-
61 scrape
[skreip] 1. verb1) (to rub against something sharp or rough, usually causing damage: He drove too close to the wall and scraped his car.) ξύνω,(ξε)γδέρνω2) (to clean, clear or remove by rubbing with something sharp: He scraped his boots clean; He scraped the paint off the door.) καθαρίζω ξύνοντας3) (to make a harsh noise by rubbing: Stop scraping your feet!) τρίβω με τραχύ ηχο,τρίζω4) (to move along something while just touching it: The boat scraped against the landing-stage.) περνώ ξυστά5) (to make by scraping: The dog scraped a hole in the sand.) ανοίγω με τα νύχια2. noun1) (an act or sound of scraping.) ξύσιμο,γρατσούνισμα2) (a mark or slight wound made by scraping: a scrape on the knee.) γδάρσιμο,ξέγδαρμα3) (a situation that may lead to punishment: The child is always getting into scrapes.) μπλέξιμο•- scraper- scrape the bottom of the barrel
- scrape through
- scrape together/up -
62 ἐμβάλλω
1 trans.a cast upon c. acc. & dat.ἄγαλμ' Ἀίδα, ξεστὸν πέτρον, ἔμβαλον στέρνῳ Πολυδεύκεος N. 10.68
b plunge into c. acc. & dat.ἐμβάλλων τ' ἐριπλεύρῳ φυᾷ κέντρον αἰανὲς P. 4.235
c inflict πολλὰ δ' ἕλκἐ ἔμβαλλε, νωμῶν τραχὺ ῥόπαλον fr. 111. 2.d implant in c. acc. & dat., met.ἐν δ' ἀρετὰν ἔβαλεν καὶ χάρματ ἀνθρώποισι προμαθέος αἰδώς O. 7.44
e cast upon met., offer to εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε (Benedictus: ἔβαλε codd.) N. 7.122 intrans., c. dat.,a attackἁλίαισιν πρύμναις Τήλεφος ἔμβαλεν O. 9.73
b set oneself to c. dat.κάρυξε δ' αὐτοῖς ἐμβαλεῖν κώπαισι P. 4.201
-
63 νωμάω
a ply, guide, wielda of chariot driving. “ ἁνία τ' ἀντ ἐρετμῶν δίφρους τε νωμάσοισιν” P. 4.18ἁνία τ' ἀλλοτρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ ἐθέλω ἐναρμόξαι μιν ὕμνῳ I. 1.15
II of weapons. “ θαέομαι σαφὲς δράκοντα ποικίλον αἰθᾶς Ἀλκμᾶν' ἐπ ἀσπίδος νωμῶντα” P. 8.47 πολλὰ δ' ἕλκἐ ἔμβαλλε νωμῶν τραχὺ ῥόπαλον (Vulcanius, Π: ἔμβαλλεν ὦμον codd.: sc. Ἡρακλέης?) fr. 111. 2.III met., guide, govern νώμα δικαίῳ πηδαλίῳ στρατόν (sc. ὦ Ἱέρων) P. 1.86b dispenseἀργυρέαισι δὲ νωμάτω φιάλαισι βιατὰν ἀμπέλου παῖδ N. 9.51
c dub., [ νωμᾶ πάσαις (codd. contra metr.: νεῖμ' ἁπάσαις Hermann) I. 2.22] -
64 ῥόπαλον
1 club νωμῶν τραχὺ ῥόπαλον (? sc. Ἡρακλέης) fr. 111. 3. -
65 τραχύς
τρᾱχύς (-ύς, -εῖ; -εῖα, -εῖαν, -ειᾶν; -εῖ, -ύ.)1 rougha of thingsλίθῳ τραχεῖ O. 8.55
τραχεῖαν ἄνευθε λιπὼν ἐγχέων ἀκμάν P. 1.10
νωμῳν τραχὺ ῥόπαλον fr. 111. 3. met., harsh, bitter, “ τραχεῖαν ἑρπόντων πρὸς ἔπιβδαν” P. 4.140τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο τεσσάρων ἀνδρῶν ἐρήμωσεν μάκαιραν ἑστίαν I. 4.17
μὴ πταίσῃς ἐμὰν σύνθεσιν τραχεῖ ποτὶ ψεύδει (“nempe ut saxo,” Boeckh) fr. 205. 3.b of peis., stubborn τὺ δὲ (sc. Ἡσυχία) — τραχεῖα δυσμενέων ὑπαντιάξαισα κράτει pr. P. 8.10 cf.εἰ δέ τις ἀρκέων φίλοις ἐχθροῖσι τραχὺς ὑπαντιάζει Pae. 2.32
μαλακὰ μὲν φρονέων ἐσλοῖς, τραχὺς δὲ παλιγκότοις ἔφεδρος N. 4.96
νικῶντί γε χάριν οὐ τραχύς εἰμι καταθέμεν i. e. I am ready N. 7.76 -
66 грубый
επ., βρ: груб, -а, -о.1. τραχύς, άγριος, αδρός, χοντροειδής, χοντροφτιαγμένσς•-ая мебель χοντροειδές έπιπλο•
-ая работа χοντροδουλειά•
-ые черты лица τα αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου•
-ая кожа τραχύ δέρμα, τραχεία επιδερμίδα.
2. τραχύς, άγαρμπος•грубый голос άγαρμπη φωνή.
3. ανάγωγος, αγενής, αγροίκος•грубый человек αγροίκος άνθρωπος•
-ое обращение ανάγωγη συμπεριφορά.
4. μεγάλος, χοντρός•-ая ошибка χοντρό λάθος•
-ое нарушение дисциплины μεγάλη παραβίαση της πειθαρχίας•
-ая ложь χοντρό ψέμα.
-
67 плахта
-ы θ.ύφασμα τραχύ, σκουτί. -
68 λεῖος
A smooth to the touch, [ αἴγειρος] Il.4.484;λ. ὥσπερ ἔγχελυς Ar.Fr. 218
, cf. Eup.338; χῆμαι, χηραμβίς, PCair.Zen.82.12 (iii B.C.), Hsch.s.v. χήμη; τὰ τραχέα καὶ τὰ λ. X.Mem.3.10.1; freq. in Pl., Cra. 414b, al., Arist.Cat. 10a17, etc.; also, of cloths, smooth, plain, not embroidered,ὑφαντά τε καὶ λ. Th.2.97
;λ. ὕφασμα Pl.Plt. 310e
; λεῖα ἐκπεποιημένα worked smooth, of marble, IG12.372.134; also λεία ἐργασία ib.372.165; unsculptured,Ἀθήνης ἕδος Call.Fr.105.4
; of plate, unembossed,φιάλαι IG11(2).161
B27 (Delos, iii B.C.), Inscr.Délos 442 B78 (ii B.C.).2 in Hom., chiefly of level places or countries,λεῖος δ' ἱππόδρομος ἀμφίς Il.23.330
; ἐν λείῳ πεδίῳ ib. 359;λ. ὁδός Od.10.103
, Hes.Op. 288 (ap. X., Pl., etc., ὀλίγη codd.);λ. ἄροσις Od.9.134
; λεῖα δ' ἐποίησεν made a smooth place, Il.12.30;πεδίον λ. Hdt.2.29
;χωρίον λειότατον Id.7.9
.β; ἡ -οτάτη τῶν ὁδῶν Id.9.69
; λ. θάλασσα a smooth sea, Id.2.117;λ. χώρα καὶ ἄξυλος X.Ath. 2.12
; λ. βάσεις flat feet, Gal.6.856.b c. gen., χῶρος.. λεῖος πετράων smooth (i.e. free) from rocks, Od.5.443, 7.282.3 smoothskinned, without hair, of animals, Arist.HA 582b35, LXX Ge.27.11; -ότατον τῶν ζῴων ἐστὶν ἄνθρωπος Arist.HA 583a6
; esp. of youths, smooth-chinned, beardless (cf. λείαξ), Theoc.5.90, cf. AP12.13 (Strat.); also, of fish, smooth,ἱππίδια Epich.44
; opp. λεπιδωτοί, Arist.HA 505a26; [ γαλεός] the smooth shark, Mustelus laevis, ib. 565b2, Opp.H.1.380;τὸ λ. Hp.Epid.3.14
, 6.3.16; λείη ὑπόστασις a smooth or uniform sediment, Id.Coac. 462; [γάλα] λ. καὶ ὁμαλὸν καὶ συνεχὲς ἑαυτῷ Sor. 1.91
.4 metaph., smooth, soft, ; of the sound of the voice, Pl.Plt. 307a, Ti. 67b, Phlb. 51d;διάλεκτος Phld.Po.Herc. 994.36
; of the taste, Ti.Locr.100e sq.; alsoλ. μῦθοι A.Pr. 647
; [τὸ] ἥμερόν τε καὶ λ. [τοῦ ἤθους] Pl.Cra. 406a; λ. πάθημα, opp. τραχύ, Id.Ti. 63e;λ. κινήματα τῆς σαρκός Epicur.Fr. 411
; λ. κίνησις, Cyrenaic phrase for ἡδονή, D.L.2.86, cf. Luc.Par.10, Alex.Aphr.in Top.94.32;λ. ἡσυχίη AP7.278
(Arch. Byz.); ὡς -οτέρου ἐλέους ὑπάρξοντος (sed leg. τελειοτέρου) Plb.20.9.11; τὸ λ., = λειότης, τῆς ἑρμηνείας D.H. Lys.24;τὸ λ. καὶ ὁμαλὲς τῆς συνθέσεως Demetr.Eloc.48
. Adv. λείως smoothly, gently, Pl.Tht. 144b, Plu.2.384a;καί με κωτίλλοντα λ. τραχὺν ἐκφανεῖν νόον Sol.
ap. Arist.Ath.12.3.II rubbed or ground down, Dsc.1.3, al., PHolm.19.39; cf.λειόω 11
: λεῖον, τό, fine sand, Inscr.Délos 500 A9 (iii B.C.). (Prob. λειϝος, cf. Lat. lēvis.) -
69 προσκνάομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσκνάομαι
-
70 στράφω
-
71 στρυφνός
A sour, harsh, astringent, Pl.Ti. 65d, X. Hier.1.22, Thphr.HP3.12.4, Gal.6.68,450;τὸ σ. συνάγεν τὰν γεῦσιν πέφυκε Ti.Locr.101c
;σ. μῆλα Antiph.188
; βόλβα (because served with vinegar, etc.) Luc.Epigr.46;οἶνος Dsc.5.6
;γάλα Sor.1.91
;μᾶζα Hsch.
;στρυφνοῦ καὶ αὐστηροῦ τὸ κοινὸν γένος ὀνομάζεται στῦφον Gal.6.475
; τὸ ς. defined as more στῦφον than τὸ αὐστηρόν, ib.778, 15.641.II metaph. of temper or manner, harsh, austere,σ. ἦθος Ar.V. 877
, Arist.HA 491b16;ἄνθρωποι X.Cyr.2.2.11
([comp] Comp.); οἱ ς. Arist.EN 1157b14; ἐν τοῖς σ. καὶ πρεσβυτικοῖς ib. 1158a2; . Adv.-νῶς, ἐχθροῖς προσφερόμεθα Eust.931.45
.2 of style, harsh, austere, D.H.Amm. 2.2; τὸ τραχὺ καὶ ς. (v.l. στριφνόν) Id.Comp.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρυφνός
-
72 τραγικός
A of or like a goat, goatish, in this sense first in later authors, as Plu.Pyrrh.11, Luc.DDeor.22.1; in a double sense,τὸ ψευδὲς τραχὺ καὶ τ.
goatlike and tragic,Pl.
Cra. 408c.II commonly, of or for tragedy, tragic,χοροί Hdt.5.67
; σκευή, σκηνή, etc., Pl.R. 577b, X.Cyr.6.1.54, etc.;τ. ποιηταί Aeschin.3.231
, cf. SIG692.32 (Delph., ii B. C.); τ. αὐλητής, συναγωνισταί, OGI51.62, 56 (Ptolemais, iii B. C.); τ. ἀνήρ, = τραγῳδός 111, Pl.Phd. 115a; soοἱ τ. Arist.Rh. 1415a18
(but ὁ τ. specially of Euripides, Ph.2.53, 469; he is called- ώτατος τῶν ποιητῶν Arist.Po. 1453a29
); σπουδὴ τ. the seriousness of tragedy, Pl.Lg. 838c; τ. λῆρος tragic trumpery, Ar.Ra. 1005; ἡ τ. ποίησις serious poetry (cf.τραγῳδία 11
), Pl.R. 602b;ἡ τ. Arist.Rh. 1403b22
;τὰ τ. Pl.R. 595c
, Phdr. 269a.2 generally, tragic, stately, majestic, ;τ. γάρ ἐστιν ἡ ἀπόκρισις Pl.Men. 76e
;διὰ τὸ σεμνὸν καὶ τ.
pathos,Arist.
Rh. 1406b8, cf. Po. 1456a21, Pr. 918a10.3 in bad sense, pompous,εἴσοδος Plb.5.26.9
, cf. Plu.2.330a, Luc.Im.21; ranting, D.18.313: prov., τ. πίθηκος, ἐπὶ τῶν παρ' ἀξίαν σεμνυνομένων, Hsch.III Adv. - κῶς in tragic or stately style,τ. λέγειν Pl.R. 413b
, 545e;ἵνα σοι καὶ -ώτερον λαλῶ Men.531.8
;- ώτερον ποιεῖν Luc.Pisc.39
, cf. Hist.Conscr.16; - ώτερον οἰκεῖν to be housed in stately fashion, Plu.Publ.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραγικός
-
73 τραχεόστρακος
A = τραχυ-, Eust.1485.37.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραχεόστρακος
-
74 τραχύς
τρᾱχ-ύς, εῖα, ύ: [dialect] Ep. and [dialect] Ion. [full] τρηχύς, fem. -εῖα, -εῖαν, -είης, neut. -ύ (Hom. (v. infr.), Hes.Op. 291, Theoc.25.74); in [dialect] Ion. Prose fem. τρηχέᾰ, acc. τρηχέᾰν, gen. τρηχέης, dat. τρηχέῃ (imperfectly preserved in codd.; in Hdt.4.23, 9.122, codd. ABCP have τρηχέη, -έην, -έης, RSV have -εῖα, -εῖαν, -είης; for codd. Hp. v. Kühleweinip. lxxxvi); τρηχείην (before conson.) Simon. 89 codd., A.R.2.375 codd.; τρηχείης (as pr. n.) Hippon.47; gen. pl. neut.Aἐρίων.. τρηχείων GDI 5633.14
([place name] Teos); dual in Trag. τραχεῖ, Ion Trag.67:—jagged,λίθος Il. 5.308
; χαλινοί, opp. λεῖοι, X.Eq.9.9, cf. 10.6;τ. καὶ γωνιοειδής Thphr. Sens.65
; prickly, ἄκανθαι, ἄκανθα, Plu.2.32e, 138d (both [comp] Sup.); rugged, ἀκτή, ἀταρπός, Od.5.425, 14.1; as epith. of Ithaca, 9.27, 10.417; soγῆ λιθώδης καὶ τρηχέα Hdt.4.23
; Χερσονήσου τῆς Τρηχέης καλεομένης, of the Crimea, ib.99; and freq. in Trag. and [dialect] Att. of rocky districts, A.Pr. 726, E.Fr. 1083; τὰ τραχέα, τὰ τραχύτατα, X.Cyn.4.10, Plu.Flam.4;τ. καὶ χαλεπὴ ὁδός Pl.R. 328e
; also, rough,γλῶσσα Hp.Morb.2.63
; ἔρια GDI l. c., PCair.Zen.287.2 (iii B. C.); σφόγγοι ib.12.56 (iii B. C.); χῆμαι ib.82.12 (iii B. C.); σινδόνες (towels, opp. μαλακαί) Gal.6.418; χερσὶ μὴ πάνυ μαλακαῖς, ὥσπερ αὖ μηδὲ τραχείαις, ἀνατρίβειν τὸ σῶμα ib.417;τὰ τ. κατὰ τὰς ἀνωμαλίας ἀλλήλοις ἐμπλεκόμενα ἑνοῦται, τὰ δὲ λεῖα κτλ. Diocl.Fr.26
;βλέφαρα Sor. 2.16
, PTeb. 273 intr. (ii/iii A. D.); shaggy, τὰ κάτωθεν τ. καὶ τραγοειδής, of Pan, Pl.Cra. 408d, cf. 420e;λάσιον καὶ τ. [τὸ κέαρ].. ἔχοντες Id.Tht. 194e
; τ. σώματα, opp. λεῖα, X.Mem.3.10.1; of the voice, harsh, Pl.Ti. 67c, etc.; esp. of the voice of boys, when it breaks,μεταβάλλειν ἐπὶ τὸ -ύτερον Arist.HA 581a18
;τὸ τ. τῆς φωνῆς Plu. Mar.14
; and of a person,τῇ φωνῇ τ. X.An.2.6.9
; also τραχυτάτη γλῶσσα (cf. τραχύστομος) Str.14.2.28; of sounds and their combinations, harsh, opp. λεῖος, σύνθεσις, διάλεκτος, Phld.Po.Herc.994.32,36:—on τραχεῖα ἀρτηρία, v. ἀρτηρία.2 of battle and conflict, ;νιφὰς πολέμοιο Pi.I.4(3).17(35)
, cf. Simon.89;φάλαγγες Tyrt.12.22
.3 of natural forces, (anap.);- ύτερα τὰ νοσήματα ἀπεργάζεσθαι Pl.Ti. 84c
; of a river, Plu.Alex. 60, etc.;ἄελλαι A.R.1.1078
.4 of persons, their acts, feelings, or conditions, rough, harsh, savage,τ. ἔφεδρος Pi.N.4.96
; οὐ τ. εἰμι καταθέμεν I am not niggardly in paying, ib.7.76;Ἡσυχία Id.P.8.10
;ἅπας δὲ τ. ὅστις ἂν νέον κρατῇ A.Pr.35
, cf. 188 (anap.), 326;δικαστὴς τ. εἶ Id.Ag. 1421
;τ. γε.. δῆμος Id.Th. 1049
;τ. καὶ τεθηγμένους λόγους Id.Pr. 313
;τ. ὀργή E.Med. 447
;λεῖον καὶ τ. πάθημα Pl.Ti. 63e
;νόμοι τραχύτατοι Id.Lg. 864c
; τὸ τ. τοῦ ἤθους, τοῦ νόμου, Id.Cra. 406a, R. 452c;- ύτερα πράγματα Isoc.7.18
; εὐνομίη τραχέα λειαίνει smooths the rough places, Sol.4.35.II Adv. τρᾱχέως, [dialect] Ion. τρηχέως, rare in the literal sense, roughly,τ. ὑλακτεῖν Plu.Arat.8
; neut. as Adv.,τρηχὺ φωνῇ ἠπείλει Theoc.25.74
;θάλασσα τραχὺ βοᾷ AP5.179
(Mel.).2 of men's acts, τρηχέως περιέπειν τινά handle roughly, Hdt.1.73, 114; τραχέως ἔχειν to be rough, harshly disposed, Isoc.3.33; τινι D.19.45;- ύτερον ἄρχειν Isoc.3.55
;τ. ἀποκρίνεσθαι Plu.Phoc.21
, etc.; τ. φέρειν take hardly, Id.Lys.15; rarely τραχυτέρως, Pl.Clit. 406a;περιέφθησαν τρηχύτατα Hdt.6.15
. (Prob. cogn. with θράσσω, cf. ἐνθράσσω.) -
75 τροπαλόν
τροπαλόν· τραχύ, Hsch. (i. e. τροχαλόν· ταχύ).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροπαλόν
-
76 ἀπόφυλλον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόφυλλον
-
77 ἀστυλάζει
ἀστυλάζει· λυπεῖ μετὰ κλαυθμοῦ, Hsch. [full] ἀστυλίς· φυτόν, ὅθεν ὁ ἰξός, Id. [full] ἀστυλόν· τὸ τραχὺ ἱμάτιον, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστυλάζει
-
78 ἀσχέλιον
ἀσχέλιον· τραχύ (Cret.), Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσχέλιον
-
79 ἄρακος
II neut., ἄ. τὸ τραχὺ καὶ σκληρόν, a variety which grew as a weed among lentils, Thphr.HP8.8.3.III Tyrrhen. word for ἱέραξ, Hsch. -
80 Ὄθρυς
См. также в других словарях:
τραχύ — τρᾱχύ , τραχύς jagged masc voc sg τρᾱχύ , τραχύς jagged neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχύς — ιά, ύ / τραχύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, θηλ. και τραχεία Ν, και ιων. τ. τρηχύς και τ. θηλ. τρηχέα Α 1. ανώμαλος στην αφή, αυτός που δεν έχει λεία και ομαλή επιφάνεια (α. «τραχύ δέρμα» β. «τραχιά ακτή» γ. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. δ. «γῆ... λιθώδης... καὶ… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
τραχύς, -ιά, -ύ — επίρρ. ιά 1. ανώμαλος στην αφή, όχι λείος, ζαρωμένος: Τραχύ δέρμα. 2. σκληρός, δύσκαμπτος: Τραχύ κρέας. 3. μτφ., απότομος, βάναυσος, αγροίκος: Τραχιά συμπεριφορά. 4. κοπιαστικός, δύσκολος, ζόρικος: Τραχύ έργο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
ενδόπλασμα — Το εσωτερικό στρώμα του κυτταροπλάσματος που βρίσκεται κοντά στον πυρήνα στα κύτταρα των ζώων και των φυτών και είναι περισσότερο έκδηλο στα πρωτόζωα και σε ορισμένα κύτταρα των ιστών (π.χ. ινοβλάστες). Το ε. ονομάζεται και μορφόπλασμα γιατί… … Dictionary of Greek
ορεχθώ — ὀρεχθῶ, έω (Α) (αμφβλ. σημ.) 1. (για ζώο που σφάζεται) εκβάλλω τραχύ ήχο από τον λάρυγγα κατά την αγωνία τού θανάτου («βόες... ὀρέχθεον ἀμφὶ σιδήρῳ σφαζόμενοι», Ομ. Ιλ.) 2. (κατ άλλη ερμ.) εκτείνομαι, τεντώνομαι κατά την αγωνία τού θανάτου 3.… … Dictionary of Greek
Θιβέτ — (θιβετιανά Μποντιούλ, κινεζικά Τσαγκ ΤαγκΞιζάγκ). Ιστορική και γεωγραφική περιοχή (1.220.000 τ. χλμ., 2.620.000 κάτ. το 2000), η οποία από το 1951 αποτελεί αυτόνομη περιοχή της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Πρωτεύουσα είναι η Λάσα. Η περιοχή… … Dictionary of Greek