Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πέμψω

См. также в других словарях:

  • πεμψῶ — πέμπω send fut ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέμψω — πέμπω send aor subj act 1st sg πέμπω send aor ind mid 2nd sg (epic ionic) πέμπω send fut ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιαχή — ἡ (Α ἰαχή) [ιάχω] βοή, κραυγή, αλαλαγμός αρχ. κραυγή χαράς («πέμψω πολύδακρυν ἰαχὰν», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • παυστήρ — ῆρος, ὁ, Α αυτός που καταπαύει ή διώχνει κάτι, αυτός που ανακουφίζει από κάτι («Ἀσκληπιὸν παυστῆρα πέμψω σῆς νόσου», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παυ τού παύω + κατάλ. τήρ (πρβλ. τιμωρη τήρ). Το σ τού τ. είναι αναλογικό προς το σ τού αορ. ἔπαυσα (βλ.… …   Dictionary of Greek

  • συνεκκλέπτω — Α 1. συνεργώ σε κλοπή («σὲ δ ἐπὶ ναῡς Ἀχαϊκὰς πέμψω συνεκκλέψασα», Ευρ.) 2. φρ. «συνεκκλέπτω γάμους» βοηθώ στην απόκρυψη τών γάμων (Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκκλέπτω «κλέβω και παίρνω μακριά»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»