-
1 υδρίον
-
2 ὑδρίον
-
3 ὑδρίον
-
4 ύδριον
-
5 ὕδριον
-
6 ὑδρίον
-
7 ὑδρίον
-
8 κλεψ-ύδριον
κλεψ-ύδριον, τό, dim. zum Vorigen, Philostr.
-
9 λιψ-ύδριον
λιψ-ύδριον, τό, = λειψύδριον (?).
-
10 λειψ-ύδριον
λειψ-ύδριον, τό, die wasserlose Gegend, bes. die am Berge Parnes in Attika; Herod. 5, 62; Ar. Lys. 655; Scol. bei Ath. XV, 695 e.
-
11 ὑδρεῖον
-
12 Μεθυδριον
-
13 υδρία
ὑδρίᾱ, ὕδριοςof water: fem nom /voc /acc dualὑδρίᾱ, ὕδριοςof water: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)ὑδρίᾱ, ὑδρίαwater-pot: fem nom /voc /acc dualὑδρίᾱ, ὑδρίαwater-pot: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)ὑδρίονcistern: neut nom /voc /acc pl——————ὑδρίᾱͅ, ὕδριοςof water: fem dat sg (attic doric aeolic)ὑδρίαι, ὑδρίαwater-pot: fem nom /voc plὑδρίᾱͅ, ὑδρίαwater-pot: fem dat sg (attic doric aeolic) -
14 υδρίοις
-
15 ὑδρίοις
-
16 υδρίου
-
17 ὑδρίου
-
18 υδρίων
-
19 ὑδρίων
-
20 κλεψύδριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλεψύδριον
См. также в других словарях:
ὑδρίον — cistern neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδρίον — τὸ, Α [ὑδρία] υποκορ. μικρή υδρία … Dictionary of Greek
ὕδριον — ὕδριος of water masc acc sg ὕδριος of water neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλυδρίας — ο (ΑΜ θηλυδρίας) θηλυπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά πάσαν πιθανότητα < αμάρτυρο *θηλύδριον, για το οποίο όμως οι γνώμες διίστανται. Κατά μία απόψη < θηλυ * + κατάλ. δριον κατά το ανδρ ίον, κακόσημο υποκορ. τού ανήρ (πρβλ. νεοελλ.… … Dictionary of Greek
καλύδριον — καλύδριον, τὸ (Α) επιγρ. (υποκορ. τού κάλως) μικρός κάλως, μικρό σχοινί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλως + υποκορ. κατάλ. ύδριον (πρβλ. ξιφ ύδριον, σκελ ύδριον)] … Dictionary of Greek
κελλύδριον — κελλύδιον, τὸ (Μ) (υποκορ. τού κελλίον) μικρό κελλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέλλα + υποκορ. κατάλ. ύδριον (πρβλ. λογ ύδριον, νησ ύδριον)] … Dictionary of Greek
κτηνύδριον — κτηνύδριον, τὸ (Α) πάπ. μικρό κτήνος, μικρό ζώο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + υποκορ. κατάλ. ύδριον (πρβλ. λογ ύδριον, νησ ύδριον)] … Dictionary of Greek
κωμύδριον — κωμύδριον, τὸ (Α) 1. μικρή κώμη 2. πιθ. υποκορ. τού κώμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώμη + υποκορ. κατάλ. ύδριον (πρβλ. λογ ύδριον, μυθ ύδριον)] … Dictionary of Greek
λημύδριον — λημύδριον, τὸ (Α) υποκορ. τού λήμη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λήμη «τσίμπλα» + υποκορ. κατάλ. ύδριον (πρβλ. λογ ύδριον, νησ ύδριον)] … Dictionary of Greek
πολύδριον — τὸ, Α (υποκορ. τ.) μικρή πόλη, πολίχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + υποκορ. κατάλ. ύδριον (πρβλ. κωμ ύδριον, σχολ ύδριον)] … Dictionary of Greek
λεξύδριον — και λεξίδριον, τὸ (Α) λεξίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεξύδριον < λέξις + υποκορ. κατάλ. ύδριον (πρβλ. λογ ύδριον). Ο τ. λεξίδριον < λεξύδριον, πιθ. με επίδραση τής λ. λεξίδιον] … Dictionary of Greek