-
1 ὁμῑλητικός
ὁμ-ῑλητικός, ή, όν, gesellig, umgänglich; ἡ ὁμιλητική, sc. τέχνη, Kunst des Umgangs, der Unterredung -
2 προς-ομῑλητικός
προς-ομῑλητικός, ή, όν, zum Verkehr, zur Unterhaltung mit Andern gehörig, geschickt, Plat. Soph. 222 c, ἡ προςομιλητική, sc. τέχνη.
-
3 σεμνός
σεμνός ( σέβομαι), ehrwürdig, verehrt, heilig; ursprünglich nur von Göttern u. ihnen angehörigen, geweihten Dingen; H. h. 12, 1. 28, 5. 30, 16; Θέτις, Pind. N. 5, 25; Χάριτες, Ol. 14, 8; σεμνὰ ϑεός, P. 3, 79, die Rhea. – In Athen heißen vorzugsweise σεμναὶ ϑεαί euphemistisch die Eumeniden, Aesch. Eum. 361. 993 Soph. El. 112 Ai. 824, vgl. O. C. 90. 459; Eur. Or. 410; Thuc. 1, 126; vgl. Br. Ar. Th. 224 Jac. A. P. p. 961; nicht Demeter u. Kora, Mein. Men. p. 346. – Ἄντρον, von der Höhle des Cheiron, Pind. P. 9, 30, wie Ol. 5, 18 die Höhle, in welcher Zeus erzogen wurde; δόμος, Tempel des Zeus, N. 1, 72; vgl. Θεάριον, N. 3, 69; ϑυσία, Ol. 7, 42, u. öfter; Tragg.: ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτας ἄναξ Ἀπόλλων, Aesch. Spt. 782; Ποσειδῶν, Soph. O. C. 55; Ἀϑάνα, 1092; ὄργια, Tr. 762, u. öfter; Ζεύς, Eur. I. T. 749, u. öfter μυστήρια, Hipp. 25; λόγοι, von Orakeln, Her. 7, 6. – Auch von Menschen und Sachen, ehrwürdig, παιᾶν' ἐφύμνουν σεμνόν, Aesch. Pers. 385; bes. von Herrschern, σεμνοὶ μὲν ἦσαν ἐν ϑρόνοις τόϑ' ἥμενοι, Ch. 969; σεμνὸς προςίκτωρ, Eum. 419; σεμνῷ τυράννῳ Καδμείων, Eur. Suppl. 384; ἱμάτια, Ar. Plut. 940 Ran. 1059; σεμνόν τι περιτιϑέναι τινί, schmücken, Xen. Cyr. 4, 5, 54; und adv., σεμνῶς κεκοσμημένος, prächtig, 6, 1, 6; auch σεμνῶς προεστάναι τινός, mit Würde, 8, 1, 43. – Auch tadelnd, vornehm thuend, prunkend, stolz, ὑπερήφανος, Phot.; τὰ σέμν' ἔπη κόλαζ' ἐκείνους, Soph. Ai. 1086; vgl. Eur. Hipp. 93 Med. 210; τί σεμνὸν καὶ πεφροντικὸς βλέπεις, Alc. 776; λόγοι, Ar. Vesp. 1174. – Plat. vrbdt σεμνὸν καὶ ἅγιον νοῠν, Soph. 249 a; ἡ σεμνὴ καὶ ϑαυμαστὴ ἡ τῆς τραγῳδίας ποίησις, Gorg. 502 a; οἱ μέγιστον δυνάμενοί τε καὶ σεμνότατοι ἐν ταῖς πόλεσιν, Phaedr. 257 d, u. sonst, gew. in gutem Sinne; u. adv., ἑαυτὸν δὴ λέγων μάλα σεμνῶς καὶ ἐγκωμιάζων, Phaedr. 258 a, vgl. Conv. 199 a; anständig, πορεύεσϑαι, neben ἐλευϑέρως, Rep. VIII, 563 c. Im Ggstz von ὁμιλητικός, Isocr. 1, 30, vgl. 2, 34; τὰ βασιλικώτατα καὶ σεμνότατα τῶν ἐκείνῳ πεπραγμένων, 4, 143; σεμνοτέραν τὴν πόλιν ποιεῖν ἀγάλμασι, Is. 5, 45; vgl. Dem. ἔνιοι τὰς ἰδίας οἰκίας τῶν δημοσίων οἰκοδομημάτων σεμνοτέρας εἰσὶ κατεσκευασμένοι, 3, 29, prachtvoller einrichten; tadelnd sagt er σὺ δὲ ὁ σεμνὸς ἀνὴρ καὶ διαπτύων τοὺς ἄλλους, 18, 258; σεμνῶς ὀνομάζειν, mit pomphaften Ausdrücken, ib. 35; Folgde; τὸ σεμνὸν καὶ ϑαυμάσιον τῆς προαιρέσεως, Pol. 16, 33, 4; σεμνοτάτην καὶ βελτίστην διάληψιν ἔχειν περί τινος, 2, 61, 8; κάλλιστα καὶ σεμνότατα προστῆναι τῆς βασιλείας, 15, 31, 2; ὅσα σεμνὰ καὶ ϑεῖα νομίζουσιν ἄνϑρωποι, Luc. patr. enc. 1. – Selbst von Fischen, prächtig, kostbar, Archestr. bei Ath. VII, 298 c, wie σεμνὸν τὸ βρῶμα Aristopho ib. 303 b. – Σεμνὴ νόσος, der Aussatz, auch die Pest, Schol. Ap. Rh. 1, 1019.
-
4 δύς-ερις
δύς-ερις, ι, gen. ιδος, sehr streitsüchtig; λόγος Plat. Legg. IX, 864 a; neben δυςάρεστος, dem ὁμιλητικός entgeggstzt, Isocr. 1, 31; neben ἀηδής u. δύςκολος Arist. Eth. 2, 7; Sp.; φϑόνος, ublen Streit erregend, Plut. Pelop. 4. Vgl. δύςηρις.
-
5 προςομῑλητικός
προς-ομῑλητικός, ή, όν, zum Verkehr, zur Unterhaltung mit anderen gehörig, geschickt
См. также в других словарях:
ὁμιλητικός — affable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομιλητικός — ή, ό (ΑΜ ὁμιλητικός, ή, όν) [ομιλώ] ευπροσήγορος, προσηνής, αυτός που δεν δυσκολεύεται να μιλήσει στους άλλους ή να συζητήσει μαζί τους νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η ομιλητική η τέχνη τού ομιλητή, τού αγορητή 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) Ομιλητική… … Dictionary of Greek
ομιλητικός — ή, ό 1. αυτός που λέει πολλά, που ευχαριστιέται να μιλάει, ευπροσήγορος, ευχάριστος: Ομιλητικός άνθρωπος ο φίλος σου. 2. ως ουσ., ομιλητική, η η τέχνη του ομιλητή και η διδασκαλία της εκκλησιαστικής ρητορικής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁμιλητικά — ὁμιλητικός affable neut nom/voc/acc pl ὁμιλητικά̱ , ὁμιλητικός affable fem nom/voc/acc dual ὁμιλητικά̱ , ὁμιλητικός affable fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμιλητικῶν — ὁμιλητικός affable fem gen pl ὁμιλητικός affable masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμιλητικόν — ὁμιλητικός affable masc acc sg ὁμιλητικός affable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμιλητικαί — ὁμιλητικός affable fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμιλητικοί — ὁμιλητικός affable masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμιλητικοῦ — ὁμιλητικός affable masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμιλητικούς — ὁμιλητικός affable masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμιλητικῆς — ὁμιλητικός affable fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)