Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

περόναι

См. также в других словарях:

  • περόναι — περόνη pin fem nom/voc pl περόνᾱͅ , περόνη pin fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περόνη — Μακρύ οστό του κάτω άκρου που μετέχει στην ποδοκνημική άρθρωση· αρθρούται στο επάνω μέρος με το άνω άκρο της κνήμης, ενώ στο κάτω μέρος συνδέεται με την κνήμη με τη μεσόστεα μεμβράνη και με ισχυρούς συνδέσμους. Το κάτω άκρο της σχηματίζει το έξω… …   Dictionary of Greek

  • αέτη — ἀέτη, η (Α) κατά τον Ησύχιο, «ἀέται, πόρπαι, περόναι» …   Dictionary of Greek

  • εύγναμπτος — εὔγναμπτος, ον και επικ. τ. ἐΰγναμπτος (Α) ο καλά λυγισμένος (α. «κληϊσιν εὐγνάμπτοις» β. «εὔγναμπτοι περόναι» γ. «εὔγναμπτος ἄγκυρα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γναμπτός «καμπύλος»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»