-
1 ληστεία
λῃστείᾱ, λῃστείαrobbery: fem nom /voc /acc dualλῃστείᾱ, λῃστείαrobbery: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————λῃστείᾱͅ, λῃστείαrobbery: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 λῃστεία
Βλ. λ. ληστεία -
3 λῃστείᾳ
Βλ. λ. ληστεία -
4 λῃστεία
λῃστ-εία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λῃστεία
-
5 ληστεία
1) mugging2) robberyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ληστεία
-
6 ληστείας
λῃστείᾱς, λῃστείαrobbery: fem acc plλῃστείᾱς, λῃστείαrobbery: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 λῃστείας
λῃστείᾱς, λῃστείαrobbery: fem acc plλῃστείᾱς, λῃστείαrobbery: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 ληιστείας
ληιστείᾱς, λῃστείαrobbery: fem acc plληιστείᾱς, λῃστείαrobbery: fem gen sg (attic doric aeolic) -
9 ληστείαι
-
10 λῃστείαι
-
11 ληστείαν
-
12 λῃστείαν
-
13 λεία
Grammatical information: f.Meaning: `spoils, esp. of plundered cattle, of war, of hunting', also `cattle, herd' (cf. Edgerton AmJPh 46, 177f.).Other forms: (Att.), Ion. ληΐη, Dor. (Pi. O. 10, 44) λᾳα f.; besides ληΐς (Dor. λαΐς), - ίδος f. (Il.)Compounds: Compp., e. g. λε-ηλατέω `drive away loot, esp. cattle' (Hdt., S., E., X.; after βο-, ἱππ-ηλατέω etc. from βο-, ἱππ-ηλά-της) with λεηλασ-ία, - ίη (X., A. R.), - άτησις (Aen. Tact.); ἀγε-λείη f. surn. of Athena `who drives on loot, provides' (Il.).Derivatives: ληϊάς f. `the seized, captured' (Υ 193, A. R.); ληϊ̃τις f. ' ἀγελείη' (K 460; after the nom. in - ῖτις), 'ληϊάς' (A. R., Lyc.); ληΐδιος `belonging to the loot, captured' (AP, APl.). Denominat. verb ληΐζομαι, λεΐζομαι `make spoils, plunder' (Il.) with several nouns: 1. ληϊστός, λεϊστός `to be caried off as booty' (I 406, 408; Ammann Μνήμης χάριν 1, 14); 2. ληϊστύς f. `making booty, plundering `(Hdt. 5, 6; Porzig Satzinhalte 182); 3. *ληισμός in λῃ(ι)σμαδία αἰχμάλωτος, λεληισμένη H. - 4. ληϊστήρ, λῃστήρ m. `plunderer, pirate', f. λῄστειρα (Ael.), λῃστρίς (D., Herod.), with λῃστρικός `plundering' (IA.; cf. λῃστ-ικός below), λῃστή-ριον, Dor. λᾳσ- `gang of robbers,...nest, robbery' (Att., Cret.), λᾳστήριοι pl. `pirate' (hell. poetry); 5. ληΐστωρ, λῄσ- `id.' (ο 427); 6. ληϊστής, λῃσ-, λᾳσ- `id.' (IA.) with λῃστικός (often interchanged with λῃστρικός), λῃστεύω `rob, plunder' with λῃστεία `robbery' (Att.). Attempt to distinguish ληΐστωρ from ληϊστήρ, λῃστεία from ληϊστύς semantically by Benveniste Noms d'agent 30, 37, 69.Etymology: The abstract λεία, ληΐη from *λᾱϜ-ία and the ιδ-derivation ληΐς from *λᾱϜ-ίδ- which stands beside it (not with Bechtel Lex. 215 after Fraenkel old ī-stem because of ληϊ̃τις, s. v.) can go back either on a noun *λᾱϜ(-ο)- v. t. or directly on a verb, which with zero-grade is supposed in ἀπο-λαύω; s. v., and Pok. 655. S. further λᾱρός and λήϊον.Page in Frisk: 2,96Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λεία
-
14 ληιστείαν
ληιστείᾱν, λῃστείαrobbery: fem acc sg (attic doric aeolic) -
15 ληστείαι
-
16 λῃστεῖαι
-
17 ληστειών
-
18 λῃστειῶν
-
19 ληστείαις
-
20 λῃστείαις
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λῃστεία — λῃστείᾱ , λῃστεία robbery fem nom/voc/acc dual λῃστείᾱ , λῃστεία robbery fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῃστείᾳ — λῃστείᾱͅ , λῃστεία robbery fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληστεία — Η ένοπλη επιβουλή εναντίον προσώπων και πραγμάτων από άτομα οργανωμένα σε συμμορίες υπό την ηγεσία ενός αρχηγού. Η λέξη λ. χαρακτηρίζει γενικά τη δράση που λαμβάνει χώρα στην ξηρά και διακρίνεται από την ανάλογη δράση στη θάλασσα, η οποία… … Dictionary of Greek
ληστεία — η 1. βίαιη αφαίρεση ξένης περιουσίας: Στην πολυκατοικία μας έγινε χθες μια ληστεία. 2. μτφ., υπερβολική αισχροκέρδεια: Οι τιμές αυτού του εστιατορίου είναι καθαρή ληστεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πέτρας ληστεία — Ληστεία σε βάρος χρηματαποστολής της Εθνικής Τράπεζας. Έγινε το 1926, στη θέση Πέτρα, στο δρόμο από την Πρέβεζα προς τα Γιάννενα, από τη ληστοσυμμορία των Ρετζαίων. Οι ληστές απέκλεισαν το δρόμο με ένα μεγάλο κορμό δέντρου και επιτέθηκαν με… … Dictionary of Greek
λῃστείας — λῃστείᾱς , λῃστεία robbery fem acc pl λῃστείᾱς , λῃστεία robbery fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῃστείαι — λῃστείᾱͅ , λῃστεία robbery fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῃστείαν — λῃστείᾱν , λῃστεία robbery fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῃστειῶν — λῃστεία robbery fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῃστεῖαι — λῃστεία robbery fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῃστείαις — λῃστεία robbery fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)