-
1 στρατό-πεδον
στρατό-πεδον, τό, eigtl. der Boden, auf dem die Krieger sich gelagert haben (s. Her. 2, 154 u. nom. propr.), das Heerlager; μεϑεῖται στρατὸς στρατόπεδον λιπών, Aesch. Spt. 79, Soph. Phil. 10; Eur. Rhes. 593 u. öfter, Her. u. sonst in Prosa gelagertes Heer, übh. Heerschaar, στρατοπέδῳ πορεύεσϑαι, Isocr. 4, 87; συνταράττειν τὸ στρ., 4, 147; τάξαι τὸ στρατόπεδον, Plat. Legg. III, 687 a, der auch gegenüberstellt εἴτε πόλει εἴτε στρατοπέδῳ, Rep. I, 351 e, auch die Flotte, Thuc. 1, 117; Lys. 21, 6; Xen. Cyr. 3, 3, 27 u. öfter; bei Pol. auch die röm. legio, 1, 16, 2. 26. 6.
-
2 στρατόπεδον
στρατό-πεδον, τό, eigtl. der Boden, auf dem die Krieger sich gelagert haben, das Heerlager; gelagertes Heer, übh. Heerschar; εἴτε πόλει εἴτε στρατοπέδῳ, die Flotte; röm. legio
См. также в других словарях:
οικόπεδο — το (Α οἰκόπεδον) συνεχόμενη έκταση γης που αποτελεί αυτοτελές και ενιαίο ακίνητο, ανήκει σε έναν ή σε περισσότερους ιδιοκτήτες εξ αδιαιρέτου και προορίζεται για οικοδόμηση ή πάνω στην οποία έχει οικοδομηθεί κτίσμα (α. «το οικόπεδο είναι ακόμη… … Dictionary of Greek
μυχόπεδον — μυχόπεδον, τὸ (Α) (κατά τον Φώτ.) «γῆς βάθος, ᾅδης», τα έγκατα τής Γης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυχός + πέδον «έδαφος» (πρβλ. λακκό πεδον, στρατό πεδον)] … Dictionary of Greek
λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία … Dictionary of Greek
χαλέπεδο — το, Ν οικόπεδο με χαλάσματα, με ερείπια οικοδομής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλώ + πεδο (< πέδον), πρβλ. οικό πεδο, στρατό πεδο] … Dictionary of Greek