-
1 ληστήρ
-
2 λῃστήρ
-
3 λῃστήρ
-
4 ληιστήρ'
ληιστῆρα, ληιστήρmasc acc sgληιστῆρι, ληιστήρmasc dat sgληιστῆρε, ληιστήρmasc nom /voc /acc dualληιστῆρα, λῃστήρrobber: masc acc sgληιστῆρι, λῃστήρrobber: masc dat sgληιστῆρε, λῃστήρrobber: masc nom /voc /acc dual -
5 ληιστῆρ'
ληιστῆρα, ληιστήρmasc acc sgληιστῆρι, ληιστήρmasc dat sgληιστῆρε, ληιστήρmasc nom /voc /acc dualληιστῆρα, λῃστήρrobber: masc acc sgληιστῆρι, λῃστήρrobber: masc dat sgληιστῆρε, λῃστήρrobber: masc nom /voc /acc dual -
6 ληιστήρας
-
7 ληιστῆρας
-
8 ληιστήρες
-
9 ληιστῆρες
-
10 ληιστήρσι
-
11 ληιστῆρσι
-
12 ληιστήρσιν
-
13 ληιστῆρσιν
-
14 ληιστήρ
ληιστήρmasc nom sgλῃστήρrobber: masc nom sg -
15 ληιστήρων
ληιστήρmasc gen plλῃστήρrobber: masc gen pl -
16 ληστήρα
-
17 λῃστῆρα
-
18 ληστήρος
-
19 λῃστῆρος
-
20 ληστήρσι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ληστήρ — λῃστήρ και ληϊστήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. λῄστειρα (Α) 1. ληστής, ιδίως ο πειρατής («οἷά τε ληϊστῆρες ὑπεὶρ ἅλα, τοί τ ἀλόωνται», Ομ. Οδ.) 2. πειρατικός («λῄστειρα ναῡς», Αιλιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *ληϊδ τήρ < ληΐς, άλλος τ. τού λεία) + επίθημα τήρ] … Dictionary of Greek
λῃστήρ — ληιστήρ masc nom sg λῃστήρ robber masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληιστῆρ' — ληιστῆρα , ληιστήρ masc acc sg ληιστῆρι , ληιστήρ masc dat sg ληιστῆρε , ληιστήρ masc nom/voc/acc dual ληιστῆρα , λῃστήρ robber masc acc sg ληιστῆρι , λῃστήρ robber masc dat sg ληιστῆρε , λῃστήρ robber masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληιστήρ — ληϊστήρ, ῆρος, ὁ (Α) βλ. ληστήρ … Dictionary of Greek
ληιστῆρας — ληιστήρ masc acc pl λῃστήρ robber masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληιστῆρες — ληιστήρ masc nom/voc pl λῃστήρ robber masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληιστῆρσι — ληιστήρ masc dat pl λῃστήρ robber masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληιστῆρσιν — ληιστήρ masc dat pl λῃστήρ robber masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληιστήρ — masc nom sg λῃστήρ robber masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληιστήρων — ληιστήρ masc gen pl λῃστήρ robber masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῃστῆρα — ληιστήρ masc acc sg λῃστήρ robber masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)