-
1 άσματα
ἄσμαneut nom /voc /acc pl——————ἄεισμαneut nom /voc /acc plᾆσμαsong: neut nom /voc /acc pl -
2 ἄσματα
Βλ. λ. άσματα -
3 ᾄσματα
Βλ. λ. άσματα -
4 λυρικός
λυρικός, zum Spielen auf der Lyra gehörig, zur Lyra zu singen, mit der Lyra begleitet, ὁ λυρικός, der lyrische Dichter, Plut. Num. 4 u. Anth., λυρικὰ ᾄσματα od. μέλη, lyrische Gedichte.
-
5 αἰσχρός
αἰσχρός, ά, όν. fem. αἰσχρός Ep. ad. 307 ( Plan. 151); bei Hom. schimpflich; der posit. bei Hom. sechsmal, αἰσχρόν ἐστι c. inf, Iliad. 2, 119. 298, νείκεσσεν ἱδὼν αἰσχροῖς ἐπέεσσιν Il. 3, 38. 6, 325, προσέφη αἰσχροῖς ἐπέεσσιν 13, 768, ἔπεσσ' αἰσχροῖσιν ἐνίσσων 24, 238; von körperlicher Häßlichkeit Her. 1, 196; Plat. Conv. 206 c; αἰσχρὸς τὴν ὄψιν, häßlich von Ansehn, Plut. Them. 5; häufiger im moralischen Sinne, schändlich, lasterhaft; αίσχρὰ ᾄσματα, schändliche, unzüchtige Lieder, Dem. 2, 19; ἐν αἰσχρῷ τίϑεσϑαί τι, etwas für schimpflich halten, Eur. Hec. 789; τὸ αἰσχρόν, die Schande, neben ὄνειδος Dem. 18, 264; Plut. Pyrrh. 20. Bei den Sokratikern u. Stoikern τὸ καλὸν καὶ τὸ αἰσχρόν, Tugend u. Laster. – Auch πρός τι, ungeschickt zu etwas, Xen. Mem. 3, 8, 7; αίσχρὸς ὁ καιρός, unpassend, Dem. 18, 178. – Compar. αἰσχρότερος nur bei Sp., Athen. XIII, 587 b; gew. αἰσχίων, Hom. einmal, Il. 21, 437 τὸ μὲν αἴσχιον, αἴ κ' ἀμαχητὶ ἴομεν; superl. αἴσχιστος; Hom. einmal, Il. 2, 216 αἴσχιστος ἀνήρ, vom Thersites; – advb. αἰσχρῶς, Hom. zweimal, il. 23, 473 Od. 18, 321 τὸν δ' αἰσχρῶς ἐνένιπε(ν) Versanfang.
-
6 ἀκολάστᾱμα
ἀκολάστᾱμα, τό, = ἀκολασία, Anaxandr. u. Ar. bei B. A. 367, wo es als ein beliebtes Wort der Epikuräer bezeichnet ist. Bei Ar. Lys. 398 hat Dobr. ἀκολαστάσματα für ἀκόλαστ' ᾄσματα geschrbn.
-
7 ἱλαρός
ἱλαρός (vgl. ἵλαος), heiter, fröhlich; φέγγος, frohe Tageshelle, Ar. Ran. 455; Antiphan. Ath. VI, 238 b; ἀντὶ σκυϑρωπῶν ἱλαραὶ ἦσαν Xen. Mem. 2, 7, 12; διάλεκτος D. Hal. de vi Dem. 8; ᾄσματα Ath. XV, 697 d; oft in der Anth., ἱλαροῖς ἐλέγοισι δωρεῖσϑαί τινα Apollds. 8 (X, 19); ἱλαρὸν βλέπειν Mel. 44 (XII, 159). – Adv., ἱλαρῶς καὶ ῥᾳδίως φέρειν Plut. Ages. 2; ψυχὴν τέρψας Ep. ad. 699 ( App. 184).
-
8 ῥῆγμα
ῥῆγμα, τό, Riß, Bruch, Spalte, Ritze, Kluft; καὶ στρέμμα, Dem. 2, 21; καὶ σπ άσματα, 18, 198, wie die alten Wunden aufbrechen; ῥήγματα ποιοῠντες ἐν τοῖς τοίχοις, Pol. 13, 6, 8; γῆς, Arist. H. A. 9, 41; in B. A. 300 erkl. ἡ κατὰ τὸ μῆκος τοῦ τραύματος οὐλή, u. so oft bei Medic.
-
9 αειδω
стяж. ᾄδω (ᾰ, in crasi тж. ᾱ; fut. ᾄσομαι - эп. тж. ἀείσομαι - редко ἀείσω и ᾄσω, дор. ᾀσεῦμαι и ᾀσῶ, impf. ᾖδον - эп. ἤειδον и ἄειδον, aor. ᾖσα - эп. ἄεισα и ἄεισον; aor. pass. ᾔσθην)1) петь(παιήονα Hom.; ᾄσματα καὴ σκώμματα Plut.; πρὸς и ὑπ΄ αὐλόν Arst., Plut.)
ἀλεκτρυόνων ᾀδόντων Plat. — с пением петухов;τὰ λεχθέντα καὴ ᾀσθέντα Plat. — повествования и песни;2) воспевать, славить песнями(μῆνιν Ἀχιλῆος, κλέα ἀνδρῶν Hom.; τινά Pind.)
νευρέ ἄεισε Hom. — тетива запела;παρὰ πάντων ᾄδεσθαι Luc. — быть прославляемым всеми3) pass. оглашаться -
10 αισχρος
3(compar. αἰσχίων, superl. αἴσχιστος)1) безобразный, гадкий, уродливый(ἀνήρ Hom.; παρθένος Her.; στόμα Xen.)
αἰ. τέν ὄψιν Plut. — некрасивой наружности2) позорный, постыдный, гнусный(ἔργον Her.; πράγματα Soph.)
ἐν αἰσχρῷ θέσθαι τι Eur. — клеймить позором что-л.;οὐτ΄ ἐπ΄ αἰσχροῖς Eur. — не в ущерб чести3) непристойный(ᾄσματα Dem.)
αἰσχρὸν μηδὲν εἰπεῖν Plat. — не говорить ничего непристойного4) оскорбительный или укоризненный(ἔπεα Hom.)
5) неподходящий, неудобный(αἰ. πρός τι Xen.; καιρός Dem.)
-
11 αποδεω
I(fut. ἀποδήσω)1) перевязывать, перетягивать(τὸν ὄμφαλον Plat., Arst.)
2) завязыватьII(fut. ἀποδεήσω) находиться в меньшем количестве, быть меньшимὀκτώ ἀποδέοντες τριακόσιοι Thuc. 300 — без 8, т.е. 292;
ἔτη ἑνὸς ἀποδέοντα ἑκατόν Luc. 99 — лет;ἄσματα οὐ πολὺ τῆς Σαπφῦς ἀποδέοντα Luc. — песни, немногим хуже тех, которые написала Сапфо;τοσοῦτον ἀποδέω τοῦ δεδοικέναι τὸν θάνατον, ὥστε … Plat. — я настолько далек от страха смерти, что …;οὐδὲν ἀ. τινος Plut. — не уступать чему-л.;ἀ. τῆς ἀληθείας Plat. — быть далеким от истины -
12 επινικια
-
13 κρουμα
- ατος τό1) удар, толчок Arph.2) pl. бряцание, игра(ἐν λύρα Plat.)
3) мелодия, песня, напев(κρούματα ἐπὴ τὰ μέλη Plat.; κρούματα καὴ ᾄσματα Luc.)
-
14 σκηνη
ἥ1) палатка, шатер Soph., Thuc., Xen., Polyb.; pl. лагерная стоянка, лагерь(σκηναὴ ναυτικαί Soph.)
2) торговая палатка3) верх экипажа, навес4) крытая повозка(σκηναὴ τροχήλατοι Aesch.)
5) балдахин над кроватью, полог Dem.6) театральный помост, подмостки, сценаοἱ ἀπὸ σκηνῆς Dem., οἱ περὴ σκηνήν Plut. и οἱ ἐπὴ σκηνῆς Luc. — действующие на сцене лица, актеры;
τὰ ἀπὸ σκηνῆς (sc. μέλη или ᾄσματα) Arst. — песни, исполняемые действующими лицами драмы ( не хором)7) досл. театральное произведение, перен. вымысел или призрак Anth.8) пиршество (в шатре)9) обитель(αἰώνιοι σκηναί NT.)
10) дом, род(σ. Δαυὴδ ἥ πεπτωκυῖα NT.)
11) скиния NT. -
15 δημοτικός
η, ό[ν]1) народный;δημοτική γλώσσα — димотика;
δημοτικό σχολειό — начальная школа;
δημοτικά τραγούδια ( — или άσματα) — народные песни;
2) любимый народом, популярный;3) относящийся к диму, общине; муниципальный; городской;δημοτικό θέατρο — городской театр;
δημοτικές εκλογές — муниципальные выборы;
δημοτικό συμβούλιο — совет дима; — муниципальный совет;
δημοτική αρχή — муниципалитет, городское управление;
δημοτικές αρχές — власти дима; — городские власти
-
16 χιάσματα
χῑάσματα, χίασμαcross-piece of wood: neut nom /voc /acc pl -
17 κηλητήριος
κηλ-ητήριος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κηλητήριος
-
18 νυμφάσματα
νυμφ-άσματα, τά,A bride's ornaments, Orac. ap. Phleg.Fr.36.10J.cod.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νυμφάσματα
-
19 παρθένειος
A of or belonging to a maiden,π. γλέφαρα Pi.N.8.2
; αἰὼν π. the maiden's life, A.Ag.229 (lyr.) ;π. λέχος E.Tr.676
; later in Prose,π. τέκνα PRyl.435.2
(ii A. D.) ;π. ᾄσματα St.Byz.
s.v. Ἐρυσίχη.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρθένειος
-
20 σκηνή
I tent, booth, IG12.314.110, E.Hec. 1289;ἐπὶ σκηναῖς.. ναυτικαῖς S.Aj. 3
; σκηνῆς ἔνδον ib. 218 (anap.); ὑπὸ σκηναῖσι ib. 754; σκηνῆς ὕπαυλος ib. 796;σκηνὴν ποιήσαντες Th.2.34
;πηξάμενοι Hdt.6.12
, cf. And.4.30;ἵστασθαι X.Cyr.8.5.3
; τὰς σ. καταλύειν, διαλύειν, strike camp, Plb.6.40.2, Paus.10.25.3;σ. δερματίνη PCair.Zen.13.14
(iii B.C.); but also σ. μάλα ἰσχυρῶν ξύλων hut, D.Chr.7.23; booth in the marketplace, Ar.Th. 658, D.18.169 (both pl.), Theoc.15.16; (Delph., iii B.C.): pl., camp, A. Eu. 686, Ar. Pax 731, X.An.3.5.7.2 σκηνὰς ἐς ἱεράς to the holy tabernacle, E. Ion 806, cf. 1129, LXX Ex.26.1, al.II stage-building as background for plays, Pl.Lg. 817c, Poll.4.123 sqq., Vitr.5.6.1;τῆς σ. τὸ τέγος IG11(2).161
A115, cf. D127 (Delos, iii B.C.), 153.14 (ibid.); τραγικὴ ς. a sort of πῆγμα, such as that from which the prologue of A.Ag. is perhaps spoken, X.Cyr.6.1.54, Plu.Demetr.44, Suid. s.v. τραγικὴ ς.2 οἱ ἀπὸ τῆς σ. [ἥρωες] heroes represented on the stage, D.18.180; οἱ ἀπὸ σκηνῆς actors, players, opp. χορός, Arist.Pr. 922b17; alsoοἱ περὶ σκηνήν Plu.Galb.16
;οἱ ἐπὶ σκηνῆς Alciphr.3.65
codd., cf. Luc.Nec.16; cf. σκηνικός and v. infr. 111.1b.3 τὸ ἐπὶ τῆς σκηνῆς μέρος that which is actually represented on the stage, Arist.Po. 1459b25; τὰ ἀπὸ τῆς σκηνῆς (sc. ᾄσματα), songs or odes sung by one of the actors standing on the stage (not by the chorus), ib. 1452b18;τὰ μὲν ἀπὸ τῆς σ. οὐκ ἀντίστροφα, τὰ δὲ τοῦ χοροῦ ἀντίστροφα Id.Pr. 918b27
.4 metaph., stage-effect, acting, unreality, σκηνὴ πᾶς ὁ βίος 'all the world's a stage', AP10.72 (Pall.);ἡ σ. τοῦ βίου Max.Tyr.7.10
; theatrical trick, deception, J.BJ2.21.2, Hdn.3.12.3.III tented cover, tilt of a wagon or carriage, X. Cyr.6.4.11, D.S.20.25, Plu.Them.26;σ. τροχήλατοι A.Pers. 1000
(lyr.); also, bed-tester, D.41.11.b metaph., τὸν ὑπὸ (prob. cj. for ἐπὶ) σκηνῆς βίον the hidden life, Luc.Icar.21.2 in large ships, state-cabin on the poop, Poll.1.89, Palaeph.29;τῶν συριῶν ὑπὲρ τὴν σ. οὐσῶν PHib.1.38.7
(iii B.C.); ἀποκαταστήσω [τὸν σῖτον] ἐπὶ σκηνήν ib.86.8 (iii B.C.).IV entertainment given in tents, banquet, X. Cyr.2.3.1, 4.2.34, etc.;σ. δημοσία Id.Lac.15.4
.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἄσματα — ἄσμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾄσματα — ἄεισμα neut nom/voc/acc pl ᾆσμα song neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγύρτικα άσματα — Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζονται τα διάφορα κάλαντα που τραγουδιούνται στις παραμονές των μεγάλων χριστιανικών γιορτών και αποβλέπουν στη συλλογή φιλοδωρημάτων υπέρ εκείνων που τα τραγουδούν. Πρόκειται για κατάλοιπα εθίμου παλαιότερης εποχής… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ψάχος, Κωνσταντίνος — (Μεγάλο Ρεύμα, Βόσπορος 1869 – Αθήνα 1949). Έλληνας μουσικολόγος, θεωρητικός, μουσικοδιδάσκαλος και συνθέτης. Σπούδασε βυζαντινή μουσική στην Κεντρική Ιερατική Σχολή της Κωνσταντινούπολης και θεολογία στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Στα πρώτα… … Dictionary of Greek
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… … Dictionary of Greek
Αριόστο, Λουντοβίκο — (Ludovico Ariosto, Ρέτζο Εμιλία 1474 – Φεράρα 1533). Ιταλός ποιητής. Έζησε στην αυλή των δουκών Ντ’ Έστε όπου τέθηκε στην υπηρεσία του καρδινάλιου Ιππόλυτου ντ’ Έστε και του αδελφού του Αλφόνσου Α’. Στα γράμματα αφιέρωνε τις λίγες ελεύθερες… … Dictionary of Greek
Αρμενία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 140.000 τ. χλμ.) της δυτικής Ασίας με ασφαλή μάλλον φυσικά σύνορα. Γενικά ως Α. ορίζεται η περιοχή που εκτείνεται σε μήκος μεταξύ του άνω ρου του Ευφράτη και της λεκάνης της Ουρμίας λίμνης και σε πλάτος μεταξύ… … Dictionary of Greek