-
1 ολίγιστος
-
2 ὀλίγιστος
-
3 ὀλίγιστος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὀλίγιστος
-
4 ὀλίγιστος
A v. ὀλίγος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀλίγιστος
-
5 ολιγίστας
-
6 ὀλιγίστας
-
7 ολιγίστη
ὀλίγιστοςfem nom /voc sg (attic epic ionic)——————ὀλίγιστοςfem dat sg (attic epic ionic) -
8 ολιγίστων
-
9 ὀλιγίστων
-
10 ολίγιστον
-
11 ὀλίγιστον
-
12 ολιγίσταις
-
13 ὀλιγίσταις
-
14 ολιγίστην
-
15 ὀλιγίστην
-
16 ολιγίστης
-
17 ὀλιγίστης
-
18 ολιγίστοις
-
19 ὀλιγίστοις
-
20 ολιγίστοισι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὀλίγιστος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολίγιστος — η, ο (Α ὀλίγιστος, ίστη, ον) (υπερθ. τού ὀλίγος) πάρα πολύ λίγος, ελάχιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλίγος + κατάλ. υπερθ. ιστός (πρβλ. μέγ ιστος)] … Dictionary of Greek
ὀλιγίστων — ὀλίγιστος fem gen pl ὀλίγιστος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλίγιστον — ὀλίγιστος masc acc sg ὀλίγιστος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγίσταις — ὀλίγιστος fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγίστη — ὀλίγιστος fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγίστην — ὀλίγιστος fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγίστης — ὀλίγιστος fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγίστοις — ὀλίγιστος masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγίστοισι — ὀλίγιστος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγίστου — ὀλίγιστος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)