Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τύλους

См. также в других словарях:

  • τύλους — τύλος callus masc acc pl τυλόω make knobby imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύλος — ο, ΝΜΑ ιατρ. περιγεγραμμένη υπερκεράτωση τού δέρματος, συνήθως τών άκρων, οφειλόμενη σε συνεχή τοπική πίεση, κάλος (α. «έβγαλα τύλους στα χέρια» β. «γονάτων τύλους», Ευστ. γ. «ἐν ταῑς χερσὶ τύλους ἔχοντα», Δίων Χρ.) νεοελλ. 1. η καμπούρα τής… …   Dictionary of Greek

  • δίτυλος — η, ο (Α δίτυλος, ον) (για την καμήλα) αυτός που έχει δύο τύλους, ύβους …   Dictionary of Greek

  • περίτυλος — ον, Α 1. (για μέρος τού σώματος) γεμάτος τύλους, κάλους 2. το αρσ. ως ουσ. φρ. «περίτυλος κρανέϊνος» ξύλινο περίζωμα διακοσμημένο με εξογκώματα σαν κεφάλια καρφιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + τύλος «σκληρό εξόγκωμα, ρόζος»] …   Dictionary of Greek

  • τυληρός — ά, όν, Α αυτός που έχει τύλους, κάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύλη + κατάλ. ηρός (πρβλ. τολμ ηρός)] …   Dictionary of Greek

  • τυλοφθόρος — α, ο, Ν 1. αυτός που φθείρει, που εξαλείφει τους τύλους 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τυλοφθόρα (φαρμ.) ουσίες που μαλακώνουν ή διαλύουν την κεράτινη στιβάδα τού δέρματος και χρησιμοποιούνται για την εξάλειψη τών κάλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύλος +… …   Dictionary of Greek

  • τυλωτός — ή, όν, Α [τυλῶ] (κυρίως για ρόπαλο) γεμάτος τύλους, γεμάτος κόμπους («ῥόπαλα τυλωτά», Ηροδ.) …   Dictionary of Greek

  • τυλόεις — εσσα, εν, Α αυτός που είναι γεμάτος τύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύλη / τύλος + κατάλ. όεις*] …   Dictionary of Greek

  • τυλώδης — ες / τυλώδης, ῶδες, ΝΜΑ [τύλη/τύλος] όμοιος με τύλο, με κάλο (α. «τυλώδες εξόγκωμα» β. «ὥσπερ ἐν σκληρᾷ σαρκὶ καὶ τυλώδει», Πλούτ.) νεοελλ. 1. γεμάτος τύλους («τυλώδες χέρι») 2. φρ. «τυλώδες έλκος» ιατρ. έλκος με παλιά και σκληρά χείλη, λόγω… …   Dictionary of Greek

  • τυλώνω — τυλῶ, όω, ΝΜΑ [τύλη/τύλος] νεοελλ. γεμίζω κάτι έως επάνω, υπερπληρώνω («τήν τύλωσε» [ενν. την κοιλιά] έφαγε μέχρι σκασμού) 2. μτφ. καθιστώ μια γυναίκα έγκυο, γκαστρώνω μσν. αρχ. καθιστώ κάτι τυλώδες, τό γεμίζω με τύλους, σκληρύνω («τυλοῑ τὸ στόμα …   Dictionary of Greek

  • τύλων — ωνος, ὁ, Α αυτός που έχει δέρμα γεμάτο τύλους, γεμάτο κάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύλη + κατάλ. ων, ωνος (πρβλ. γάστρ ων)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»