Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

στός

См. также в других словарях:

  • Στος, Φάιτ — (Stoss). Γερμανός γλύπτης, ζωγράφος και χαράκτης (Νυρεμβέργη; 1447 – 1533). Τα πρώτα ίχνη της καλλιτεχνικής του δραστηριότητας βρίσκονται στην Κρακοβία, όπου το 1477 πήγε για να σκαλίσει την κεντρική ξύλινη Αγία Τράπεζα της εκκλησίας της Παναγίας …   Dictionary of Greek

  • τετραπάλα(ι)στος — ον, ΜΑ αυτός που έχει μήκος ή πλάτος τεσσάρων παλαμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + παλαστή / παλαιστή «παλάμη» (πρβλ. τρι πάλα[ι]στος)] …   Dictionary of Greek

  • αχρόνι(α)στος, -η, -ο — και αχρόνι(α)γος, η, ο επίρρ. α αυτός που δε χρόνιασε, δε συμπλήρωσε ένα χρόνο: Αχρόνιαστο το χασε και το πρώτο της παιδί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ατυλιγάδι(α)στος — η, ο (για νήματα), αυτός που δεν τυλιγαδιάστηκε, δεν τον πέρασαν στο τυλιγάδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλάτανος — Γένος φυτών της οικογένειας των Πλατανιδών, της τάξης των ροδωδών (δικοτυλήδονα). Τα πιο αξιόλογα καλλιεργούμενα είδη είναι ηπ. η ανατολική καιπ. η δυτική. Το πρώτο είναι το γνωστό πλατάνι, που φύεται σε όλη την Ελλάδα, στις όχθες των ποταμών,… …   Dictionary of Greek

  • κειταστός — κειταστός, όν (Μ) αυτός που είναι τοποθετημένος, βαλμένος («ἐγκόλπιον... ἔχον ἐντός τίμιον ξύλον και ἅγια λείψανα κειταστά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κείτομαι + κατάλ. στός, (πρβλ. βια στός, θαυμα στός)] …   Dictionary of Greek

  • ογδοηκοστός — ή, ό (Α ὀγδοηκοστός, ή, όν) (τακτικό αριθμτ.) αυτός που φέρει κατά αριθμητική σειρά τον αριθμό ογδόντα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ογδοηκοστό καθένα από τα ογδόντα ίσα μέρη ενός όλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγδοήκο ντα + στός (πρβλ. εβδομηκο στός, εξηκο… …   Dictionary of Greek

  • πολλοστός — ή, ό / πολλοστός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που αποτελεί το ελάχιστο μέρος ενός όλου («κίνησις... δευτέρα τε καὶ ὁπόσων ἀριθμῶν βούλοιτο ἄν τις ἀριθμεῑν αὐτήν πολλοστήν τοσούτων», Πλάτ.) νεοελλ. τελευταίος από ή σε μια σειρά («σού τό επαναλαμβάνω για… …   Dictionary of Greek

  • τεσσαρακοστός — ή, ό / τεσσαρακοστός, ή, όν, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τετρωκοστός, ά, όν και ιων. τ. θηλ. τετρηκοστή Α (τακτικό αριθμτ.) 1. αυτός που σε μια σειρά ή τάξη καταλαμβάνει τη θέση που αντιστοιχεί στον αριθμό σαράντα (α. «αποφοίτησε τεσσαρακοστός» β. «καὶ… …   Dictionary of Greek

  • НАВИГАЦИЯ —    • Navigatio,          ναυτιλία. Мореплавание достигло у греков, которые самой природой были направлены на морскую стихию, уже рано известной степени совершенства. Гомеровский корабль (ср. Autenricht, hom. Wörterbuch и Fridrichs, hom. Realien,… …   Реальный словарь классических древностей

  • άκαστος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός βασιλιάς της Ιωλκού που πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας αυτής, ο πατέρας του Πελίας εξόντωσε την οικογένεια του Ιάσονα ο οποίος, όταν γύρισε, ζήτησε τη βοήθεια της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»