Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

στίχ-ες

См. также в других словарях:

  • αμφήκης — ἀμφήκης, ες (Α) 1. δίκοπος, δίστομος, ακονισμένος κι από τις δύο μεριές, κοφτερός 2. (για αστραπές και κεραυνούς) οξύς, διαπεραστικός 3. (για χρησμούς) διφορούμενος, αμφίβολος 4. φρ. «ἀμφήκης γλῶσσα», γλώσσα που κόβει κατά δύο τρόπους, που μπορεί …   Dictionary of Greek

  • Αριστοφάνης — I (περ. 445 π.Χ. – 388; π.Χ.). Κωμωδιογράφος. Θεωρείται ο επιφανέστερος εκπρόσωπος της λεγόμενης αρχαίας αττικής κωμωδίας· είναι ο μόνος του οποίου έχουν διασωθεί ολόκληρες κωμωδίες. Για τη ζωή του δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα. Ήταν γιος του… …   Dictionary of Greek

  • Αθηναίος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Αττάλου Α’ και αδελφός του βασιλιά Ευμένη της Περγάμου. 2. Στρατηγός του Αντιγόνου, που κατατρόπωσε τους Ναβαταίους Άραβες το 312. 3. Μαθηματικός, σύγχρονος του Αρχιμήδη. Έζησε το 200 π.Χ. και του αποδίδουν …   Dictionary of Greek

  • αγροικώ — και γροικώ (Ν και (α)γροικάω) (Μ και ἐγροικῶ) 1. εννοώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, αναγνωρίζω 2. αισθάνομαι, νιώθω 3. έχω την αίσθηση τής ακοής, ακούω 4. υπακούω, πείθομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά τον Κοραή (Άτακτα 2, 95 6) το ρήμα προήλθε από το… …   Dictionary of Greek

  • αγχιστήρ — ἀγχιστήρ, ( ῆρος), ο (Α) [ἄγχι] αυτός που φέρνει κάτι κοντά, που τό προξενεί: «τὸν ἀγχιστῆρα τοῡδε τοῡ πάθους» (Σοφ. Τραχίνιαι, στίχ. 256) …   Dictionary of Greek

  • αγχιστεύω — ἀγχιστεύω (Α) 1. βρίσκομαι κοντά ή πάρα πολύ κοντά σε κάποιον ή κάτι: «γῆ ἀγχιστεύουσα πόντῳ» (Ευρ. Τρωάδες, στίχ. 224) 2. είμαι ο νόμιμος κληρονόμος κάποιου που πέθανε, λόγω στενής συγγένειάς μου προς αυτόν 3. (στην ΠΔ) α) «ἀγχιστεύω τινά»,… …   Dictionary of Greek

  • αδοβάτης — ᾀδοβάτης, ο (Α) αυτός που κατέβηκε στον κάτω κόσμο, στον άδη (σε διόρθωση τού Passow αντί «αγδαβάται» στην τραγωδία τού Αισχύλου Πέρσαι, στίχ. 924). [ΕΤΥΜΟΛ. < ᾃδης + βαίνω] …   Dictionary of Greek

  • αιμοσφράγιστος — η, ο ο επισφραγισμένος με αίμα, με αιματηρές θυσίες (στίχ. «δόξα στα αιμοσφράγιστα πατροπαραδομένα») …   Dictionary of Greek

  • αισθηματοποιώ — μεταβάλλω σε αίσθημα, φέρνω ολοζώντανο εμπρός μου (στίχ. «κι αισθηματοποιήθηκες ολόκληρο για μένα» Καβάφης: Στον ίδιο χώρο) …   Dictionary of Greek

  • ανισοσύλλαβος — η, ο 1. (για στίχ. ή λ.) αυτός που δεν έχει ισάριθμες συλλαβές με άλλον 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ανισοσύλλαβα γλωσσ. ονόματα που δεν έχουν ίσο αριθμό συλλαβών σε όλες τις πτώσεις …   Dictionary of Greek

  • αϊδάρω — και αϊδαρίζω βοηθώ, ενισχύω (στίχ. «αϊδάρετέ με τ ορφανό να χτίσω μοναστήρι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ενετ. aidar «βοηθώ». ΠΑΡ. αϊδαρίζω, αϊδάριση, αϊδαριστής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»