Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

λῃστήρ

См. также в других словарях:

  • ληστήρ — λῃστήρ και ληϊστήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. λῄστειρα (Α) 1. ληστής, ιδίως ο πειρατής («οἷά τε ληϊστῆρες ὑπεὶρ ἅλα, τοί τ ἀλόωνται», Ομ. Οδ.) 2. πειρατικός («λῄστειρα ναῡς», Αιλιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *ληϊδ τήρ < ληΐς, άλλος τ. τού λεία) + επίθημα τήρ] …   Dictionary of Greek

  • λῃστήρ — ληιστήρ masc nom sg λῃστήρ robber masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιστῆρ' — ληιστῆρα , ληιστήρ masc acc sg ληιστῆρι , ληιστήρ masc dat sg ληιστῆρε , ληιστήρ masc nom/voc/acc dual ληιστῆρα , λῃστήρ robber masc acc sg ληιστῆρι , λῃστήρ robber masc dat sg ληιστῆρε , λῃστήρ robber masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιστήρ — ληϊστήρ, ῆρος, ὁ (Α) βλ. ληστήρ …   Dictionary of Greek

  • ληιστῆρας — ληιστήρ masc acc pl λῃστήρ robber masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιστῆρες — ληιστήρ masc nom/voc pl λῃστήρ robber masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιστῆρσι — ληιστήρ masc dat pl λῃστήρ robber masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιστῆρσιν — ληιστήρ masc dat pl λῃστήρ robber masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιστήρ — masc nom sg λῃστήρ robber masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιστήρων — ληιστήρ masc gen pl λῃστήρ robber masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστῆρα — ληιστήρ masc acc sg λῃστήρ robber masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»