καρήατι 22.205
;ὀφρύσι Od.9.468
, cf. Hdt.5.51, Ar.Lys. 126, Pl. R. l. c., etc.2 c. acc. rei, deny, refuse,ἕτερον μὲν ἔδωκε πατήρ, ἕτερον δ' ἀνένευσε Il.16.250
: c. [tense] fut. inf., :—[voice] Pass., rejected,Ph.
1.146.3 later, c. gen. rei, look up from, Alciphr.3.53; go back from,ἀπὸ τοῦ ψεύδους Arr.Epict.2.26.3
.II generally, throw the head up: hence ἀνανενευκώς upright, [τὰς σαρίσας] ἀ. φέρουσι Plb. 18.13.3
, cf. 1.23.5. Astron., tilt back, of the pole, opp. κατανεύω, Eudox. Ars6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνανεύω
-
9 ἐμφάνισις
3 exhibition, production in court, Just.Nov.15.3 (pl.).4 proof, demonstration, PMasp.89.5 (vi A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμφάνισις
-
10 ἐπίμετρον
ἐπίμετρ-ον, τό,A something added to make good measure excess, Theoc.12.26, PTeb.91.11 (ii B.C.); ἐ. ποιεῖν make an increase, Thphr.CP4.13.7, Plu.2.676b; πολὺ ποιεῖ τοῦ ψεύδους ἐ. ib.503d; λόγον ἐν ἐπιμέτρῳ διατίθενται into the bargain, Plb.6.46.6;ἐξ ἐπιμέτρου λέγειν S.E.P.2.47
, cf. Gal.8.493.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίμετρον
-
11 ψεῦδος
ψεῦδος, ους, τό (Hom.+; SIG 1268, 27; Mitt-Wilck. I/2, 110 A, 18 [110 B.C.]; LXX, En, Test12Patr; ParJer 4:5; EpArist; Philo; Jos., Vi. 336; Mel., HE 4, 26, 9; Ath., R. 1 p. 48, 4 al.) a lie, falsehood. Gener. (opp. ἀλήθεια, as Pla., Hippias Minor 370e; Plut., Mor. 16a; EpArist 206; Philo; TestDan 1:3; 2:1 al.) ἀποθέμενοι τὸ ψεῦδος λαλεῖτε ἀλήθειαν Eph 4:25; cp. D 5:2; B 20:2 (here the v.l. pl. ψεύδη). In a catalogue of vices Hm 8:5; cp. Hs 9, 15, 3 (personified). The sing. used collectively τὸ ψεῦδος lies, lying (opp. ἀληθές) m 3:3; but 3:5 pl. ψεύδη.—Of God (ἀληθινὸς καὶ) οὐδὲν παρʼ αὐτῷ ψεῦδος 3:1. In contrast, lying is characteristic of the devil J 8:44 (cp. Porphyr., Abst. 2, 42 of evil divinities: τὸ ψεῦδος τούτοις οἰκεῖον=lying is their habit). For this transcendently conceived contrast betw. ψεῦδος and ἀλήθεια cp. 2 Th 2:11 (12); 1J 2:21, 27. It is said of polytheists that μετήλλαξαν τὴν ἀλήθειαν τοῦ θεοῦ ἐν τῷ ψεύδει (s. μεταλλάσσω and cp. for the use of ψεῦδος as abstract for concrete Jer 3:10; 13:25) Ro 1:25. But of the 144,000 sealed ones of Rv ἐν τῷ στόματι αὐτῶν οὐχ εὑρέθη ψεῦδος 14:5. The Lawless One appears w. τέρατα ψεύδους deceptive wonders 2 Th 2:9. ποιεῖν ψεῦδος practice (the things that go with) falsehood Rv 21:27; 22:15.—WLuther, ‘Wahrheit u. Lüge’ im ältesten Griechentum ’35.—B. 1170. DELG. M-M. TW. Sv.
См. также в других словарях:
ψευδοῦς — ψευδής lying masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψεύδους — ψεύ̱δους , ψεῦδος falsehood neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανιχνευτής ψεύδους — Συσκευή με την οποία από τις ψυχοβιολογικές αντιδράσεις του ατόμου μπορεί να διαγνωστεί αν αυτό ψεύδεται ή όχι, όταν του τίθενται συγκεκριμένες ερωτήσεις. Υπάρχουν διάφοροι τύποι συσκευών α.ψ. ανάλογα με το είδος της αντίδρασης που χρησιμοποιούν… … Dictionary of Greek
The Ladder of Divine Ascent — or Ladder of Paradise (Κλίμαξ; Scala or Climax Paradisi ) is an important work for monasticism in Eastern Christianity, composed by John Climacus in ca. AD 600, at the request of John, Abbot of Raithu, a monastery situated on the shores of the… … Wikipedia
MUSSARE — a boum voce μύ μύ, proprie de hoc animali. Virg. l. 12. Arn. v. 718. Mussantque iuvencae. Indead homines translatum, qui cum occulte et depressâ voce loquuntur, quod celatum velint, mussare dici coeperunt, Noniô teste. Varro vero a Mutorum sono… … Hofmann J. Lexicon universale
αδικο- — α συνθετικό λέξεων τόσο τής Αρχαίας όσο και τής Νεοελληνικής, που προέρχεται από το επίθετο άδικος ή και από το επίρρ. άδικα, ιδίως στη σύνθεσή του με ρήματα ή μετοχές τής Νέας Ελληνικής π.χ. αδικο γερνώ, αδικο γραμμένος, αδικο δαρμένος, αδικο… … Dictionary of Greek
αντινομία — Αντίφαση η οποία εμπεριέχεται σε ένα λογικό ή μαθηματικό σύστημα, όχι εξαιτίας ενός σφάλματος που είναι δυνατόν να αρθεί αλλά ως συνέπεια του ασυμβίβαστου των αξιωμάτων και των συντακτικών κανόνων που αποτελούν τη βάση του. Η α. δηλαδή είναι… … Dictionary of Greek
διάβολος — I Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και… … Dictionary of Greek
εμφάνιση — η (AM ἐμφάνισις) νεοελλ. 1. παρουσίαση, προσκόμιση, προσαγωγή («γραμμάτιο πληρωτέο επί τη εμφανίσει» που πρέπει να εξοφληθεί μόλις τό παρουσιάσει, τό προσκομίσει κανείς) 2. φανέρωση, παρουσία, παρουσίαση 3. αρχική εκδήλωση, πρώτη φανέρωση 4. (για … Dictionary of Greek
ενιπή — ἐνιπή, η (Α) 1. επίπληξη, επιτίμηση, παρατήρηση, κατσάδα («αἰδεσθεὶς βασιλῆος ἐνιπήν», Ομ. Οδ.) 2. ύβρις, λοιδορία, χλευασμός, εμπαιγμός («ἐπίσχετε θυμὸν ἐνιπῆς», συγκρατείστε την ψυχή σας από τον χλευασμό, Ομ. Οδ.) 3. οργή («ἐνιπαὶ ἀθανάτων»,… … Dictionary of Greek
επίμετρο — το (Α ἐπίμετρον) [επιμετρώ] 1. προσθήκη, συμπλήρωση για να ολοκληρωθεί το μέτρο 2. φρ. «εἰς ἐπίμετρον», «ἐν ἐπιμέτρῳ» επί πλέον, επιπρόσθετα νεοελλ. κεφάλαιο που προστίθεται στο τέλος συγγράμματος αρχ. αυτό που προστίθεται ως περισσό, παραπάνω… … Dictionary of Greek