-
1 διάλεκτος
διάλεκτος, ου, ἡ (s. διαλέγομαι; Aristoph., Hippocr. et al.; LXX, TestJob 48ff; Just., A I, 33, 7; Tat.) language of a nation or a region (so Aristot., Probl. 10, 38 p. 895a, 6 τοῦ ἀνθρώπου μία φωνή, ἀλλὰ διάλεκτοι πολλαί; Polyb. 1, 80, 6; 3, 22, 3; 39, 1, 3; Diod S 1, 37, 9; Plut., Mor. [Apophth.] 185f Περσικὴ δ.; SIG 1267, 30; IAndrosIsis, Kyme 31 pl.; IMaronIsis 27 sg.; PGM 13, 139; 444; 699; Esth 9:26; Da 1:4; Philo, Mos. 2, 38, Jos., C. Ap. 1, 180 al.—AThumb, Hdb. d. griech. Dialekte 1909, 22f; RMunz, Über γλῶττα u. διάλεκτος: Glotta 11, 1921, 85–94) Ac 1:19; 2:6, 8 (unless in these two last verses a regional variety of a language is meant); 21:40; 22:2; 26:14; Papias (2:16). δ. τινὶ παρηλλαγμένῳ Dg 5:2.—B. 1261. Frisk, and DELG s.v. λέγω. M-M. TW. Sv. -
2 διαλεκτος
ἥ1) речьδ. ἥ τῆς φωνῆς τῇ γλώττῃ διάρθρωσις (sc. ἐστί) Arst. — речь есть расчленение голоса посредством языка
2) произношение(διὰ τῶν ῥινῶν Arst.)
3) разговор, беседа(πρὸς ἀλλήλους Plat.)
4) (тж. ὅ τρόπος τῆς διαλέκτου Arst.) речевая манера, стиль(τὸ ἐμὸν βάδισμα ἢ δ. Dem.)
5) (национальный или племенной) язык(τοῦ ἀνθρώπου μία φωνή, ἀλλὰ διάλεκτοι πολλαί Arst.; εἰδέναι τὰς ἑκάστων διαλέκτους Polyb.; τῶν Ἑλλήνων δ. Diod.)
6) говор, наречие, диалект7) областное слово или выражениеΓαυγάμελα σημαίνειν δέ, φασιν, οἶκον καμήλου τέν διάλεκτον Plut. — говорят, что на местном (т.е. персидском) наречии «Гавгамелы» означает «дом верблюда»
-
3 διάλεκτος
διάλεκτοςdiscourse: fem nom sg -
4 διάλεκτος
-
5 διάλεκτος
{сущ., 6}диалект, наречие, язык, речь, говор, произношение.Ссылки: Деян. 1:19; 2:6, 8; 21:40; 22:2; 26:14.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > διάλεκτος
-
6 διάλεκτος
{сущ., 6}диалект, наречие, язык, речь, говор, произношение.Ссылки: Деян. 1:19; 2:6, 8; 21:40; 22:2; 26:14.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > διάλεκτος
-
7 διάλεκτος
διά-λεκτος, ἡ, (1) Gespräch, Unterredung; übh. Sprache, Rede; ἐν τῇ διαλέκτῳ, in der gewöhnlichen Rede; περὶ τοῦ ἐμοῦ βαδίσματος ἢ τῆς διαλέκτου, oder über meine Art zu reden. (2) φωνῆς χαρακτὴρ ἐϑνικός, Redeweise eines Stammes od. Volkes im Ggstz zu einer anderen Mundart; bes. bei Gramm., die im Griechischen διάλεκτος Ἰάς, Ἀτϑίς, Δωρίς, Αἰολίς u. κοινή unterscheiden -
8 διαλεκτός
η, όν см. διαλεχτός -
9 διάλεκτος
диалект, наречие, язык, речь, говор, произношение.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > διάλεκτος
-
10 διαλεκτός
[дьялэктос] εκ. отборный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διαλεκτός
-
11 διάλεκτος
[дьялэктос] ουσ. В. диалект.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διάλεκτος
-
12 διάλεκτος
-ου + ἡ N 2 0-0-0-2-0=2 Est 9,26; DnLXX 1,4Cf. MUNZ 1921, 86-94; →MM -
13 διαλεκτός
[дьялэктос] επ отборный. -
14 διάλεκτος
[дьялэктос] ουσ θ диалект. -
15 διάλεκτος
διάλεκτ-ος, ἡ,A discourse, conversation, Hp.Art.30;θεοῖς πρὸς ἀνθρώπους Pl.Smp. 203a
; discussion, debate, argument, Id.Tht. 146b; opp. ἔρις, Id.R. 454a.II speech, language, Ar.Fr. 685;καινὴν δ. λαλῶν Antiph. 171
; δ. ἀμνίου, opp. τὰ ἔνδον δράκοντος, Hermipp.3; articulate speech, language, opp. φωνή, Arist.HA 535a28;τοῦ ἀνθρώπου μία φωνή, ἀλλὰ διάλεκτοι πολλαί Id.Pr. 895a6
; but also, spoken, opp. written language, D.H.Comp.11.2 the language of a country, Plb.1.80.6, D.S.5.6, etc.: esp. dialect, as Ionic, Attic, etc., Diog.Bab.Stoic.3.213, D.H.Comp.3, S.E.M.1.59, Hdn.Gr.2.932; also, local word or expression, Plu.Alex.31.2 pl., modes of expression, Epicur.Ep.1p.24U.IV style, πανηγυρική, ποιητικὴ δ., D.H.Comp.23,21: esp. poetical diction, Phld.Po. 2 Fr.33, al.V of musical instruments, quality, 'idiom', Arist. de An. 420b8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάλεκτος
-
16 διάλεκτος
lingoΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > διάλεκτος
-
17 diyalekt
διάλεκτος. -
18 διαλέκτοις
διάλεκτοςdiscourse: fem dat pl -
19 διαλέκτου
διάλεκτοςdiscourse: fem gen sg -
20 διαλέκτους
διάλεκτοςdiscourse: fem acc pl
См. также в других словарях:
διάλεκτος — discourse fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάλεκτος — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… … Dictionary of Greek
διάλεκτος — η η γλωσσική διαφοροποίηση μιας γλώσσας από τόπο σε τόπο, το γλωσσικό ιδίωμα: Η ποντιακή διάλεκτος ήταν η γλώσσα των προγόνων μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαλεκτός — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… … Dictionary of Greek
τσακωνική διάλεκτος — Η διάλεκτος των σημερινών Τ. είναι ιδιόρρυθμη, με πολλά αρχαϊκά στοιχεία. Είναι η μόνη από τις νεοελληνικές διαλέκτους η οποία δεν προέρχεται από την αττική, όπως όλες οι άλλες, αλλά απευθείας από τη λακωνική, της οποίας αποτελεί συνεχή και… … Dictionary of Greek
παμφυλιακή διάλεκτος — Η διάλεκτος της αρχαίας Π., κράμα αρχαϊκών και δωρικών λέξεων καθώς και βαρβαρικών της Μικράς Ασίας. Πολλοί γλωσσολόγοι την εντάσσουν στην ομάδα των αχαϊκών διαλέκτων, στην οποία ανήκε και η αρχαία αρκαδική και η κυπριακή. Άλλοι πάλι τη θεωρούν… … Dictionary of Greek
ποντιακή διάλεκτος — Bλ. λ. Πόντος … Dictionary of Greek
αμχαρική ή αμαρική γλώσσα — Διάλεκτος που ομιλείται στην επαρχία Αμχάρα της Αιθιοπίας. Η διάδοσή της άρχισε τον 13ο αι. μ.Χ. και γρήγορα υποκατέστησε την αιθιοπική, που χρησιμοποιείται τώρα μόνο στους εκκλησιαστικούς ύμνους. Η α. είναι, μαζί με την αραβική, η πιο… … Dictionary of Greek
διαλέκτοις — διάλεκτος discourse fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλέκτου — διάλεκτος discourse fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλέκτους — διάλεκτος discourse fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)