Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὀλίγη

См. также в других словарях:

  • ὀλίγη — ὀλίγος little fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλίγῃ — ὀλίγος little fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δόσις δ’ὀλίγη τε φίλη τε! — См. Не дорог подарок, дорога любовь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ὀλίγηι — ὀλίγῃ , ὀλίγος little fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • не дорог подарок, дорога любовь — (иноск.) важно внимание, а не ценность подарка: не что/, а как даешь Ср. Пиво не диво и мед не хвала; А всему голова, что любовь дорога . Ср. Мне не дорог твой подарок, дорога твоя любовь. В. Александров. Ср. You gave with words of so sweet… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Не дорог подарок, дорога любовь — Не дорогъ подарокъ, дорога любовь (иноск.) важно вниманіе, а не цѣнность подарка: не что̀, а какъ даешь. Ср. «Пиво не диво и медъ не хвала; А всему голова, что любовь дорога». Ср. Мнѣ не дорогъ твой подарокъ, дорога твоя любовь. В. Александровъ.… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ευπελής — εὐπελής, ές (Α) 1. εύκολος, ελαφρός 2. (δ. ερμ.) πράος, ήρεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πελής (< πέλομαι «γίνομαι, υφίσταμαι»), πρβλ. ολιγη πελής] …   Dictionary of Greek

  • πίδακας — ο / πῑδαξ, ΝΑ νεοελλ. 1. φυσική πηγή που εξακοντίζει προς τα πάνω το νερό εξαιτίας τής πιέσεως 2. τεχνητή πηγή που με ειδική συσκευή εκτοξεύει το νερό προς τα πάνω και έτσι δημιουργεί διάφορα σχήματα που χρωματίζονται φαντασμαγορικά με ειδικές… …   Dictionary of Greek

  • παραφίνη — Μείγμα υδρογονανθράκων, γενικά αλαφατικών, που περιέχουν 20 40 άτομα άνθρακα. Το όνομά τους οφείλεται στην ελλιπή χημική δραστικότητά τους, που εκφράστηκε με το λατινικό όρο parum afflnis (ολίγη συγγένεια). Επειδή πρόκειται για μείγμα, η π. δεν… …   Dictionary of Greek

  • πνοή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πνοά, επικ. τ. πνοιή, λυρ. τ. πνοιά Α 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού πνέω, φύσημα 2. αύρα, άνεμος (α. «η θερμή πνοή τού ανέμου τής χάιδευε το πρόσωπο» β. «πνοαί δ ἀπὸ Στρυμόνος μολοῡσαι», Αισχύλ.) 3. αναπνοή (α. «είχεν πνοή… …   Dictionary of Greek

  • στενολεσχία — ἡ, Α [στενολέσχης] (κατά τον Ησύχ.) «μικρολογία, λεπτολογία, ὀλίγη ὁμιλία» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»