Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Άθαμᾶνες

См. также в других словарях:

  • Αθαμάνες — Αρχαία ηπειρωτική φυλή, που κατοικούσε στην κοιλάδα του Ινάχου και στην ορεινή περιοχή της Πίνδου, μεταξύ Θεσσαλίας, Αιτωλίας και Ηπείρου, η οποία ονομάστηκε γι’ αυτό Αθαμανία (σήμερα περιοχή Τζουμέρκων, που αποκαλούνται Αθαμανικά όρη). Οι Α.… …   Dictionary of Greek

  • Doric Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …   Wikipedia

  • Athamanes — See also Athamania Athamanes (Αθαμάνες) is a community in the Karditsa Prefecture, Greece. Population 1,767 (2001). The seat of the community is in Petrilo …   Wikipedia

  • Dorien — Cet article concerne un ancien dialecte grec. Pour le peuple grec du même nom, voir Doriens. Distribution des dialectes du grec ancien durant la période cla …   Wikipédia en Français

  • Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве …   Википедия

  • Кардица (ном) — Кардица Καρδίτσα …   Википедия

  • Афаманцы — (др. греч. Ἀθαμᾶνες)  древний народ, обитавший на юго востоке Эпира и на западе Фессалии. Хотя Страбон и Гекатей Милетский рассматривали их как «варваров», сами афаманцы считали себя эллинами.[1] Мифы об Афаманте и Ино, существовавшие в… …   Википедия

  • Liste der Gemeinden Griechenlands (1997–2010) — Die folgende Tabelle umfasst alle griechischen Gemeinden, die im Zuge des Kapodistrias Programms von 1997 aus knapp 6.000 kleineren kommunalen Einheiten geschaffen wurden und im Zuge des Kallikratis Gesetzes von 2010 zum 1. Januar 2011… …   Deutsch Wikipedia

  • Έλληνας — και Έλλην, ο (θηλ. Ελληνίδα, η) (AM Ἕλλην θηλ. ἑλληνίς, η και Α ἑλλανίς) αυτός που κατάγεται από την Ελλάδα ή κατοικεί μόνιμα σε αυτήν νεοελλ. εκείνος που έχει ελληνική ιθαγένεια ή υπηκοότητα αρχ. μσν. 1. «ὁ ἐξ ἐθνῶν», ο Εθνικός, σε αντίθεση προς …   Dictionary of Greek

  • Τιτάν — (Αστρον.). Ένας από τους 9 δορυφόρους του Κρόνου και ο λαμπρότερος. Είναι ορατός με τηλεσκόπιο μικρής έντασης ως αστέρας 8,3 μεγέθους. Ανακαλύφθηκε το 1655 από τον Χούιγκενς. Σε σειρά απόστασης από τον κεντρικό πλανήτη έρχεται έκτος και απέχει… …   Dictionary of Greek

  • πυρλός — (κατά τον Ησύχ.) (στους Αθαμάνες) «βαθάρα» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»