-
1 τραχυ
-
2 τραχύ
τρᾱχύ, τραχύςjagged: masc voc sgτρᾱχύ, τραχύςjagged: neut nom /voc /acc sg -
3 τρᾱχυ-στομέω
τρᾱχυ-στομέω, 1) einen harten Mund haben, hartmäulig sein. – 2) eine harte Aussprache haben, Strab.
-
4 τρᾱχυ-στομία
τρᾱχυ-στομία, 1) Hartmäuligkeit. – 2) harte Aussprache, Eust.
-
5 τρᾱχυ-φωνέω
τρᾱχυ-φωνέω, eine rauhe Stimme haben, Eustath.
-
6 τρᾱχυ-φωνία
τρᾱχυ-φωνία, ἡ, rauhe Aussprache, Eust. 629, 30.
-
7 τρᾱχυ-όστρακος
τρᾱχυ-όστρακος, mit rauher, harter Schale, Arist. H. A. 4, 4 bei Ath. III, 88 a, Ggstz μαλακόστρακος.
-
8 τρᾱχυ-βατέω
τρᾱχυ-βατέω, auf rauhem, felsigem Boden gehen, Hippocr.
-
9 τρᾱχυ-δέρμων
τρᾱχυ-δέρμων, ονος, mit hartem Felle, Epicharm. bei Ath. VII, 286 c.
-
10 τρᾱχύ-πους
τρᾱχύ-πους, ποδος, mit rauhen Füßen, Arist. H. A. 5, 13.
-
11 τρᾱχύ-στομος
τρᾱχύ-στομος, 1) mit, von hartem Munde, hartmäulig. – 2) von harter Aussprache, Strab.
-
12 τρᾱχύ-φωνος
τρᾱχύ-φωνος, mit rauher, harter Stimme; D. Sic. 5, 31; Luc. Fugit. 27.
-
13 τρᾱχύ-φλοιος
τρᾱχύ-φλοιος, mit rauher, unebner Rinde, Theophr.
-
14 τρᾱχύ-δερμος
τρᾱχύ-δερμος, = Folgdm; Arist. bei Ath. VII, 305 e; Tzetz. ad Lycophr. 340.
-
15 τρᾱχύ-λογος
τρᾱχύ-λογος, rauh redend, von harter Aussprache, Polem. physiogn. 1, 6, l. d.
-
16 τρᾱχυδέρμων,
τρᾱχυ-δέρμων, u. τρᾱχύ-δερμος, ονος, mit hartem Felle -
17 τρᾱχύδερμος
τρᾱχυ-δέρμων, u. τρᾱχύ-δερμος, ονος, mit hartem Felle -
18 τραχυβατέω
A walk on rough, rocky ground, Hp.Ep. 17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραχυβατέω
-
19 τραχύδερμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραχύδερμος
-
20 τραχυδέρμων
A rough-skinned, Epich.59.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τραχυδέρμων
См. также в других словарях:
τραχύ — τρᾱχύ , τραχύς jagged masc voc sg τρᾱχύ , τραχύς jagged neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχύς — ιά, ύ / τραχύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, θηλ. και τραχεία Ν, και ιων. τ. τρηχύς και τ. θηλ. τρηχέα Α 1. ανώμαλος στην αφή, αυτός που δεν έχει λεία και ομαλή επιφάνεια (α. «τραχύ δέρμα» β. «τραχιά ακτή» γ. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. δ. «γῆ... λιθώδης... καὶ… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
τραχύς, -ιά, -ύ — επίρρ. ιά 1. ανώμαλος στην αφή, όχι λείος, ζαρωμένος: Τραχύ δέρμα. 2. σκληρός, δύσκαμπτος: Τραχύ κρέας. 3. μτφ., απότομος, βάναυσος, αγροίκος: Τραχιά συμπεριφορά. 4. κοπιαστικός, δύσκολος, ζόρικος: Τραχύ έργο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
ενδόπλασμα — Το εσωτερικό στρώμα του κυτταροπλάσματος που βρίσκεται κοντά στον πυρήνα στα κύτταρα των ζώων και των φυτών και είναι περισσότερο έκδηλο στα πρωτόζωα και σε ορισμένα κύτταρα των ιστών (π.χ. ινοβλάστες). Το ε. ονομάζεται και μορφόπλασμα γιατί… … Dictionary of Greek
ορεχθώ — ὀρεχθῶ, έω (Α) (αμφβλ. σημ.) 1. (για ζώο που σφάζεται) εκβάλλω τραχύ ήχο από τον λάρυγγα κατά την αγωνία τού θανάτου («βόες... ὀρέχθεον ἀμφὶ σιδήρῳ σφαζόμενοι», Ομ. Ιλ.) 2. (κατ άλλη ερμ.) εκτείνομαι, τεντώνομαι κατά την αγωνία τού θανάτου 3.… … Dictionary of Greek
Θιβέτ — (θιβετιανά Μποντιούλ, κινεζικά Τσαγκ ΤαγκΞιζάγκ). Ιστορική και γεωγραφική περιοχή (1.220.000 τ. χλμ., 2.620.000 κάτ. το 2000), η οποία από το 1951 αποτελεί αυτόνομη περιοχή της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Πρωτεύουσα είναι η Λάσα. Η περιοχή… … Dictionary of Greek