-
1 Σμήνος
-
2 Σμῆνος
-
3 σμήνος
-
4 σμῆνος
-
5 σμῆνος
Grammatical information: n.Meaning: `beehive, skep' (Hes. Th. 594, IG 12, 326, 15, Pl. R. 552c, Arist.), `swarm of bees (wasps), swarm in general' (A. Pers. 128 [lyr.], S. Fr. 897, com., Pl., Arist. etc.); pl. σμῆνα (Orac. ap. Plu. 2, 96b), σμῆναι (leg. -η?) τῶν μελισσῶν οἱ κηροδόχοι, ἤτοι αἱ θῆκαι H.; as des. of goddesses (for trad. σεμναί) h. Merc. 552 (Feyel Rev. Arch. 1946, 5ff.)?Other forms: Dor. (Theoc.) σμᾱ̃νος.Compounds: Some compp., e. g. σμην-ουργός m. `beekeeper' (Ael., Poll.), φιλό-σμηνος ( μέλισσα) `loving swarms, appearing in swarms' (Nonn.).Derivatives: σμην-ίον n. dimin. `beehive' (Dsc.), = πρόπολις H.; - ών, - ῶνος m. `station (stand) of beehives' (Olymos Ia; ζμ-), - ιών `id.' (Apollon. Mir.), - ηδόν `in swarms' (Hdn. Epim.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Formation as ἔθνος, κτῆνος, ἔρνος, τέμενος a.o.; orig. meaning rather `swarm (of bees)' than `beehive'. Unexplained. To be rejected Johansson BB 13, 119 and Bezzenberger KZ 42, 192 (s. Bq); thus Prellwitz Glotta 19, 103. -- Furnée 376 compares ἰσμῆναι θῆκαι, ἀκόλουθοι H. (see Latte); this does not prove that the word is Pre-Greek, but this seems more probable to me (I don't see why DELG says "prob. of IE origin".)Page in Frisk: 2,749Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σμῆνος
-
6 σμῆνος
σμῆνος, τό, 1) der Bienenstock, Bienenkorb; Hes. Th. 594; Arist. H. A. 9, 40 u. oft. – 2) gew. der Bienenschwarm, μελισσῶν, Aesch. Pers. 126, wie Plat. Polit. 293 d Xen. u. A., – Wespen, Ar. Vesp. 425; – übh. der Schwarm : ϑεῶν, Nubb. 297; νεκρῶν, Soph. frg. 693; τῶν ἡδονῶν, Plat. Rep. IX, 574 d; ἀρετῶν, Men. 72 a; ἀποικιῶν, Aristid. panath. I p. 185 Ddf.
-
7 σμηνος
дор. σμᾶνος - εος τό1) пчелиный улей Hes., Plat., Arst.2) рой(μελισσῶν Aesch.; sc. σφηκῶν Arph.)
3) толпа, сонм(θεῶν Arph.)
4) множество(τῶν ἡδονῶν Plat.)
-
8 σμῆνος
II swarm of bees,σ. ὣς μελισσᾶν A.Pers. 128
(lyr.), cf. Pl.Plt. 293d, Arist.HA 627b15, al.; of wasps, Ar.V. 425; of ἀνθρῆναι, Arist. HA 629a7.2 generally, swarm, crowd, βομβεῖ δὲ νεκρῶν ς. S.Fr. 879; οἷον σοφιστῶν ς. Cratin.2; σ. θεῶν, of the clouds, Ar.Nu. 297: metaph., τὸ τῶν ἡδονῶν σ., σ. τι ἀρετῶν, Pl.R. 574d, Men. 72a;ἀποικιῶν σμήνη Aristid.1.115
J.: heterocl. pl., σμῆνα μελισσάων Orac. ap. Plu. 2.96b. [pl. written [full] ζμήνη, PCair.Zen.151.4 (iii B.C.).] -
9 σμῆνος
-
10 σμήνος
τό1) рой (пчёл, насекомых); 2) множество; стая (птиц, животных); 3) ав. эскадрилья;§ σμήνος αστρικόν — группа звёзд
-
11 σμῆνος
-
12 σμήνος
[зминос] ουσ ο рой, стая, толпа, (αερ) эскадрилья. -
13 σμήνος
essaim -
14 σμήνος
rój (m) rzecz. -
15 σμήνος
roj -
16 σμήνος
swarmΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σμήνος
-
17 σμήνος, σμάρι
l'eixam -
18 φιλό-σμηνος
φιλό-σμηνος, Bienenstöcke, Bienenschwärme liebend, μέλισσα Nonn. D. öfters.
-
19 εὔ-σμηνος
-
20 Σμήνους
Σμῆνοςbeehive: masc acc pl
См. также в других словарях:
Σμῆνος — beehive masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμῆνος — beehive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμήνος — Στη φυσική σημαίνει ομάδα σωματίδιων η οποία παράγεται σ’ ένα ειδικό μέσο από ένα προσπίπτον σωματίδιο υψηλής ενέργειας ή ύστερα από μια διαδικασία διαδοχικών αλυσωτών συγκρούσεων. Διακρίνουμε τα διεισδυτικά σ. από πυρηνικά σωματίδια (νουκλεόνια … Dictionary of Greek
σμήνος — το 1. πλήθος: Σμήνη πουλιών πετούσαν στον ουρανό. 2. σύνολο μελισσών. 3. σύνολο αεροπλάνων που συγκροτούν μια μονάδα: Απογειώθηκε ένα σμήνος, για να καταδιώξει τα εχθρικά αεροπλάνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κόμης, σμήνος — (Αστρον.). Ονομασία δύο αντικειμένων στον αστερισμό της κόμης της Βερενίκης. Το πρώτο είναι ένα ανοικτό σμήνος αστέρων με περίπου 80 αστέρες, εύκολα ορατό ακόμη και με διόπτρες. Το δεύτερο είναι ένα απομακρυσμένο σμήνος γαλαξιών, κοντά στον… … Dictionary of Greek
αλυσωτά σμήνη — Σμήνος σωματιδίων που παράγεται σε ένα μέσο από ένα σωματίδιο υψηλής ενέργειας ή ύστερα από μία διαδικασία διαδοχικών αλυσωτών συγκρούσεων … Dictionary of Greek
Σμήνους — Σμῆνος beehive masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σμήνων — Σμῆνος beehive masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστρικά σμήνη — Αστέρες, που τα μεταξύ τους χαρακτηριστικά είναι όμοια, όπως όμοιος είναι ο τρόπος της κίνησής τους. Τα α.σ. είναι αθροίσματα αστέρων, οι οποίοι αποτελούν ένα ιδιαίτερο σύνολο εξαιτίας της ομοιόμορφης κίνησης και της ομοιότητας των φασματικών… … Dictionary of Greek
Λυρίδες — (Αστρον.). Σμήνος μετεώρων. Το ακτινοβόλο σημείο τους βρίσκεται στον αστερισμό της Λύρας. Η Γη συναντά το σμήνος σε ετήσια βάση, στο διάστημα από 18 έως 24 Απριλίου. Κάθε 12 με 16 χρόνια, η βροχή των μετεώρων είναι πολύ πιο έντονη από τις… … Dictionary of Greek
Υάδες — I Ηρωίδες της ελληνικής μυθολογίας που μεταμορφώθηκαν στον ομώνυμο αστερισμό, ύστερα από επεισόδιο που αναφέρεται σε τρεις τουλάχιστον παραλλαγές: ως κόρες του Ήλιου, πέθαναν από θλίψη για την πτώση του αδελφού τους Φαέθωνα. Ως κόρες του Άτλαντα … Dictionary of Greek