Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σμῆνος

См. также в других словарях:

  • Σμῆνος — beehive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμῆνος — beehive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμήνος — Στη φυσική σημαίνει ομάδα σωματίδιων η οποία παράγεται σ’ ένα ειδικό μέσο από ένα προσπίπτον σωματίδιο υψηλής ενέργειας ή ύστερα από μια διαδικασία διαδοχικών αλυσωτών συγκρούσεων. Διακρίνουμε τα διεισδυτικά σ. από πυρηνικά σωματίδια (νουκλεόνια …   Dictionary of Greek

  • σμήνος — το 1. πλήθος: Σμήνη πουλιών πετούσαν στον ουρανό. 2. σύνολο μελισσών. 3. σύνολο αεροπλάνων που συγκροτούν μια μονάδα: Απογειώθηκε ένα σμήνος, για να καταδιώξει τα εχθρικά αεροπλάνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κόμης, σμήνος — (Αστρον.). Ονομασία δύο αντικειμένων στον αστερισμό της κόμης της Βερενίκης. Το πρώτο είναι ένα ανοικτό σμήνος αστέρων με περίπου 80 αστέρες, εύκολα ορατό ακόμη και με διόπτρες. Το δεύτερο είναι ένα απομακρυσμένο σμήνος γαλαξιών, κοντά στον… …   Dictionary of Greek

  • αλυσωτά σμήνη — Σμήνος σωματιδίων που παράγεται σε ένα μέσο από ένα σωματίδιο υψηλής ενέργειας ή ύστερα από μία διαδικασία διαδοχικών αλυσωτών συγκρούσεων …   Dictionary of Greek

  • Σμήνους — Σμῆνος beehive masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σμήνων — Σμῆνος beehive masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστρικά σμήνη — Αστέρες, που τα μεταξύ τους χαρακτηριστικά είναι όμοια, όπως όμοιος είναι ο τρόπος της κίνησής τους. Τα α.σ. είναι αθροίσματα αστέρων, οι οποίοι αποτελούν ένα ιδιαίτερο σύνολο εξαιτίας της ομοιόμορφης κίνησης και της ομοιότητας των φασματικών… …   Dictionary of Greek

  • Λυρίδες — (Αστρον.). Σμήνος μετεώρων. Το ακτινοβόλο σημείο τους βρίσκεται στον αστερισμό της Λύρας. Η Γη συναντά το σμήνος σε ετήσια βάση, στο διάστημα από 18 έως 24 Απριλίου. Κάθε 12 με 16 χρόνια, η βροχή των μετεώρων είναι πολύ πιο έντονη από τις… …   Dictionary of Greek

  • Υάδες — I Ηρωίδες της ελληνικής μυθολογίας που μεταμορφώθηκαν στον ομώνυμο αστερισμό, ύστερα από επεισόδιο που αναφέρεται σε τρεις τουλάχιστον παραλλαγές: ως κόρες του Ήλιου, πέθαναν από θλίψη για την πτώση του αδελφού τους Φαέθωνα. Ως κόρες του Άτλαντα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»