Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ύδριον

См. также в других словарях:

  • ὑδρίον — cistern neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υδρίον — τὸ, Α [ὑδρία] υποκορ. μικρή υδρία …   Dictionary of Greek

  • ὕδριον — ὕδριος of water masc acc sg ὕδριος of water neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλυδρίας — ο (ΑΜ θηλυδρίας) θηλυπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά πάσαν πιθανότητα < αμάρτυρο *θηλύδριον, για το οποίο όμως οι γνώμες διίστανται. Κατά μία απόψη < θηλυ * + κατάλ. δριον κατά το ανδρ ίον, κακόσημο υποκορ. τού ανήρ (πρβλ. νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • καλύδριον — καλύδριον, τὸ (Α) επιγρ. (υποκορ. τού κάλως) μικρός κάλως, μικρό σχοινί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλως + υποκορ. κατάλ. ύδριον (πρβλ. ξιφ ύδριον, σκελ ύδριον)] …   Dictionary of Greek

  • κελλύδριον — κελλύδιον, τὸ (Μ) (υποκορ. τού κελλίον) μικρό κελλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέλλα + υποκορ. κατάλ. ύδριον (πρβλ. λογ ύδριον, νησ ύδριον)] …   Dictionary of Greek

  • κτηνύδριον — κτηνύδριον, τὸ (Α) πάπ. μικρό κτήνος, μικρό ζώο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + υποκορ. κατάλ. ύδριον (πρβλ. λογ ύδριον, νησ ύδριον)] …   Dictionary of Greek

  • κωμύδριον — κωμύδριον, τὸ (Α) 1. μικρή κώμη 2. πιθ. υποκορ. τού κώμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώμη + υποκορ. κατάλ. ύδριον (πρβλ. λογ ύδριον, μυθ ύδριον)] …   Dictionary of Greek

  • λημύδριον — λημύδριον, τὸ (Α) υποκορ. τού λήμη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λήμη «τσίμπλα» + υποκορ. κατάλ. ύδριον (πρβλ. λογ ύδριον, νησ ύδριον)] …   Dictionary of Greek

  • πολύδριον — τὸ, Α (υποκορ. τ.) μικρή πόλη, πολίχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + υποκορ. κατάλ. ύδριον (πρβλ. κωμ ύδριον, σχολ ύδριον)] …   Dictionary of Greek

  • λεξύδριον — και λεξίδριον, τὸ (Α) λεξίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεξύδριον < λέξις + υποκορ. κατάλ. ύδριον (πρβλ. λογ ύδριον). Ο τ. λεξίδριον < λεξύδριον, πιθ. με επίδραση τής λ. λεξίδιον] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»