Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λείαξ

См. также в других словарях:

  • λείαξ — λείαξ, και κατά τον Ησύχ., λίαξ, ακος, ὁ (Α) αμούστακο αγόρι, παιδί που μόλις άρχισε να βγάζει γένια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + επίθημα αξ (πρβλ. λάβρ αξ)] …   Dictionary of Greek

  • λεῖαξ — λείαξ beardless boy masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίαξ — λίαξ, ὁ (Α) λείαξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Για το ι τού τ. βλ. λειανός] …   Dictionary of Greek

  • λείος — α, ο (Α λεῑος, λεία, λεῑον) 1. ομαλός στην επιφάνεια, αυτός δεν είναι τραχύς στην αφή, απαλός (α. «έχει πολύ λείο δέρμα» β. «αἴγειρος ὥς, ἥ... ἐν εἱαμενῇ ἕλεος μεγάλοιο πεφύκῃ λείη», Ομ. Ιλ.) 2. στιλπνός, γυαλιστερός 3. (για τη θάλασσα) ατάραχος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»