-
1 αὐτόματος
αὐτό-μᾰτος, η, ον, Hom. and [dialect] Att.; ος, ον Hes.Op. 103, Arist.GA 762a9, Philetaer. 1 D., Hp.EP19 in Hermes 53.65.1 of persons, acting of one's own will, of oneself,αὐ. δέ οἱ ἦλθε Il.2.408
;αὐ. φοιτῶσι Νοῦσοι Hes.Op. 103
;αὐ. ἥκω Ar.Pl. 1190
, cf. Th.6.91, D.S.2.25, etc.2 of inanimate things, self-acting, spontaneous, of the gates of Olympus,αὐτόμαται δὲ πύλαι μύκον οὐρανοῦ Il.5.749
; of the tripods of Hephaistos, which ran of themselves,ὄφρα οἱ αὐτόματοι.. δυσαίατ' ἀγῶνα 18.376
, cf. Pl.Com.188;ὅπλα.. αὐ. φανῆναι ἔξω προκείμενα τοῦ νηοῦ Hdt.8.37
;τὰ αὐ.
marionettes,Arist.
GA 734b10, Hero Aut. passim: generally, spontaneous, ;ἔπαινος Epicur. Sent.Vat.64
.3 of natural agencies,ὁ ποταμὸς αὐ. ἐπελθών
of itself,Hdt.
2.14; of plants, growing of themselves,αὐ. ἐκ τῆς γῆς γίνεται Id.3.100
;αὐ. φύεσθαι Id.2.94
, Thphr.Fr.171.11;κύτισος αὐ. ἔρχεται Cratin.98.8
: metaph.,αὐτόματα πάντ' ἀγαθὰ.. ποριζεται Ar. Ach. 976
, cf. Cratin.160; of philosophers,αὐ. ἀναφύονται Pl.Tht. 180c
.4 of events, happening of themselves, without external agency,αὐ. δεσμὰ διελύθη E.Ba. 447
; αὐ. θάνατος natural death, D. 18.205;κόποι αὐ.
not to be accounted for externally,Hp.
Aph.2.5;ἀπό τινος αἰτίας αὐτομάτης Pl.Sph. 265c
; without visible cause, accidental, opp. ἀπὸ πείρης, Hdt.7.9.γ.II αὐτόματον, τό, accident,τὸ αὐ. αἰτιᾶσθαι Lys.6.25
;σε ταὐ. ἀποσέσωκε Men.Epit. 568
;διὰ τὸ αὐ. Arist.Ph. 195b33
;τὸ αὐ. ἀγαπῶντες Id.Ath.8.5
; τῷ αὐ., opp. τέχνῃ, Id.Metaph. 1070a7: most freq. in the form ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου orἀπὸ ταὐτομάτου, ἀποθανέειν ἀπὸ τοῦ αὐ. Hdt.2.66
, cf. Th.2.77, Pl. Ap. 38c, al., Arist.Po. 1452a5, al., Men.Pk.31;ἐκ τοῦ αὐ. X.An.1.3.13
; τὸ Αὐ. personified, Ath.Mitt.35.458 (Pergam.); .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόματος
-
2 αὐτόματος
αὐτό-ματος (root μα, μέμαα): selfmoving, moving of oneself. (Il.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > αὐτόματος
См. также в других словарях:
men-3 — men 3 English meaning: to think, mind; spiritual activity Deutsche Übersetzung: “denken, geistig erregt sein” Note: extended menǝ : mnü and mnē , menēi : menī Material: O.Ind. mányatē “denkt”, Av. mainyeite ds., ap.… … Proto-Indo-European etymological dictionary
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
αστρικά σμήνη — Αστέρες, που τα μεταξύ τους χαρακτηριστικά είναι όμοια, όπως όμοιος είναι ο τρόπος της κίνησής τους. Τα α.σ. είναι αθροίσματα αστέρων, οι οποίοι αποτελούν ένα ιδιαίτερο σύνολο εξαιτίας της ομοιόμορφης κίνησης και της ομοιότητας των φασματικών… … Dictionary of Greek
στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το … Dictionary of Greek