-
61 αὐτοματοποιητική
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοματοποιητική
-
62 αὐτόματος
αὐτό-μᾰτος, η, ον, Hom. and [dialect] Att.; ος, ον Hes.Op. 103, Arist.GA 762a9, Philetaer. 1 D., Hp.EP19 in Hermes 53.65.1 of persons, acting of one's own will, of oneself,αὐ. δέ οἱ ἦλθε Il.2.408
;αὐ. φοιτῶσι Νοῦσοι Hes.Op. 103
;αὐ. ἥκω Ar.Pl. 1190
, cf. Th.6.91, D.S.2.25, etc.2 of inanimate things, self-acting, spontaneous, of the gates of Olympus,αὐτόμαται δὲ πύλαι μύκον οὐρανοῦ Il.5.749
; of the tripods of Hephaistos, which ran of themselves,ὄφρα οἱ αὐτόματοι.. δυσαίατ' ἀγῶνα 18.376
, cf. Pl.Com.188;ὅπλα.. αὐ. φανῆναι ἔξω προκείμενα τοῦ νηοῦ Hdt.8.37
;τὰ αὐ.
marionettes,Arist.
GA 734b10, Hero Aut. passim: generally, spontaneous, ;ἔπαινος Epicur. Sent.Vat.64
.3 of natural agencies,ὁ ποταμὸς αὐ. ἐπελθών
of itself,Hdt.
2.14; of plants, growing of themselves,αὐ. ἐκ τῆς γῆς γίνεται Id.3.100
;αὐ. φύεσθαι Id.2.94
, Thphr.Fr.171.11;κύτισος αὐ. ἔρχεται Cratin.98.8
: metaph.,αὐτόματα πάντ' ἀγαθὰ.. ποριζεται Ar. Ach. 976
, cf. Cratin.160; of philosophers,αὐ. ἀναφύονται Pl.Tht. 180c
.4 of events, happening of themselves, without external agency,αὐ. δεσμὰ διελύθη E.Ba. 447
; αὐ. θάνατος natural death, D. 18.205;κόποι αὐ.
not to be accounted for externally,Hp.
Aph.2.5;ἀπό τινος αἰτίας αὐτομάτης Pl.Sph. 265c
; without visible cause, accidental, opp. ἀπὸ πείρης, Hdt.7.9.γ.II αὐτόματον, τό, accident,τὸ αὐ. αἰτιᾶσθαι Lys.6.25
;σε ταὐ. ἀποσέσωκε Men.Epit. 568
;διὰ τὸ αὐ. Arist.Ph. 195b33
;τὸ αὐ. ἀγαπῶντες Id.Ath.8.5
; τῷ αὐ., opp. τέχνῃ, Id.Metaph. 1070a7: most freq. in the form ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου orἀπὸ ταὐτομάτου, ἀποθανέειν ἀπὸ τοῦ αὐ. Hdt.2.66
, cf. Th.2.77, Pl. Ap. 38c, al., Arist.Po. 1452a5, al., Men.Pk.31;ἐκ τοῦ αὐ. X.An.1.3.13
; τὸ Αὐ. personified, Ath.Mitt.35.458 (Pergam.); .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόματος
-
63 αὐτοπωλικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοπωλικός
-
64 αὐτουργικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτουργικός
-
65 βαλανευτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαλανευτικός
-
66 βαναυσικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαναυσικός
-
67 βασιλικός
A royal, kingly,ποιέεις οὐδαμῶς -κά Hdt.2.173
;β. γένος A.Pr. 869
; β. [μοναρχία] Pl.Plt. 291e; opp. τυραννικός, Arist.Pol. 1285b3; βασιλικοὶ ἀπέβησαν proved themselves truly kingly, Plb.8.10.10;βασιλικόν [ἐστι] πράττειν μὲν εὖ, κακῶς δ' ἀκούειν Arr.Epict.4.6.20
;ἦθος β. X. Oec.21.10
;τὸ β. Id.Cyr.1.3.18
: βασιλική (sc. τέχνη), ἡ, art of ruling, Andronic.Rhod.p.574M.: [comp] Comp.- ώτερος Herm.
ap. Stob.1.49.45, Jul.Or.2.54d: [comp] Sup.βασιλικώτατος καὶ ἄρχειν ἀξιώτατος X.An.1.9.1
, cf. Isoc.2.29;- ωτάτη χάρις Plu.Alex.21
. Adv.-κῶς, παρών
as a king, with kingly authority,X.
Cyr.1.4.14;β. ἄρχειν Arist.Pol. 1259b1
.2 of or belonging to a king, οἱ β. the king's friends or officers, Plb.8.12.10; ἐγκλήματα β. charges of high-treason, Id.25.3.1; ὀφειλήματα β. debts to the king, ib.3;β. πρόσοδοι PPetr.3p.56
; γραμματεύς (cf. 11.1 ) Wilcken Chr.233.2 (ii B.C.), etc.;γεωργοί PTeb.5.200
(ii B.C.), etc.; ὁδὸς β. the king's highway, LXXNu.20.17, PPetr.3p.65(iii B.C.); μὴ εἶναι β. ἀτραπὸν ἐπὶ γεωμετρίαν no royal road, Euc. ap.Procl.in Euc.p.68F.;β. νόμος OGI483.1
, Ep.Jac.2.8; αἱ β. βίβλοι the books of Kings, Ph.1.427.b β. κύμινον, = ἄμι, Dsc.3.62.II as Subst.,1 βασιλικός (sc. γραμματεύς), ὁ, official in Egyptian νομοί, POxy.1219.15 (iii A. D.).b (sc. οἶκος) basilica, CIG2782.25 ([place name] Aphrodisias).d (sc. ἀστήρ) = βασιλίσκος v, Cat.Cod.Astr.7.201.23.2 βασιλικὴ στοά hall divided into aisles by columns, IG12(3).326.18 ([place name] Thera), Str.5.3.8 (pl.); β. alone, OGI511.15 ([place name] Aezani), Lat. basilica, Vitr.5.1.4,6.3.9, cf. Plu.Publ.15, Cat.Mi.5, App.BC2.26.3 βασιλικόν (sc. ταμιεῖον), τό, treasury, εἰς τὸ β. ἀπομετρῆσαι, τελεῖν, PSI4.344.17 (iii B.C.), D.S.2.40, etc.;ὀφείλειν PRev.Laws5.1
, al.; royal bank, OGI90.29 ([place name] Rosetta), PRein.13.19, al., BGU830.18 (i A. D.).b (sc. δῶμα) palace, D.C. 60.4.d (sc. φάρμακον) name for various remedies, = τετραφάρμακον, Gal.12.601; of other compounds, ibid.; a plaster, Id.13.184; an eyesalve, Id.12.782 (also -κός, ὁ, a bandage, Id.18(1).777).e (sc. φυτόν) basil, Ocimum basilicum, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βασιλικός
-
68 βαφικός
A fit for dyeing,κόκκος Dsc.Eup.1.37
;βοτάνη Luc.Alex.12
: - κή (sc. τέχνη), ἡ, art of dyeing, Ph.1.353, Plu.2.228b, PRyl.98.2 (ii A. D.).II βίβλοι βαφικαί, in Alchemy, books on gilding and silvering, Ps.-Democr. ap. Syn.Alch.p.57 B.; καῦσις β. Zos.Alch.p.208B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαφικός
-
69 βελοποιΐα
βελο-ποιΐα, ἡ,A manufacture of missiles, Hero Bel.72.6, Poll.7.156: —also [suff] βελο-ποιϊκή (sc. τέχνη), ἡ, Hero Bel.74.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βελοποιΐα
-
70 βίαιος
A forcible, violent: Adj. once in Hom.,ἔρδειν ἔργα βίαια Od.2.236
, Adv. twice, by force, perforce, ; ; freq. in all writers,ἔργα β. Thgn. 1343
; ; of persons,βιαιότατος τῶν πολιτῶν Th.3.36
;χρόνος καταψήχει καὶ τὰ βιαιότατα Simon. 176
; β. θάνατος a violent death, Hdt.7.170, Pl.R. 566b, etc.;β. νόσος S.Ant. 1140
(lyr.);β. ἄνεμος Arist.Mete. 370b9
;ἐπάρδευσις Epicur.Ep. 2p.44U.
([comp] Comp.); ὁ πόλεμος β. διδάσκαλος teaches by violence, Th. 3.82; δίκη βιαίων an action for forcible rescue, Harp.; τοῖς β. or τῶν βιαίων ἔνοχος, Lys.23.12, Pl.Lg. 914e; βιαίων [ἐγκαλεῖ] D.37.33; τὰ [περὶ] τῶν βιαίων ibid.; συναλλάγματα β., λαθραῖα, obligationes ex delicto, Arist.EN 1131a8;κλοπαῖα καὶ β. Pl.Lg. 934c
. Adv.βιαίως, ἀποθανεῖν Antipho 1.26
; β. σέλμα σεμνὸν ἡμένων in their irresistible might, A.Ag. 182 (lyr.); χαλεπῶς καὶ β. by struggling and forcing their way, Th.3.23; firmly,σχεδίας β. ζεύξαντες Plb.3.46.1
: neut. pl. as Adv., A.Supp. 821 (lyr.);πρὸς τὸ β. Id.Ag. 130
;ἐκ τοῦ βιαιοτάτου D.H.10.36
.2 esp. of magic,β. τέχνη Philostr.VA1.33
. Adv. βιαίως, σοφός a wizard, ib.1.2.II [voice] Pass., forced, constrained, opp.ἑκούσιος, πράξεις Pl.R. 603c
; β. κίνησις, = παρὰ φύσιν κ., Arist.Ph. 254a9, cf. Pl.Ti. 64d; τὸ β., = οὗ ἔξωθεν ἡ ἀρχὴ μηδὲν συμβαλλομένου τοῦ βιασθέντος Arist.EN 1110b15; ἡ β. τροφή, of the diet of athletes, Id. Pol. 1338b41; πόνοι μὴ β. ib. 1335b9; ὁ χρημ.ατιστὴς (sc. βίος) β. τίς ἐστιν, Id.EN 1096a6;βιαιότερος λόγος Jul. Or.6.191d
. Adv. -ως, = παρὰ φύσιν, κινεῖσθαι Arist.Ph. 253b34: [comp] Comp.- οτέρως Gal.17(1).19
.2 = βιαιοθάνατος, PMag.Par.1.332. -
71 βιωτικός
A fil for life, lively, τὴν διάνοιαν β. καὶ εὐμήχανος, = βιομήχανος, Arist.HA 616b27; acc. to Phryn.332 (who condemns the word), = χρήσιμος ἐν τῷ βίῳ, as in Sotad.6.12.II of or pertaining to life, Plb.4.73.8, D.S.2.29, Ph. 2.159;χάριτες Plu.2.142b
;ἀηδίαι Artem.2.30
; ἡ -κή (sc. τέχνη) M.Ant.7.61; τὰ β. κριτήρια, opp. λογικά, S.E.P.2.15;μέριμναι β. Ev.Luc.21.34
;β. φροντίς Iamb.Protr.21
.ά; β. σύμβολα business documents, PTeb.52.9 (ii B. C.); β. θρησκεία popular superstition (cf. ), Sor.1.4;ὁ β. νόμος Arr.Epict.1.26
tit.; τὰ β. ib.3, cf. Plu.2.679d. Adv. - κῶς in the tone of common life, D.T.629; in popular language, Gal.10.269.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βιωτικός
-
72 βοηλατικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοηλατικός
-
73 βρύω
βρύω [pron. full] [ῠ], mostly [tense] pres.: [tense] impf., Pherecyd.Syr. ap. D.L.1.122, Nicaenet.7: [tense] aor. part.Aβρύσας Procop.
(v. infr.):— to be full to bursting:1 c. dat., swell or teem with, esp. of plants, ἔρνος.. βρύει ἄνθεϊ λευκῷ swells with white bloom, Il.17.56, cf. E.Ba. 107 (lyr.);κισσῷ κάρα βρύουσαν Eub.56.6
; ἰούλῳ, θριξί, κόμαις, Philostr.Her.2.2, Alciphr.3.31, Luc.Am.12;γῆ φυτοῖς βρύουσα Arist.Mu. 392b15
; alsoβρύει ἱερὰ βουθύτοις ἑορταῖς B.3.15
: metaph., βίος.. βρύων μελίτταις καὶ προβάτοις κτλ. Ar.Nu.45; of men,β. δόξᾳ B.12.179
;παμμάχῳ θράσει βρύων A.Ag. 169
(lyr.);ἀγαθοῖσι βρύοις Id.Supp. 966
(anap.);μαντικῇ β. τέχνῃ Id.Fr.350.6
; ;β. ἄνθεσιν ἥβας Tim.Pers. 221
;βρύουσαν ἀοιδὰν σοφίᾳ Lyr.Alex.Adesp. 20.4
;ἐμπόριον πλούτῳ βρύον Jul.Or.2.71d
.2 c. gen., to be full of,χῶρος.. βρύων δάφνης ἐλαίας ἀμπέλου S.OC16
;βρύοντα στέφανον μύρτων Ar.Ra. 329
(lyr.); στεφάνων δόμος ἔβρυεν prob. l. in Nicaenet. l.c.;τράπεζαν.. κόσμου βρύουσαν Alex.86.3
;καρπόν.. βρύειν σμαράγδου λίθου Philostr.VA5.5
;τόπος β. ὕλης J.AJ13.3.1
;φθειρῶν ἔβρυον πᾶς Pherecyd.Syr.
l.c.: metaph.,νόσου β. A.Ch.70
.3 abs., abound, grow luxuriantly, S.El. 422; of the earth, teem with produce, X.Cyn.5.12, cf. Philostr. VA3.56; of water, burst forth,ὕδωρ βρύσαν ἐξ ὑπονόμων Procop.Arc.19
.4 c. acc. cogn., burst forth with, gush with, γλυκύ, πικρὸν [ὕδωρ] Ep.Jac.3.11;τὴν γῆν τὰ οἰκεῖα βρύειν φησὶν ἀγαθά Ael.Fr.25
; causal,Ὧραι β. λειμῶνας Him.Or.1.19
;ῥόδα Anacreont.44.2
.—Poet. and later Prose. -
74 βύθιος
A in the deep, sunken, Luc.DMar.3.1;κρηπῖδας β. πηξαμένη AP9.791
(Apollonid.); ἐκ β. ἰλύος from the mud of the deep, Hymn.Is.71.II in or of the sea, τὰ β. (sc. ζῷα) water animals, AP6.182 (Alex. Magn.); β. Κρονίδης Poseidon, Luc.Epigr. 34; τέχνη fishery, Opp.H.3.15.III metaph., deep,βύθιόν τι καὶ δεινὸν φθέγγεσθαι Plu.Crass.23
;β. διάνοια Ph.1.194
(but ἕως ἂν λογισμὸς β. οἴχηται vanishes in the deep, ib. 639, cf. Nonn.D.2.55); abysmal, Dam.Pr. 106. -
75 γενεθλιαλογικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γενεθλιαλογικός
-
76 γερδιός
A weaver, Hsch., Rev.Épigr.1.146, PTeb.116.48 (ii B. C.), POxy.39.8 (i A. D.), etc.:—also [full] γέρδις, BGU426.19, etc.:—fem. [full] γερδία, Edict.Diocl.20.12, [full] γερδίαινα, BGU617.4 (but [full] γέρδιος, ἡ, EM228.40):—Adj. [full] γερδιακός, ή, όν, τέχνη PGrenf.2.59.10
; : - κόν (sc. τέλος), τό, tax on weaving, ib.288.2 (i A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γερδιός
-
77 γεωμετρικός
A of or for geometry, geometrical, , etc.; ; ; μεσότης Theo Sm.p.106 H., etc. (cf. γαμετρικός); ἁρμονία Nicom.Ar.2.26
;θεωρήματα Plu.2.720a
([comp] Sup.); γεωμετρική (sc. τέχνη), geometry, Pl.Grg. 450d, Nicom.Com.1.18; τὰ -κά title of work on geometry, Democr.11n, cf. Arist.APo. 79a9. Adv. - κῶς by a rigidly deductive proof, Procl.in Prm.p.897 S., Id.in Ti.1.345 D.: γ. refellere, prove wrong to demonstration, Cic.Att.12.5.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεωμετρικός
-
78 γεωργικός
A agricultural, ;κόποι γ. CIG4659
(Palestine, iii A. D.); (i A. D.); βιβλίον γ. a book on rural economy, Plu.Cato Ma.25; ἡ γ. (sc. τέχνη) agriculture, farming, Pl.Lg. 889d, etc.; τὰ γ. lands, Chrysipp.Stoic.3.180; also, treatise on agriculture, Democr.26b, Ath. 14.649d; esp. that of Nicander, Id.3.92c.II occupied or skilled in farming, Arist.Pol. 1317a25; δῆμος ib. 1318b9; :— as Subst., a good farmer, Pl.Ap. 20b, etc.; fond of rural pursuits, Plu.2.268c. Adv.- κῶς Poll.7.141
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεωργικός
-
79 γλαῦκος
γλαῦκος, ὁ, an eatableA fish of grey colour, Epich.49,50, Cratin.161, Antiph.7.6, Arist.HA 607b27, Numen. ap. Ath.7.295c, etc.II as pr. n., esp. of a Chian inventor: hence prov., οὐχ ἡ Γλαύκου τέχνη, c. inf., 'it does not need a genius to.. ', Pl.Phd. 108d, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλαῦκος
-
80 γλυπτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλυπτικός
См. также в других словарях:
Τέχνη — (techne) (греч.) умение, ремесло, искусство. Противопоставляется творчеству природы (см. Φύσις). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов.… … Философская энциклопедия
τέχνη — art fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέχνῃ — τέχνη art fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέχνη — Σε γενική έννοια, τ. ονομάζεται κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα που, χρησιμοποιώντας διάφορες γνώσεις, τις εφαρμόζει για την πραγματοποίηση ενός ορισμένου σκοπού. Η εκδοχή αυτή περικλείει με τη σειρά της 3 ξεχωριστές έννοιες του όρου: την αισθητική… … Dictionary of Greek
τέχνη — η 1.επαγγελματική ικανότητα: Με τέχνη δουλεύει. 2. επάγγελμα: Η τέχνη του ράφτη. 3. εμπειρία, ικανότητα, μαστοριά: Είναι καμωμένο με τέχνη. 4. τέχνασμα, τερτίπι, κόλπο: Με τέχνη νίκησε τον αντίπαλό του. 5. δημιουργία έργων που προκαλούν αισθητική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλαμανδική τέχνη — Τέχνη που άνθησε στις περιοχές που αποτελούν το σημερινό Βέλγιο. Κάποτε το όνομα αυτό αποδιδόταν γενικά στην τέχνη των παλαιών Κάτω Χωρών, δηλαδή του Βελγίου και της Ολλανδίας μαζί, μέχρι τον πολιτικό χωρισμό τους από τον Φίλιππο B’ της Ισπανίας … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
ελληνορωμαϊκή τέχνη — Η ελληνική τέχνη που αναπτύχθηκε στη διάρκεια των ρωμαϊκών χρόνων. Η τέχνη αυτή δεν ταυτίζεται με τη ρωμαϊκή, όπως λανθασμένα έχει υποστηριχθεί. Διαιρείται στις εξής περιόδους: 1. Τέχνη των χρόνων του Αυγούστου (31 π.Χ. – 50 μ.Χ.). Η τέχνη αυτή… … Dictionary of Greek
παλαιοχριστιανική τέχνη — Η τέχνη που αναπτύχθηκε κατά τους πρώτους 6 αιώνες του χριστιανισμού. Υποδιαιρείται σε δύο περιόδους, με διαχωριστικό όριο το 330 μ.Χ., χρονολογία που ιδρύθηκε η Κωνσταντινούπολη. Η πρώτη περίοδος ήταν δύσκολη για τους πιστούς της νέας θρησκείας· … Dictionary of Greek
συγκεκριμένη τέχνη ή απόλυτη τέχνη — Όρος που υιοθετήθηκε από μερικούς σύγχρονους καλλιτέχνες αντί του «αφηρημένη τέχνη». Ο τελευταίος όρος περιορίζεται μόνο σε ένα τύπο τέχνης, όπως π.χ. ο κυβισμός, που εμφανίζεται ως το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας αφαίρεσης των φυσικών… … Dictionary of Greek