Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὀλίγιστος

См. также в других словарях:

  • ὀλίγιστος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολίγιστος — η, ο (Α ὀλίγιστος, ίστη, ον) (υπερθ. τού ὀλίγος) πάρα πολύ λίγος, ελάχιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλίγος + κατάλ. υπερθ. ιστός (πρβλ. μέγ ιστος)] …   Dictionary of Greek

  • ὀλιγίστων — ὀλίγιστος fem gen pl ὀλίγιστος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλίγιστον — ὀλίγιστος masc acc sg ὀλίγιστος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγίσταις — ὀλίγιστος fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγίστη — ὀλίγιστος fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγίστην — ὀλίγιστος fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγίστης — ὀλίγιστος fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγίστοις — ὀλίγιστος masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγίστοισι — ὀλίγιστος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγίστου — ὀλίγιστος masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»