-
1 είσοδος
είσοδος η1) вход, вхождение;2) Μικρά Είσοδος η — Малый вход: а) вход с кадилом, б) вход с Евангелием. Вход с кадилом бывает во все великие вечерни, совершаемые отдельно или как части Всенощного Бдения и Литургии Преждеосвященных Даров. Вход с Евангелием бывает на Литургиях Иоанна Златоустого и Василия Великого после третьего антифона перед пением Трисвятого. Символизирует явление Господа Иисуса Христа на проповедь;3) Μεγάλη Είσοδος η — Великий вход – перенесение преждеосвященных или приготовленных святых Даров с жертвенника на престол на Литургии во время пения Херувимской песни и других заменяющих ее песнопений. Символизирует шествие Господа Иисуса Христа на страдание, смерть и погребение -
2 είσοδος
-
3 εἴσοδος
-
4 εἴσοδος
εἴσοδος, ου, ἡ (Hom. et al.; ins, pap, LXX, TestSol; GrBar 4:15 [Christ.]; Just., Mel.)① place of entering, entrance (Od. 10, 90 et al.; Herm. Wr. 1, 22. So mostly ins, pap; Judg 1:24f; 4 Km 23:11; Jos., Bell. 5, 220, Ant. 15, 347) of Christ μία εἴσοδός ἐστι πρὸς τὸν κύριον (this) is the only entrance to the Lord Hs 9, 12, 6 (εἴς. πρός w. acc. as Philo, Fuga 183).② act of arriving at a destination, entrance, access (Hdt. 1, 118; X., Hell. 4, 4, 7; EpArist 120; Philo, Deus Imm. 132; Jos., Bell. 5, 346; 1 Km 29:6; Ps 120:8; PsSol) τῶν ἁγίων (s. ἅγιος 2b) (in) to the sanctuary Hb 10:19. As festive metaphor, εἰς τὴν αἰώνιον βασιλείαν 2 Pt 1:11. Abs. πρὸ προσώπου τῆς εἰσόδου αὐτοῦ before his coming Ac 13:24 (cp. Mal 3:1).③ act of finding acceptance, acceptance εἴσοδον ἔχειν πρός τινα receive a welcome fr. someone 1 Th 1:9; cp. 2:1 (cp. the Lat. pap POxy 32, 14 [II A.D.] ideo peto a te ut habeat introitum at te=therefore I ask that he be granted the right of admittance to you; Dssm., LO 164 [LAE 198] and M-M. s.v.; M. Ant. 5, 19 τὰ πράγματα … οὐδ. ἔχει εἴσοδον πρὸς ψυχήν); but εἴ. can also mean visit (Eur., Andr. 930, 952) here.—M-M. TW. -
5 εισοδος
ион. и староатт. ἔσοδος ἥ1) вход(ἀραιή Hom.; τοῦ ἱροῦ Her.; μίαν ἔχειν εἴσοδον Arst.; μάχεσθαι περὴ τῆς εἰσόδου Plut.)
2) право входа(παρὰ βασιλῆα Her.)
3) проникновение(ἥ εἴ. τοῦ ἀέρος ἀναπνοέ καλεῖται Arst.)
4) прибытие, поступление5) приход, посещение(τινος Eur., Lys.)
6) поступления, доход(εἴ. καὴ ἔξοδος Polyb.)
-
6 εἴσοδος
A entrance:I place of entrance, entry, Od. 10.90, Hdt.1.9, etc. ; ἐσόδους Φοίβου the entrance to his temple, E. Ion 104 (anap.); of a mountain-pass,ἡ διὰ Τρηχῖνος ἔ. ἐς τὴν Ἑλλάδα Hdt.7.176
; in a theatre, entrance for the Chorus, Ar.Nu. 326, Av. 296, v. Sch.; entrance-door of a court of justice, Arist.Ath.63.2, etc.: metaph., καλῶν ἔσοδοι paths to glory, Pi.P.5.116.II entering, entrance,εἴ. παρασχεῖν X.HG4.4.7
, etc.: pl., A.Eu.30.2 entrance into the lists to contend in the games, ἱππείαν ἔ.(cf. εἰσέρχομαι II) Pi.P.6.50 ; also ἡ εἴ. τῆς δίκης εἰς τὸ δικαστήριον the introduction of it, Pl.Cri. 45e.5 study, investigation, Vett. Val.259.7; ἀκροθιγεῖς τὰς εἰσόδους ποιήσασθαι ib. 222.11 ; also, method, ib.108.19.III that which comes in, revenue, opp. ἔξοδος, Plb.6.13.1, cf. IG14.423 ([place name] Tauromenium), 5(I).1390.64 ([place name] Andania), PPetr.3p.151.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἴσοδος
-
7 είσοδος
η1) вход (действие и место);απαγορεύεται η είσοδος — вход воспрещён;
είσοδος δωρεάν — бесплатный вход;
μη στέκεσαι στην είσοδο — не стой у входа;
είσοδος του λιμένος — вход в порт;
2) вступление; поступление (куда-л.);είσοδ στην ακαδημία (στην ιατρική εταιρεία) — вступление в академию (в общество врачей);
είσοδος στη βουλή — избрание членом парламента;
3) доступ;4) переход (в другое состояние, к другой теме и т. п.); наступление (какой-л. поры); вступление (в какуюлибо пору);είσοδ στο χειμώνα — наступление зимы;
είσοδος στην εφηβική ηλικία — вступление в юношеский возраст;
5) стоимость входного билета;πόσο είναι η είσοδος στο θέατρο; — сколько стоит билет в театр?;
6) (постоянный) пропуск (на зрелищные мероприятия);έχω μιά είσοδο γιά τη διάλεξη — иметь разрешение на посещение лекции;
έχω ελεφθέρα είσοδο σ' όλα τα θέατρα — иметь постоянный пропуск во все театры
-
8 εἴσοδος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > εἴσοδος
-
9 είσοδος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > είσοδος
-
10 εἴσοδος
1. вход; 2. вхождение.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > εἴσοδος
-
11 εἴσοδος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > εἴσοδος
-
12 είσοδος
[исодос] ουσ. Θ. вход,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > είσοδος
-
13 εἴσοδος
-ου + ἡ N 2 1-25-12-4-10=52 Gn 30,27; Jos 13,5; JgsA 1,24.25; JgsB 1,14place of entrance Jgs 1,24; entrance hall, vestibule 2 Kgs 23,11; entering, entrance 1 Sm 29,6; that which comes in, influx Is 66,11Cf. HUSSON 1983a, 65-72; →NIDNTT; TWNT -
14 είσοδος
[исодос] ουσ θ вход. -
15 είσοδος
влезГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > είσοδος
-
16 είσοδος
1) admission2) entrée -
17 είσοδος
1) dopuszczenie (n) rzecz.2) dostęp (m) rzecz.3) przyjęcie (n) rzecz.4) wejście (n) rzecz.5) wjazd (m) rzecz.6) wstęp (m) rzecz. -
18 είσοδος
1) nastoupení2) přijetí3) připuštění4) přístup5) vchod6) vjezd7) vstup8) vstupné -
19 είσοδος
1) admission2) admittance3) entrance4) entryΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > είσοδος
-
20 girilme
είσοδος
См. также в других словарях:
εἴσοδος — entrance fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
είσοδος — η (AM εἴσοδος) 1. το μέρος, το σημείο όπου μπαίνει κανείς σ έναν χώρο («είσοδος τού δικαστηρίου», «είσοδος λιμανιού») 2. εισόδημα, έσοδο 3. δωρεάν άδεια, δικαίωμα εισόδου σε κλειστό χώρο θεάματος ή ακροάματος («έχει ελεύθερη είσοδο σε όλα τα… … Dictionary of Greek
είσοδος — η πληθ. οι και ες 1. το μπάσιμο, το έμπα: Απαγορεύεται η είσοδος. 2. το μέρος απ όπου μπαίνει κανείς σε κάποιο χώρο, η μπασιά: Στεκόταν στην είσοδο της πολυκατοικίας. 3. η συμμετοχή για πρώτη φορά σε κάποιο οργανωμένο σύνολο ανθρώπων: Είσοδος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰσόδοις — εἴσοδος entrance fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσόδου — εἴσοδος entrance fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσόδους — εἴσοδος entrance fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσόδων — εἴσοδος entrance fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσόδῳ — εἴσοδος entrance fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴσοδοι — εἴσοδος entrance fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴσοδον — εἴσοδος entrance fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek