Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σκην-ή

См. также в других словарях:

  • σκήν — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὅ τινες μὲν ψυχήν, τινὲς δὲ φάλαιναν». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παρεφθαρμένο τ. τών σκῆνος ή σκήνωμα (< σκηνή)] …   Dictionary of Greek

  • Michalis Hatzigiannis — Michalis in a concert in Katerini at 13 July 2005. Background information Also known as Michalis Born …   Wikipedia

  • SCENOGRAPHIA — quasi τῶ σκηνῶν γραφικὴ, ut Politiano appellatur in Panepistemone, pars est Optices specialis, quae res in plano eô modô refert, quô radii ab obiecto producuntur, ad oculum: nempe ratione pyramidali; cum sublimioribus radiis altiora, humilioribus …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καλυβίτης — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 840 μ., 33 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, στις βόρειες πλαγιές του Χελμού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. 2.… …   Dictionary of Greek

  • καστρίτης — ο αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί στο κάστρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάστρο + κατάλ. ίτης (πρβλ. σκην ίτης, τεχν ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • κελευθήτης — κελευθήτης, ὁ (Α) ο οδοιπόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέλευθος + κατάλ. ήτης (πρβλ. αυλ ήτης, σκην ήτης)] …   Dictionary of Greek

  • κροταφίτης — ο, θηλ. κροταφίτιδα (Α κροταφίτης, θηλ. κροταφῑτις, ίτιδος) φρ. «κροταφίτης μυς» μασητήριος μυς που εκφύεται από την κροταφική χώρα και καταφύεται με ισχυρό τένοντα στην κορωνοειδή απόφυση τής κάτω γνάθου αρχ. φρ. «κροταφίτιδες πληγαί» χτυπήματα… …   Dictionary of Greek

  • λασανίτης — λασανίτης, ὁ (Α) αυτός που φέρει λάσανα, δηλ. έδρες για αποπάτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάσανον + κατάλ. ίτης (πρβλ. θραν ίτης, σκην ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • λιμνήτης — λιμνήτης, ὁ, θηλ. ῆτις, δωρ. τ. ᾱτις, ιδος, ἡ (Α) 1. αυτός που ζει στις λίμνες («λιμνᾱτις... βδέλλα», Θεόκρ.) 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Λιμνῆτις ή Λιμνᾱτις προσωνυμία τής Αρτέμιδος, ως προστάτριας τών αλιέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + κατάλ. ήτης… …   Dictionary of Greek

  • πεδήτης — ὁ, Α 1. δέσμιος, δεσμώτης 2. οικοδόμημα στη Σάμο όπου υπήρχαν δεσμά 3. στον πληθ. Πεδῆται τίτλος έργου τού κωμικού Καλλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδη «δεσμός» + επίθημα ήτης (πρβλ. σκην ήτης)] …   Dictionary of Greek

  • υποσκήνιο — το / ὑποσκήνιον, ΝΜΑ (στην αρχαιότητα) α) ο κάτω από το πρόσθιο μέρος τής σκηνής τοίχος β) το μεταξύ τού προσκηνίου και τής ορχήστρας μέρος τής σκηνής θεάτρου νεοελλ. ο κάτω από την σκηνή χώρος τού θεάτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σκηνή + κατάλ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»