Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

φαντασίαν

См. также в других словарях:

  • φαντασίαν — φαντασίᾱν , φαντασία appearing fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • мьчьтъ — МЬЧЬТ|Ъ (45), А с. 1.Воображение, представление: Мании... новаго завѣта ˫ако бл҃гѹ б҃ѹ рекше приходить, и мечтомь и ча˫аниѥмь Х(с)ѹ сѹщю знаменаваѥть. (κατὰ φαντασίαν) ГА XIII–XIV, 196б; б҃а бо никтоже видѣ коли по сущьству. непостижимъ по мечту… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • CONTEMPLATIO — apud Solin. c. 37. Siderites a contemplatione ferri nihil dissonat; similitndo est, vel effigies: Siderites enim ferro similis est, ait Plin. l. 35. c. 10. Sic in praecedent. de pantheris, tradunt odore earum, et contemplatione armenta mire… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κατοπτρικός — ή, ό (Α κατοπτρικός, ή, όν) [κάτοπτρον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κάτοπτρο (α. «κατοπτρικά όργανα» β. «κατοπτρικό φασματόμετρο» γ. «κατοπτρικήν εἶναι φαντασίαν τοῡ ἡλίου, τὰς αὐγάς πρὸς τὸν οὐρανὸν ἀνακλῶντος», Πλούτ.) 2. το θηλ. ως… …   Dictionary of Greek

  • μπαίνω — (Μ μπαίνω και μπαίννω και ἐμπαίνω και ἐμπαίννω) 1. εισέρχομαι («και μπαίνει μέσα στη σπηλιά κι αποκοιμιέται», Γρυπ.) 2. (σχετικά με όχημα) επιβιβάζομαι («μπήκαν στο βαπόρι») 3. προσλαμβάνομαι σε υπηρεσία, διορίζομαι («μπήκε στην τράπεζα») 4.… …   Dictionary of Greek

  • παραπροσδέχομαι — Α δέχομαι, αποδέχομαι απερίσκεπτα («χάσκοντες πᾱσαν φαντασίαν παραπροσδεχόμεθα», Αρρ. Επικτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + προσδέχομαι «αποδέχομαι»] …   Dictionary of Greek

  • πληκτικός — ή, ό / πληκτικός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που προκαλεί πλήξη, ο ανιαρός (α. «πληκτικός άνθρωπος» β. «πληκτική παράσταση» γ. «πληκτικό μέρος» δ. «τῆ ὀσμῇ πληκτικόν», Διοσκ.) αρχ. 1. ο κατάλληλος να πλήξει, να χτυπήσει («πληκτικὴ δύναμις», Επίκ.) 2. ο… …   Dictionary of Greek

  • στοχανδόν — Α επίρρ. σύμφωνα με εικασία, κατά φαντασίαν, υποθετικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < στόχος, πιθ. μέσω αμάρτυρου *στοχαίνω + επιρρμ. κατάλ. δόν (πρβλ. ἀναφαν δόν)] …   Dictionary of Greek

  • υποβολή — (από το ρήμα υποβάλλω, βάζω κάτω από άλλον, βάζω κάτι στην κρίση ανωτέρου μου, υπαγορεύω κάτι, εξαναγκάζω κάποιον να υποστεί την επιρροή μου). Υ. υπάρχει όταν προτείνουμε ή εισηγούμαστε μια ιδέα ή μια πράξη σε άλλον. Στο θέατρο λέγεται η… …   Dictionary of Greek

  • υποχονδρία — (Ιατρ.). Νευρασθενικό σύνδρομο που δημιουργεί στον ασθενή την έμμονη ιδέα ότι πάσχει από κάτι. Περιγράφεται, για πρώτη φορά, με όλα τα συμπτώματά του, από τον Γαληνό ο οποίος και πρώτος χρησιμοποίησε τη λέξη υ., επειδή πίστευε, όπως και οι… …   Dictionary of Greek

  • υπόσταση — η / ὑπόστασις, άσεως, ΝΜΑ 1. το να υπάρχει κάτι, ύπαρξη 2. (κυρίως) πραγματική ύπαρξη, πραγματικότητα (α. «τα λόγια του δεν έχουν υπόσταση» β. «φαντασίαν μὲν ἔχειν πλούτου, ὑπόστασιν δὲ μή», Αρτεμίδ.) 3. ουσία, φύση («ἡ τοῡ γεώδους ὑπόστασις»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»