-
1 στιχίαμβος
στῐχ-ίαμβος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στιχίαμβος
См. также в других словарях:
στίχος — Σειρά από συλλαβές με μεταβλητό αριθμό, ρυθμικά τακτοποιημένες κατά αρμονικές περιόδους. Ο ρυθμός που προκύπτει οφείλεται στην κατάλληλη εναλλαγή ισχυρών (άρση) και ασθενών χρόνων (θέση), που μπορεί να γίνει ή με το ποσοτικό (προσωδιακό) σύστημα … Dictionary of Greek