Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

παρα-πείθω

  • 1 Πειθώ

    Πειθώ, gen. όος, [var] contr. οῦς, , [dialect] Ion. acc. πειθοῦν (v. infr. 11.3):—
    A Persuasion as a goddess, Hes. Op. 73, Th. 349, Sapph. 135, Ibyc.5, Pi.P. 9.39, Fr.123.10, A. Supp. 1040 (lyr.), Men. Epit. 338, Hermesian. 11, Paus. 1.22.3, 2.7.7 ;

    Πειθὼ καὶ Ἀναγκαίη Hdt.8.111

    ;

    Π. καὶ Βία Plu. Them.21

    .
    II as Appellat., persuasiveness,

    πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν A. Pr. 173

    (anap.), etc. ; π. τις ἐπεκάθιζεν ἐπὶ τοῖς χείλεσιν, of Pericles, Eup.94.5 ;

    ἀργύριον παρά του πειθοῖ λαβών X. Mem. 1.7.5

    ;

    πειθοῦς δημιουργός ἐστιν ἡ ῥητορική Pl. Grg. 453a

    ; δύο εἴδη πειθοῦς, τὸ μὲν πίστιν παρεχόμενον ἄνευ τοῦ εἰδέναι, τὸ δ' ἐπιστήμην ib. 454e ; πειθοῖ καὶ βίᾳ by persuasion or compulsion, Id.Lg. 722b ; μετὰ πειθοῦς ib. 720d.
    2 persuasion in the mind, A.Ag. 385 (lyr.).
    4 obedience, X. Cyr.2.3.19, 3.3.8, Hierocl. in CA5p.427M. ;

    τῶν παρηγγελμένων POxy.474.37

    (ii A.D.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Πειθώ

  • 2 παραπείθω

    παρα-πείθω, παραιπείθω, aor. 1 παρέπεισε, aor. 2 redup. subj. παραιπεπίθῃσι, part. - θοῦσα, sync. παρπεπιθών: win over by persuasion, gain over, coax, wheedle, Il. 7.120; w. inf., Od. 22.213.

    A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > παραπείθω

  • 3 παραιπείθω

    παρα-πείθω, παραιπείθω, aor. 1 παρέπεισε, aor. 2 redup. subj. παραιπεπίθῃσι, part. - θοῦσα, sync. παρπεπιθών: win over by persuasion, gain over, coax, wheedle, Il. 7.120; w. inf., Od. 22.213.

    A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > παραιπείθω

  • 4 καί

    καί particle,
    1 and, also, even A copulative.
    1 joining finite verbs,
    a with change of subject.

    ἦ θαύματα πολλά, καί πού τι καὶ ἐξαπατῶντι μῦθοι O. 1.28

    , O. 3.21, O. 9.38, O. 10.41, O. 10.72, P. 1.5, P. 1.42, P. 3.35, P. 3.93, P. 3.94, P. 4.124, P. 4.164, P. 4.220, P. 4.247, P. 4.254, P. 4.257, P. 6.53, P. 9.40, P. 9.52, N. 5.18, N. 5.21, N. 6.53, N. 7.65, N. 10.10, N. 11.8, I. 3.17, I. 4.13, I. 4.34, I. 4.67, I. 5.48, I. 6.53, I. 8.47, fr. 51b. Pae. 2.53
    b with no change of subject.

    διεδάσαντο καὶ φάγον O. 1.51

    , O. 5.8, O. 7.46, O. 10.49, O. 13.27, O. 13.69, O. 13.112, P. 3.15, P. 3.68, P. 4.254, P. 4.298, P. 9.12, P. 10.46, N. 1.64, N. 3.26, N. 3.38, N. 4.61, N. 5.39, N. 6.19, N. 6.49, N. 9.18, N. 10.22, N. 10.74, N. 10.80, I. 2.19, I. 5.63, I. 6.70, Πα. 2. 1, Εὔ]βοιαν ἕλον καὶ ἔνασσαν καὶ ἔκτισαν νάσους Πα.. 3. Πα. 8A. 13. Δ. 2. 30, fr. 169. 23, fr. 169. 47.
    c in subord. cl.,

    ὡς ἂν κτίσαιεν βωμὸν ἐναργέα καὶ ἰάναιεν O. 7.42

    πρὶν μίχθη καὶ ἔνεικεν O. 9.59

    κατέφρασεν ὁπᾷ ἔθυε καὶ ὅπως ἄρα ἔστασεν O. 10.57

    ὃς ἂν ἐγκύρσῃ καὶ ἕλῃ P. 1.100

    θεός, ὃ καὶ κίχε καὶ παραμείβεται καὶ ἔκαμψε P. 2.50

    εἰ δὲ σώφρων ἄντρον ἔναἰ ἔτι Χίρων, καί τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν P. 3.63

    P. 9.46—9.

    ὃς ἂν ἕλῃ καὶ ἴδῃ P. 10.25

    , N. 3.34

    ὄφρα προσμένοι καὶ πάξαιθ N. 3.61

    αἰδέομαι μέγα εἰπεῖν πῶς δὴ λίπον εὐκλέα νᾶσον, καὶ τίς ἄνδρας ἀλκίμους δαίμων ἀπ' Οἰνώνας ἔλασεν N. 5.15

    Pae. 6.50 irregularly coordinated;

    φάνη Ζηνὸς ἀμφὶ πανάγυριν Λυκαίου καὶ ὁπότ' Πελλάνᾳ φέρε O. 9.97

    εὐθύ-

    γλωσσος ἀνὴρ προφέρει παρὰ τυραννίδι χὠπόταν ὁ λάβρος στρατός, χὤταν πόλιν οἱ σοφοὶ τηρέωντι P. 2.87

    —8.

    νᾶσον ὡς ἤδη λιπὼν κτίσσειεν εὐάρματον πόλιν καὶ τὸ Μηδείας ἔπος ἀγκομίσαι P. 4.9

    πύκταν τέ νιν καὶ παγκρατίῳ φθέγξαι ἑλεῖν N. 5.52

    d introducing question.

    ἐπεὶ ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν, καὶ κεῖνος ὅσα χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν, τίς ἂν φράσαι δύναιτο O. 2.99

    καὶ τίς ἀνθρώπων σε ἐξανῆκεν γαστρός;” P. 4.98
    2 joining grammatically similar words.
    a two nouns.

    Παλλὰς καὶ Ζεὺς O. 2.27

    ὅρμοισι τῶν χέρας ἀναπλέκοντι καὶ στεφάνους O. 2.74

    κρίσιν καὶ πενταετηρίδ O. 3.21

    Ἀρκαδίας ἀπὸ δειρᾶν καὶ πολυγνάμπτων μυχῶν O. 3.27

    χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ O. 4.25

    ἀρετᾶν καὶ στεφάνων O. 5.1

    Ἄκρων' ἐκάρυξε καὶ τὰν νέοικον ἕδραν O. 5.8

    Οἰνομάου καὶ Πέλοπος O. 5.9

    Ποσειδᾶν' καὶ τοξοφόρον σκοπόν O. 6.59

    παρ' Ἀλφειῷ καὶ παρὰ Κασταλίᾳ O. 7.17

    Οὐρανὸς καὶ Γαῖα μάτηρ O. 7.38

    ἀρετὰν καὶ χάρματ O. 7.44

    τά τ' ἐν Ἀρκαδίᾳ ἔργα καὶ Θήβαις O. 7.84

    κῶμον καὶ στεφαναφορίαν O. 8.10

    ἓ καὶ υἱὸν O. 9.14

    κορᾶν καὶ φερτάτων Κρονιδᾶν O. 9.56

    τόλμα δὲ καὶ ἀμφιλαφὴς δύναμις O. 9.82

    σὺ καὶ θυγάτηρ O. 10.3

    Καλλιόπα καὶ χάλκεος Ἄρης O. 10.15

    βροντὰν καὶ πυρπάλαμον βέλος O. 10.80

    ἀρχὰ λόγων καὶ πιστὸν ὅρκιον O. 11.6

    Ὀλυμπίᾳ στεφανωσάμενος καὶ δὶς ἐκ Πυθῶνος Ἰσθμοῖ τε O. 12.18

    κασίγνηταί τε Δίκα καὶ ὁμότροφος Εἰρήνα O. 13.7

    Σίσυφον καὶ τὰν Μήδειαν O. 13.53

    ναὶ καὶ προπόλοις O. 13.54

    παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα O. 13.83

    αἰδῶ δίδοι καὶ τύχαν O. 13.115

    Ἀπόλλωνος καὶ Μοισᾶν P. 1.1

    κορυφαῖς καὶ πέδῳ P. 1.28

    ὄλβον καὶ κτεάνων δόσιν P. 1.46

    ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν P. 1.68

    κύριε πολλᾶν μὲν εὐστεφάνων ἀγυιᾶν καὶ στρατοῦ P. 2.58

    ἐν ὄρει καὶ ἐν ἑπταπύλοις Θήβαις P. 3.90

    Νέστορα καὶ

    Λύκιον Σαρπηδόν P. 3.112

    ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ Μοίσαισι δώσω καὶ τὸ πάγχρυσον νάκος κριοῦ P. 4.68

    Ἰφιμεδείας παῖδας, ὦτον καὶ σέP. 4.89 πὰρ Χαρικλοῦς καὶ ΦιλύραςP. 4.103 λαγέτᾳ Αἰόλῳ καὶ παισὶP. 4.108

    Ἄδματος καὶ Μέλαμπος P. 4.126

    ὀρνίχεσσι καὶ κλάροισι P. 4.190

    ἀγέλα ταύρων ὑπᾶρχεν καὶ νεόκτιστον θέναρ P. 4.206

    ἄροτρον καὶ βόας P. 4.225

    Κυράνα καὶ τὸ κλεεννότατον μέγαρον Βάττου P. 4.280

    πεδίον καὶ πατρωίαν πόλιν P. 5.53

    ἄνδρεσσι καὶ γυναιξὶ P. 5.64

    νικαφόροις ἐν ἀέθλοις καὶ θοαῖς ἐν μάχαις P. 8.26

    γείτων καὶ κτεάνων φύλαξ ἐμῶν P. 8.58

    λαμπρὸν φέγγος καὶ μείλιχος αἰών P. 8.97

    θυμὸν γυναικὸς καὶ μεγάλαν δύνασινP. 9.30 τέλος οἶσθα καὶ πάσας κελεύθουςP. 9.45 ἐν θαλάσσᾳ καὶ ποταμοῖςP. 9.47 ὥραισι καὶ ΓαίᾳP. 9.60 νέκταρ καὶ ἀμβροσίανP. 9.63 Ζῆνα καὶ ἁγνὸν Ἀπόλλων' Ἀγρέα καὶ ΝόμιονP. 9.64—5.

    οἱ καὶ Ζηνὶ P. 9.84

    νιν καὶ Ἰφικλέα P. 9.88

    δίκον φύλλ' ἔπι καὶ στεφάνους P. 9.124

    πόνων δὲ καὶ μαχᾶν ἄτερ P. 10.42

    χαλκοῦ θαμὰ καὶ δονάκων P. 12.25

    οἱ φράζε καὶ παντὶ στρατῷ N. 1.61

    Ἰάσον' καὶ ἔπειτεν Ἀσκλαπιόν N. 3.54

    τάνδε νᾶσον καὶ σεμνὸν Θεάριον N. 3.69

    δῶρα καὶ κράτος N. 4.68

    ἐκ δὲ Κρόνου καὶ Ζηνὸς ἥρωας αἰχματὰς φυτευθέντας καὶ ἀπὸ χρυσεᾶν Νηρηίδων N. 5.7

    υἱοὶ καὶ βία Φώκου N. 5.12

    ἀοιδαὶ καὶ λόγοι N. 6.30

    αὐχένα καὶ σθένος (v. Dornseiff, Stil, 26) N. 7.73

    χειρὶ καὶ βουλαῖς N. 8.8

    Δείνιος δισσῶν σταδίων καὶ πατρὸς Μέγα Νεμεαῖον ἄγαλμα N. 8.16

    ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν N. 9.4

    φεῦγε γὰρ Ἀμφιαρῆ ποτε θρασυμήδεα καὶ δεινὰν στάσιν N. 9.13

    χερσὶ καὶ ψυχᾷ N. 9.39

    Κάστορος καὶ κασιγνήτου Πολυδεύκεος N. 10.50

    Ἑρμᾷ καὶ σὺν Ἡρακλεῖ N. 10.53

    Ζηνὸς ὑψίστου κασιγνήτα καὶ ὁμοθρόνου Ἥρας N. 11.2

    λύρα καὶ ἀοιδά N. 11.7

    πάλᾳ καὶ

    μεγαυχεῖ παγκρατίῳ N. 11.21

    ἐν Πυθῶνι καὶ Ὀλυμπίᾳ N. 11.23

    παρὰ Κασταλίᾳ καὶ παρ' εὐδένδρῳ ὄχθῳ Κρόνου N. 11.25

    πολιατᾶν καὶ ξένων I. 1.51

    Ὀγχηστὸν καὶ γέφυραν I. 4.20

    χρυσέων οἴκων ἄναξ καὶ γαμβρὸς Ἥρας I. 4.60

    δαῖτα καὶ νεόδματα στεφανώματα βωμῶν I. 4.62

    νᾶες ἐν πόντῳ καὶ λτ;ὑφγτ;ἅρμασιν ἵπποι I. 5.5

    ἑσπόμενοι Ἡρακλῆι πρότερον καὶ σὺν Ἀτρείδαις I. 5.38

    Ἕκτορα καὶ στράταρχον Μέμνονα I. 5.40

    Αἴαντος Τελαμωνιάδα καὶ πατρός I. 6.27

    Μερόπων ἔθνεα καὶ τὸν βουβόταν Ἀλκυονῆ I. 6.32

    χθόνα καὶ στρατὸν ἀθρόον Pae. 4.42

    ἐμὰν ματέραλιπόντες καὶ ὅλον οἶκον Pae. 4.45

    στεφάνων καὶ θαλιᾶν Pae. 6.14

    νέφεσσι δ' ἐν χρυσέοις Ὀλύμποιο καὶ κορυφαῖσινἵζων Pae. 6.93

    ναυπρύτανιν δαίμονα καὶ τὰν θεμίξενον ἀρετάν Pae. 6.131

    Ἁφαίστου παλάμαις καὶ Ἀθά[νας] Pae. 8.66

    Κάδμου στρατὸν καὶ Ζεάθου πόλιν (Π: ἂν pro καὶ coni. Wil. metr. gr.) Πα... φυγόντα νιν καὶ μέλαν ἕρκος ἅλμας[ Δ. 1. 1. ἐπ' Αἰολάδᾳ καὶ γένει (G-H: τε καὶ Π.) Παρθ. 1. 13. ὦ Πάν, Ἀρκαδίας μεδέων καὶ σεμνῶν ἀδύτων φύλαξ fr. 95. 2. θυμὸν καὶ φωνὰν fr. 124d. βασιλῆες ἀγαυοὶ καὶ ἄνδρες fr. 133. 4. ]ἀοιδ[ὰν κ]αὶ ἁρμονίαν fr. 140b. 2. θεῶν καὶ κατ' ἀνθρώπων ἀγυιάς fr. 194. 6. τιμαὶ καὶ στέφανοι fr. 221. 2. Ζηνὸς υἱοὶ καὶ κλυτοπώλου Ποσειδάωνος fr. 243.
    b two adjs.

    ξανθαῖσι καὶ παμπορφύροις ἀκτῖσι βεβρεγμένος O. 6.55

    πολύβοσκον γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις O. 7.63

    ἀγαθοὶ δὲ καὶ σοφοὶ O. 9.28

    ὡραῖος ἐὼν καὶ καλὸς O. 9.94

    [ ἀκρόσοφον δὲ καὶ αἰχματὰν (v. l. τε καὶ) O. 11.19]

    κλυτὰν καὶ ὀνυμαστάν P. 1.38

    πολυμήλου καὶ πολυκαρποτάτας χθονὸς P. 9.7

    εὐδαίμων δὲ καὶ ὑμνητὸς P. 10.22

    γέρας τό περ νῦν καὶ ἄρειον ὄπιθεν N. 7.101

    ἄνιππός εἰμι καὶ βουνομίας ἀδαέστερος Pae. 4.27

    esp., two numerals,

    πρώτοις καὶ τερτάτοις O. 8.46

    ἑβδόμᾳ καὶ σὺν δεκάτᾳ γενεᾷ P. 4.10

    τεσσαράκοντα καὶ

    ὀκτὼ παρθένοισι P. 9.113

    τρεῖς καὶ δέκ' ἄνδρας fr. 135.
    c two participles.

    ἐξαρκέων κτεάτεσσι καὶ εὐλογίαν προστιθείς O. 5.24

    ἀποπέμπων καὶ ἐποψόμενος O. 8.52

    δεξάμενον καὶ δαίσαντα N. 1.71

    θνατὰ μεμνάσθω περιστέλλων μέλη καὶ γᾶν ἐπιεσσόμενος N. 11.16

    cf. O. 6.20
    d two infinitives. “ μοναρχεῖν καὶ βασιλευέμενP. 4.166 χέρα οἱ προσενεγκεῖν ἦρα καὶ ἐκ λεχέων κεῖραι μελιαδέα ποίαν;” P. 9.37.

    ἐπαινεῖσθαι χρεών, καὶ μελιζέμεν N. 11.18

    κελαδῆσαι καὶ προσειπεῖν I. 1.55

    e two pronouns. “ ἐμὲ καὶ σὲP. 4.141

    ὄλβος ἔμπαν τὰ καὶ τὰ νέμων P. 5.55

    εὐδαιμονίαν τὰ καὶ τὰ φέρεσθαι P. 7.21

    f two adverbs.

    πολὺ καὶ πολλᾷ O. 8.23

    3 in enumeration.
    a A καὶ B καὶ C ( καί...)

    λτ;γτ;άνθον ἤπειγεν καὶ Ἀμαζόνας εὐίππους καὶ ἐς Ἴστρον ἐλαύνων O. 8.47

    νόστον ἔχθιστον καὶ ἀτιμότεραν γλῶσσαν καὶ ἐπίκρυφον οἶμον O. 8.69

    πατρὸς ἀρχὰν καὶ βαθὺν κλᾶρον ἔμμεν καὶ μέγαρον O. 13.62

    γυναικεῖον στρατὸν καὶ Χίμαιραν καὶ Σολύμους ἔπεφνεν O. 13.90

    Τροίαν κραταιὸς Τελαμὼν πόρθησε καὶ Μέροπας καὶ τὸν μέγαν Ἀλκυονῆ N. 4.25

    —7.

    χαλκὸν ὅν τε Κλείτωρ καὶ Τεγέα καὶ Ἀχαιῶν ὑψίβατοι πόλιες καὶ Λύκαιον πὰρ Διὸς θῆκε δρόμῳ N. 10.47

    —8.

    ἐξικέσθαν καὶ μέγα ἔργον ἐμήσαντ' ὠκέως καὶ πάθον N. 10.64

    ἐπῇεν καὶ ἔστα καὶ μυχοὺς διζάσατο fr. 51a. 3. τὸ δ' οἴκοθεν ἄστυ κα[ὶ ] καὶ συγγένεἰ Πα.. 32. ὦ ταὶ λιπαραὶ καὶ ἰοστέφανοι καὶ ἀοίδιμοι Ἀθᾶναι fr. 76. 1. φοινικορόδοις δ' ἐνὶ λειμώνεσσι προάστιον αὐτῶν καὶ λιβάνῳ σκιαρὰν καὶ χρυσοκάρποισιν βέβριθε λτ;δενδρέοιςγτ; καὶ τοὶ μὲν Θρ.. 3. ἔνθα βουλαὶ γερόντων καὶ νέων ἀνδρῶν ἀριστεύοισιν αἰχμαί, καὶ χοροὶ καὶ Μοῖσα καὶ Ἀγλαία fr. 199.
    b A καὶ B C τε ( καί...)

    Λύκιε καὶ Δάλοἰ ἀνάσσων, Φοῖβε, Παρνασσοῦ τε κράναν Κασταλίαν φιλέων P. 1.39

    καὶ σοφοὶ καὶ χερσὶ βιαταὶ περίγλωσσοί τ' ἔφυν P. 1.42

    Ἰόλαον καὶ Κάστορος βίαν, σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες P. 11.61

    ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν καὶ τὸ θαητὸν δέμας ἀτρεμίαν τε σύγγονον N. 11.12

    τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον καὶ λεβήτεσσιν φιάλαισί τε χρυσοῦ I. 1.18

    πόλιν τάνδε κόμιζε Δὶ καὶ κρέοντι σὺν Αἰακῷ Πηλεῖ τε κἀγαθῷ Τελαμῶνι σύν τ' Ἀχιλλεῖ P. 8.99

    —100.
    4 καί καί, bothand

    καὶ ποτ' ἀστῶν καὶ ποτὶ ξείνων O. 7.90

    καὶ ἀγάνορος ἵππου θᾶσσον καὶ ναὸς ὑποπτέρου O. 9.23

    καὶ λογίοις καὶ ἀοιδοῖς P. 1.94

    ἀλλὰ καὶ σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνοςP. 4.152

    κόρον δ' ἔχει καὶ μέλι καὶ τὰ τέρπν ἄνθἐ Ἀφροδίσια N. 7.53

    καὶ τὸν ἀκερσεκόμαν Φοῖβον χορεύων καὶ τὰν ἁλιερκέα Ἰσθμοῦ δειράδ I. 1.7

    καὶ πάγκαρπον ἐπὶ χθόνα καὶ διὰ πόντον βέβακεν ἐργμάτων ἀκτὶς I. 1.41

    μυρίαι δ' ἔργων καλῶν τέτμανθ κέλευθοι καὶ πέραν Νείλοιο παγᾶν καὶ δἰ Ὑπερβορέους I. 6.23

    εἴη καὶ ἐρᾶν καὶ ἔρωτι χαρίζεσθαι κατὰ καιρόν fr. 127. 1. with irregular coordination,

    καὶ τὰν παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα κούφαν κτίσιν O. 13.83

    καὶ τὸν Ἰσθμοῖ καὶ Νεμέᾳ στέφανον (sc. ἐκράτησε) N. 10.26 in comparison,

    πειρῶντι δὲ καὶ χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει καὶ νόος ὀρθός P. 10.67

    5 with intensifying force.

    οὔτε δύσηρις ἐὼν οὔτ' ὦν φιλόνικος ἄγαν, καὶ μέγαν ὅρκον ὀμόσσαις, τοῦτό γέ οἱ μαρτυρήσω O. 6.20

    τέκεν γόνον ὑπερφίαλον μόνα καὶ μόνον P. 2.43

    τοῦτον ἄεθλον ἑκὼν τέλεσον· καί τοι μοναρχεῖν καὶ βασιλευέμεν ὄμνυμι προήσειν” conditional parataxis P. 4.165
    6 v. E infra for exx. of καὶ irregularly placed. B copulative, combined with τε, where τε is superfluous.
    1

    Πίσας τε καὶ Φερενίκου χάρις O. 1.18

    τρεῖς τε καὶ δέκ' ἄνδρας O. 1.79

    ἐν δίκᾳ τε καὶ παρὰ δίκαν O. 2.16

    εὐθυμιᾶν τε μέτα καὶ πόνων O. 2.34

    πλοῦτόν τε καὶ χάριν ἄγων O. 2.10

    τῶν τε καὶ τῶν καιρὸν O. 2.53

    Πηλεύς τε καὶ Κάδμος O. 2.78

    ἀνδρῶν τ' ἀρετᾶς πέρι καὶ διφρηλασίας O. 3.37

    αὐτόν τέ νιν καὶ φαιδίμας ἵππους O. 6.14

    Συρακοσσᾶν τε καὶ Ὀρτυγίας O. 6.93

    Ζεύς τε καὶ ἀθάνατοι O. 7.55

    μήλων τε κνισάεσσα πομπὰ καὶ κρίσις O. 7.80

    αὐτούς τ' ἀέξοι καὶ πόλιν O. 8.88

    μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι O. 9.65

    τά λτ;τεγτ; τερπνὰ καὶ τὰ γλυκέα (supp. Hermann, met. gr.: om. codd., Schr.) O. 14.5

    γᾶν τε καὶ πόντον κατ' ἀμαιμάκετον P. 1.14

    κτεάτεσσί τε καὶ περὶ τιμᾷ P. 2.59

    παῖδες ὑπερθύμων τε φωτῶν καὶ θεῶνP. 4.13 Κρηθεῖ τε μάτηρ καὶ ΣαλμωνεῖP. 4.142

    ἀνέρες ἔκ τε Πύλου καὶ ἀπ' ἄκρας Ταινάρου P. 4.174

    θεός τέ οἱ τὸ νῦν τε πρόφρων τελεῖ δύνασιν καὶ τὸ λοιπὸν P. 5.117

    βουλᾶν τε καὶ πολέμων P. 8.3

    ἔρξαι τε καὶ παθεῖν ὁμῶς P. 8.6

    λύρᾳ τε καὶ φθέγματι μαλθακῷ P. 8.31

    πολλάν τε καὶ ἡσύχιον εἰρήναν P. 9.22

    ἔν τε θεοῖς κἀνθρώποιςP. 9.40

    τόλμᾳ τε καὶ σθένει P. 10.24

    εὐφροσύνα τε καὶ δόξ' ἐπιφλέγει P. 11.45

    τῶν τε καὶ τῶν χρήσιες N. 1.30

    εὖ τε παθεῖν καὶ ἀκοῦσαι N. 1.32

    λῆμά τε καὶ δύναμιν N. 1.57

    Ἄρτεμίς τε καὶ θρασεἶ Ἀθάνα N. 3.50

    Κλεωναίου τ' ἀπ ἀγῶνος καὶ λιπαρῶν εὐωνύμων ἀπ Ἀθανᾶν N. 4.18

    Οἰνώνᾳ τε καὶ Κύπρῳ N. 4.46

    εὔανδρόν τε καὶ ναυσικλυτὰν N. 5.9

    ἐπί τε χθόνα καὶ διὰ θαλάσσας N. 6.48

    σέ τ' καὶ Πολυτιμίδαν N. 6.62

    χειρῶν τε καὶ ἰσχύος ἁνίοχον N. 6.66

    φίλιπποί τ' αὐτόθι καὶ κτεάνων ψυχὰς ἔχοντες κρέσσονας ἄνδρες N. 9.32

    γνώτ' ἀείδω θεῷ τε καὶ ὅστις ἁμιλλᾶται N. 10.31

    Χαρίτεσσί τε καὶ σὺν Τυνδαρίδαις N. 10.38

    Κορίνθου τ' ἐν μυχοῖς, καὶ Κλεωναίων πρὸς ἀνδρῶν τετράκις (loc. susp.) N. 10.42

    θάνατόν τε φυγὼν καὶ γῆρας ἀπεχθόμενον N. 10.83

    ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν καὶ παρ' Εὐρώτᾳ πέλας I. 1.29

    κτεάνων θ' ἅμα λειφθεὶς καὶ φίλων I. 2.11

    τῶν τε γὰρ καὶ τῶν διδοῖ I. 4.51

    γαίας τε πάσας καὶ βαθύκρημνον πολιᾶς ἁλὸς ἐξευρὼν θέναρ I. 4.55

    Ζεὺς τά τε καὶ τὰ νέμει I.5. 52.

    δαπάνᾳ τε χαρεὶς καὶ πόνῳ I. 6.10

    ἀγλαοὶ παῖδές τε καὶ μάτρως I. 6.62

    Ὕλλου τε καὶ Αἰγιμιοῦ I. 9.2

    ὁ δ' ἐθέλων τε καὶ δυνάμενος fr. 2. 1. γᾶν τε καὶ θάλασσαν fr. 51a. 2.

    γαῖαν ἀμπελόεσσάν τε καὶ εὔκαρπον Pae. 2.25

    τὸ δ' εὐβουλίᾳ τε καὶ αἰδοῖ ἐγκείμενον Pae. 2.51

    Χαρίτεσσίν τε καὶ Ἀφροδίτᾳ Pae. 6.4

    ὁ πάντα τοι τά τε καὶ τὰ τεύχων Pae. 6.132

    μαντευμάτων τε θεσπεσίων δοτῆρα καὶ τελεσσιε[πῆ] θεοῦ ἄδυτον Pae. 7.2

    σέ τε καὶ ῥαδ[ Πα. 7. d. 2.

    τά τ' ἐόντα τε κα[ὶ ] πρόσθεν γεγενημένα Pae. 8.83

    ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχύν τ ἀνδράσι καὶ σοφίας ὁδόν (Blass: πτανὸν ἀνδράσι codd. Dion. Hal.)

    Πα... Ἐλείθυιά τε καὶ Λάχεσις Pae. 12.17

    τ]ριπόδεσσί τε καὶ θυσίαις fr. 59. 11. πρὶν μὲν ἕρπε σχοινοτένειά τ' ἀοιδὰ διθυράμβων καὶ τὸ σὰν κίβδηλον Δ. 2. 2. βαθύζωνόν τε Λατὼ καὶ θοᾶν ἵππων ἐλάτειραν fr. 89a. 2. Πειθώ τ' ἔναιεν καὶ Χάρις fr. 123. 14. Ἀπόλλωνί τε καὶ[ fr. 140b. 10. ] ραί τε καὶ υ[ fr. 215. 9. τόλμα τέ μιν ζαμενὴς καὶ σύνεσις fr. 231. emphasised, bothand, ξένον μή τιν' ἀμφότερα καλῶν τε ἴδριν ἅμα καὶ δύναμιν κυριώτερον ( ἀλλὰ coni. Hermann) O. 1.104

    ἀμφότερον μάντιν τ' ἀγαθὸν καὶ δουρὶ μάρνασθαι O. 6.17

    ἀμφότερον δαπάναις τε καὶ πόνοις I. 1.42

    once joining finite verbs,

    ἔν τ' ἀέθλοισι θίγον πλείστων ἀγώνων, καὶ τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον I. 1.19

    —20. irregularly coordinated,

    ἄγοντι δέ με νῖκαι, ὦ Μεγάκλεες, ὑμαί τε καὶ προγόνων P. 7.18

    συμβαλεῖν μὰν εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἶμ' ἀπὸ Σπάρτας καὶ παῤ Ἰσμηνοῦ ῥοᾶν κεκραμένον ἐκ Μελανίπποιο μάτρωος N. 11.33

    —6.

    οἶά τε χερσὶν ἀκοντίζοντες αἰχμαῖς καὶ λιθίνοις ὁπότ' ἐν δίσκοις ἵεν I. 1.24

    —5.

    ζώων τ' ἀπὸ καὶ θάνων I. 7.30

    Κλεάνδρῳ τις ἀνεγειρέτω κῶμον, Ἰσθμιάδος τε νίκας ἄποινα, καὶ Νεμέᾳ ἀέθλων ὅτι κράτος ἐξεῦρε I. 8.4

    [ἀνατεί τε] καὶ ἀπριάτας ἔλασεν (H. J. Mette: ἀναιρεῖται καὶ codd. Aristidis contra metr.) fr. 169. 8. explicative / appositional, ἐγγυάσομαι ὔμμιν, ὦ Μοῖσαι, φυγόξεινον στρατὸν μήδ' ἀπείρατον καλῶν ἀκρόσοφόν τε καὶ αἰχματὰν ἀφίξεσθαι ( δὲ καὶ v. l.) O. 11.19 Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων fr. 169. 2. cf. P. 9.45
    2 in enumeration.
    a A τε καὶ B C

    τε φόρμιγγά τε ποικιλόγαρυν καὶ βοὰν αὐλῶν ἐπέων τε θέσιν O. 3.8

    μῆλά τε γάρ τοι ἐγὼ καὶ βοῶν ξανθὰς ἀγέλας ἀφίημ' ἀγρούς τε πάνταςP. 4.148

    ἐν Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθλοις ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις P. 9.101

    —2.

    ἀλλά με Πυθώ τε καὶ τὸ Πελινναῖον ἀπύει Ἀλεύα τε παῖδες P. 10.4

    ἀλαλὰν Λυκίων τε προσμένοι καὶ Φρυγῶν Δαρδάνων τε N. 3.60

    —1.

    τό μοι θέμεν Κρονίδᾳ τε Δὶ καὶ Νεμέᾳ Τιμασάρχου τε πάλᾳ ὕμνου προκώμιον εἴη N. 4.9

    Οὐλυμπίᾳ τε καὶ Ἰσθμοῖ Νεμέᾳ τε N. 4.75

    κεῖνοι γάρ τ' ἄνοσοι καὶ ἀγήραοι πόνων τ ἄπειροι fr. 143.
    b A τε καὶ B καὶ C ( καὶ...) “ὅσσα τε χθὼν ἠρινὰ φύλλ' ἀναπέμπει, χὠπόσαι ψάμαθοι κλονέονται χὤ τι μέλλει, χὠπόθεν ἔσσεται, εὖ καθορᾷςP. 9.45 ἐν ξυνῷ κεν εἴη συμπόταισιν τε γλυκερὸν καὶ Διωνύσοιο καρπῷ καὶ κυλίκεσσιν Ἀθαναίαισι κέντρον fr. 124. 3. ἄστρα τε καὶ ποταμοὶ καὶ κύματα πόντου fr. 136.
    c μέν τε καί, v.

    μέν τε O. 4.14

    C emphatic, non-copulative, v. also D. 1. infra.
    1 καί means even.

    καὶ ἄπιστον ἐμήσατο πιστὸν ἔμμεναι O. 1.31

    ἴδε καὶ κείναν χθόνα O. 3.31

    [ θαμὰ καὶ ( θαμάκι v. l.) O. 4.27]

    ἠὺ δ' ἔχοντες σοφοὶ καὶ πολίταις ἔδοξαν ἔμμεν O. 5.16

    ὄφρα ἵκωμαι πρὸς ἀνδρῶν καὶ γένος O. 6.25

    αἱ δὲ φρενῶν ταραχαὶ παρέπλαγξαν καὶ σοφόν O. 7.31

    τεθμὸς δέ τις ἀθανάτων καὶ τάνδ' ἁλιερκέα χώραν παντοδαποῖσιν ὑπέστασε ξένοις O. 8.25

    τράπε δὲ Κύκνεια μάχα καὶ ὑπέρβιον Ἡρακλέα O. 10.15

    δάμασε καὶ κείνους. (Boeckh: κἀκείνους codd.) O. 10.30 ἤτοι καὶ τεά κεν ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν O. 12. 13.

    ἤτοι καὶ ὁ καρτερὸς ὁρμαίνων ἕλε Βελλεροφόντας O. 13.84

    σὺν δὲ κείνῳ καί ποτ' Ἀμαζονίδων βάλλων γυναικεῖον στρατὸν O. 13.87

    σὺν δ' ἀνάγκᾳ μιν φίλον καί τις ἐὼν μεγαλάνωρ ἔσανεν P. 1.52

    εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει P. 1.87

    ἀλλὰ κέρδει καὶ σοφία δέδεται P. 3.54

    ἔτραπεν καὶ κεῖνον (Boeckh: κἀκεῖνον codd.) P. 3.55

    ἐπὶ καὶ θανάτῳ P. 4.186

    καὶ φθινόκαρπος ἐοῖσα διδοῖ ψᾶφον P. 4.265

    ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν δεῖσαι καὶ ἀφαυροτέροις P. 4.272

    αὔξεται καὶ Μοῖσα δἰ ἀγγελίας ὀρθᾶς P. 4.279

    κεῖνόν γε καὶ βαρύκομποι λέοντες περὶ δείματι φύγον P. 5.57

    κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν ἔννεπεν P. 9.95

    ἔτι καὶ μᾶλλον P. 10.57

    ἔμπα καἴπερ ἔχει βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ (Christ: καίπερ codd.) N. 4.36

    κεῖνος καὶ Τελαμῶνος δάψεν υἱὸν N. 8.23

    ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν where καί emphasizes

    κάματον N. 8.50

    ἦν γε μὰν ἐπικώμιος ὕμνος δὴ πάλαι, καὶ πρὶν γενέσθαι τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν N. 8.51

    ἐν γὰρ δαιμονίοισι φόβοις φεύγοντι καὶ παῖδες θεῶν N. 9.27

    καὶ θνατὸν οὕτως ἔθνος ἄγει μοῖρα N. 11.42

    τὸ τεόν, χρύσασπι Θήβα, πρᾶγμα καὶ ἀσχολίας ὑπέρτερον θήσομαι I. 1.2

    ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων I. 4.31

    ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς σύν γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά I. 8.15

    ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν I. 8.60

    ἤτοι καὶ ἐγὼ σκόπελον ναίων Pae. 4.21

    εἰ καί τι Διωνύσου ἄρουρα φέρει, ἄνιππός εἰμι though Pae. 4.25
    2 where καί means also.

    ἐν καὶ θαλάσσᾳ O. 2.28

    Μοῖρ' θεόρτῳ σὺν ὄλβῳ ἐπί τι καὶ πῆμ ἄγει O. 2.37

    ἐπὶ μὰν βαίνει τι καὶ λάθας ἀτέκμαρτα νέφος O. 7.45

    Ἐρατιδᾶν τοι σὺν χαρίτεσσιν ἔχει θαλίας καὶ πόλις O. 7.94

    ἐοικότα γὰρ καὶ τελευτᾷ φερτέρου νόστου τυχεῖν (v. l. ἐν καὶ: κἀν Mosch.) P. 1.35

    Μοῖσα, καὶ πὰρ Δεινομένει κελαδῆσαι πίθεό μοι P. 1.58

    ποτὶ καὶ τὸν ἵκοντ P. 2.36

    ὅθεν φαμὶ καὶ δὲ τὰν ἀπείρονα δόξαν εὑρεῖν P. 2.64

    σοφοὶ δέ τοι κάλλιον φέροντι καὶ τὰν θεόσδοτον δύναμιν P. 5.13

    ἔγεντο καὶ πρότερον Ἀντίλοχος P. 6.28

    ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις P. 9.102

    ἔθηκε καὶ βαθυλείμων ἀγὼν κρατησίποδα Φρικίαν P. 10.15

    ἕποιτο μοῖρα καὶ ὑστέραισιν ἐν ἁμέραις P. 10.17

    ῥέζοντά τι καὶ παθεῖν ἔοικεν N. 4.32

    σὺν δὲ τὶν καὶ παῖς ὁ Θεαρίωνος ἀρετᾷ κλιθεὶς εὔδοξος ἀείδεται N. 7.7

    ἐχθρὰ δ' ἄρα πάρφασις ἦν καὶ πάλαι N. 8.32

    καὶ ἐμοὶ θάνατον σὺν τῷδ' ἐπίτειλον, ἄναξN. 10.77

    ὁ πονήσαις δὲ νόῳ καὶ προμάθειαν φέρει I. 1.40

    ἦ μὰν πολλάκι καὶ τὸ σεσωπαμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει I. 1.63

    ἔτι καὶ Πυθῶθεν I. 1.65

    κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων καὶ Μελίσσῳ I. 4.44

    ἐν δ' ἐρατεινῷ μέλιτι καὶ τοιαίδε τιμαὶ καλλίνικον χάρμ ἀγαπάζοντι I. 5.54

    πόρε, Λοξία, τεαῖσιν ἁμίλλαισιν εὐανθέα καὶ Πυθόι στέφανον I. 7.51

    ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν sc. as well as to men I. 8.59

    ἐπεὶ περικτίονας ἐνίκασε δή ποτε καὶ κεῖνος I. 8.65

    θεὸς ὁ πάντα τεύχων βροτοῖς καὶ χάριν ἀοιδᾷ φυτεύει fr. 141.
    3 emphatic, where neither of the two previous meanings seems applicable.
    a emphasizing subs., adj.

    καί πού τι καὶ βροτῶν φάτις O. 1.28

    σέο ἕκατι καὶ μεγασθενῆ νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων I. 5.2

    φαντὶ γὰρ ξύν' ἀλέγειν καὶ γάμον Θέτιος ἄνακτας (others interpr. καὶ as copulative) I. 8.47

    ταῦτα καὶ μακάρων ἐμέμναντ' ἀγοραί I. 8.26

    ἀπὸ καὶ πατρός Πα. 7C. 9. ὁ δὲ κηλεῖται χορευοίσαισι κα[ὶ θη]ρῶν ἀγέλαις (supp. Housman) Δ. 2. 22. esp. subs. prop.,

    ἦλθε καὶ Γανυμήδης O. 1.44

    ἀνταγόρευσεν καὶ Πελίας P. 4.156

    ἔγνον ποτὲ καὶ Ἰόλαον P. 9.79

    λαὸν θαμὰ δὴ καὶ Ὀλυμπιάδων φύλλοις ἐλαιᾶν χρυσέοις μιχθέντα N. 1.17

    αἰνέω καὶ Πυθέαν I. 5.59

    κώμαζ' ἔπειτεν ἁδυμελεῖ σὺν ὕμνῳ καὶ Στρεψιάδᾳ I. 7.21

    other exx. under c. α. infra.
    b preceding demonstrative.

    εἶπεν καὶ τόδε P. 4.86

    καὶ

    τόδε συνθέμενος ῥῆμα P. 4.277

    ἐξύφαινε, γλυκεῖα, καὶ τόδ' αὐτίκα, φόρμιγξ, Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ μέλος N. 4.44

    I relative.

    Ἄργει δ' ὅσσα καὶ ἐν Θήβαις O. 13.107

    θεός, ὃ καὶ πτερόεντ' αἰετὸν κίχε P. 2.50

    οἶα καὶ πολλοὶ πάθον P. 3.20

    οἵτε καὶ P. 3.89

    ἔνθα καὶ P. 4.253

    ὃ καὶ P. 5.63

    [ τῷ καὶ (codd.: καὶ del. Pauw.) P. 5.69]

    ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας P. 12.31

    ὅθεν περ καὶ Ὁμηρίδαι N. 2.1

    ὃς καὶ Ἰαολκὸν εἷλε N. 3.34

    τᾷ καὶ Δαναοὶ πόνησαν N. 7.36

    οἷοι καὶ Διὸς Αἰγίνας τε λέκτρον ἀμφεπόλησαν N. 8.6

    ὅσπερ καὶ Κινύραν ἔβρισε πλούτῳ N. 8.18

    πατρίδι ἐν ᾇ καὶ τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν παῖδα I. 1.12

    ὅν τε καὶ κάρυκες ὡρᾶν ἀνέγνον I. 2.23

    ἅ τε κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἅρμα καρύξαισα νικᾶν (Boeckh: κεἰν, κἠν codd.) I. 4.25

    τοὶ καὶ σὺν μάχαις δὶς πόλιν Τρώων πράθον I. 5.35

    ὃ καὶ δαιμόνεσσι δίκας ἐπείραινε I. 8.23

    ὃ καὶ Μύσιον ἀμπελόεν αἵμαξε πεδίον I. 8.49

    ὃς καὶ τυπεὶς ἁγνῷ πελέκει τέκετο ξανθὰν Ἀθάναν fr. 34.
    II demonstrative.

    τὸ καὶ ἀνδρὶ πάρεστι Συρακοσίῳ O. 6.17

    τὸ καὶ κατεφάμιξεν O. 6.56

    τῶ καὶ ἐγὼ καίπερ ἀχνύμενος θυμόν I. 8.5

    τὸ καὶ νῦν φέρει λόγον I. 8.61

    cf. I. 8.26
    d with temporal adv.

    τότε καὶ φαυσίμβροτος δαίμων Ὑπεριονίδας O. 7.39

    καὶ τότε γνοὺς P. 3.31

    μετὰ καὶ νῦν P. 4.64

    cf. I. 8.61

    καὶ νῦν N. 5.43

    [ καὶ νῦν (v. l. καί νυν) N. 6.8] ἐνῆκεν καὶ ἔπειτ[ Παρθ. 2.. καὶ τότ' ἐγὼ fr. 168. 4. v. also νῦν
    e emphasizing prepositional phrases, cf. E infra.

    ὃς ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ P. 5.47

    εἰ δὲ χρὴ καὶ πὰρ σοφὸν ἀντιφερίξαι, ἐρέωP. 9.50

    πλεῖστα νικάσαντά δε καὶ τελεταῖς ὡρίαις ἐν Παλλάδος εἶδον P. 9.97

    γλυκύ τι δαμωσόμεθα καὶ μετὰ πόνον I. 8.8

    οἶαν Βρομίου [τελε]τὰν καὶ παρὰ σκᾶ[πτ]ον Διὸς Οὐρανίδαι ἐν μεγάροις ἵσταντι Δ. 2. 7.
    f with dependent infinitive phrase.

    γλυκεῖα δὲ φρὴν καὶ συμπόταισιν ὁμιλεῖν P. 6.53

    πράσσει χρέος, αὖτις ἐγεῖραι καὶ παλαιὰν δόξαν ἑῶν προγόνων P. 9.105

    ἐγὼ δ' ἀστοῖς ἁδὼν καὶ χθονὶ γυῖα καλύψαι (sc. εὔχομαι) N. 8.38
    4 in comparisons.
    a

    ὡς εἰ καί, ὥτε καί. φιάλαν ὡς εἴ τις δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ, καὶ ἐγὼ νέκταρ χυτόν ἀνδράσιν πέμπων ἱλάσκομαι O. 7.7

    ἀλλ' ὥτε παῖς, καὶ ὅταν O. 10.91

    b

    οὕτω καί. ἐν δ' ὀλίγῳ βροτῶν τὸ τερπνὸν αὔξεται· οὕτω δὲ καὶ πίτνει χαμαί P. 8.93

    καὶ θνατὸν οὕτως ἔθνος ἄγει N. 11.42

    c

    οἷος καί. ἤρατο τῶν ἀπεόντων· οἶα καὶ πολλοὶ πάθον P. 3.20

    τῶν ἀρειόνων ἐρώτων. οἷοι καὶ Διὸς Αἰγίνας τε λέκτρον ποιμένες ἀμφεπόλησαν N. 8.6

    d ἐπεὶ ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν, καὶ κεῖνος ὅσα χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν, τίς ἂν φράσαι δύναιτο; O. 2.99

    ὅθεν περ καὶ Ὁμηρίδαι ῥαπτῶν ἐπέων τὰ πόλλ' ἀοιδοὶ ἄρχονται, καὶ ὅδ ἀνὴρ N. 2.3

    , cf. P. 10.67 D in combination with other particles.
    a where καί means even

    φύονται δὲ καὶ νέοις ἐν ἀνδράσιν πολιαί P. 4.25

    κῆλα δὲ καὶ δαιμόνων θέλγει φρένας P. 1.12

    βία δὲ καὶ μεγάλαυχον ἔσφαλεν ἐν χρόνῳ P. 8.15

    θανόντων δὲ καὶ φίλοι προδόται (Bergk: λόγοι φίλοι codd.) fr. 160.
    b where καί means also

    ἀγλαίζεται δὲ καὶ μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ O. 1.14

    δαέντι δὲ καὶ σοφία μείζων ἄδολος τελέθει O. 7.53

    ἔστι δὲ καί τι θανόντεσσιν μέρος O. 8.77

    οἱ δ' Ἀρκάδες, οἱ δὲ καὶ Πισᾶται O. 9.68

    ἄλλαι δὲ δὔ χάρμαι, τὰ δὲ καὶ Νεμέας κατὰ κόλπον O. 9.87

    τὰ δὲ καί ποτ' ἐν ἀλκᾷ O. 13.55

    τέρας μὲν θαυμάσιον προσιδέσθαι, θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι P. 1.26

    μάκαρ δὲ καὶ νῦν P. 5.20

    τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.28

    χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω, ῥαίνω δὲ καὶ ὕμνῳ bis. P. 8.56—7.

    πολλοὶ ἀριστῆες, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων P. 9.

    108.

    ἐλᾷ δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετὰς ὁ θνατὸς αἰών N. 3.74

    πρόφρων δὲ καὶ κείνοις ἄειδ' ἐν Παλίῳ Μοισᾶν ὁ κάλλιστος χορός N. 5.22

    ἕπομαι δὲ καὶ αὐτὸς ἔχων μελέταν N. 6.54

    μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν N. 8.43

    ἔστι δὲ καὶ κόρος ἀνθρώπων N. 10.20

    ἐκράτησε δὲ καί ποθ' Ἕλλανα στρατὸν Πυθῶνι N. 10.25

    τρὶς μὲν τρὶς δὲ καὶ σεμνοῖς δαπέδοις ἐν Ἀδραστείῳ νόμῳ N. 10.28

    ἐν Ἰσθμῷ Νεμέᾳ δὲ καὶ ἀμφοῖν I. 5.18

    μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων μέτρα δὲ καὶ κατέχων I. 6.71

    αἰνέων Μελέαγρον, αἰνέων δὲ καὶ Ἕκτορα Ἀμφιάρηόν τε I. 7.32

    κλεινὸς Αἰακοῦ λόγος, κλεινὰ δὲ καὶ ναυσικλυτὸς Αἴγινα I. 9.1

    διαγινώσκομαι μὲν γινώσκομαι δὲ καὶ μοῖσαν παρέχων ἅλις Pae. 4.23

    μνάσει δὲ καί τινα Pae. 14.35

    τέρπεται δὲ καί τις ἐπ' οἶδμ ἅλιον ναὶ θοᾷ διαστείβων fr. 221. 4. N. B. anaphora O. 9.68, P. 9.108, N. 10.28, I. 6.71, I. 7.32, I. 9.1
    c where καί is generally emphatic. τῶν νῦν δὲ καὶ Θρασύβουλος πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα (= αὖ, Gr. Part., 305 P. 6.44 ἔστι δὲ καὶ διδύμων ἀέθλων Μελίσσῳ μοῖρα and two are the victories that M. has I. 3.9 ἐν δ' ἄρα καὶ Τενέδῳ Πειθώ τ ἔναιεν ( précisement van Groningen) fr. 123. 13. σοφοὶ δὲ καὶ τὸ μηδὲν ἄγαν ἔπος αἴνησαν περισσῶς fr. 35b. where δὲ is separated from

    καί; εἰ δ' αὐτὸ καὶ θεὸς ἀνέχοι N. 7.89

    2 combined with particles other particles than δέ. a. καί ῥα v. ῥα. b. καί νυν v. νυν. c. καὶ γάρ v. γάρ. d. καὶ μάν v. μά ν. e. καίτοι v. τοι f. καίπερ v. καίπερ [g. καί τε is not a genuine combination of particles, in spite of apparent exx. I. 2.19 coni., I. 2.23, I. 4.25—6, I. 7.32—3.] E position of καί: 1. the position of emphatic καὶ is sometimes between prep. and subs., cf. C. 3. e supra:

    ἐν καὶ θαλάσσᾳ O. 2.28

    ἐπὶ καὶ θανάτῳ P. 4.186

    ἐν Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθλοις ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις P. 9.102

    ἀπὸ καὶ πατρός Πα. 7C. 9. cf. fr. 123. 13. This usage is irregularly applied to copulative καί:

    ἐν καὶ τελευτᾷ O. 7.26

    θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις (Tricl.: ἔν τε, ἔν τε καὶ codd.) P. 10.58 πέσε δ (sc. κῦμ' Ἀίδα)

    ἀδόκητον ἐν καὶ δοκέοντα N. 7.31

    ζώων τ' ἀπὸ καὶ θανών I. 7.30

    2 irregular position of καί. dub. exx.
    a copulative. ὄνυχας ὀξυτάτους ἀκμὰν / καὶ δεινοτάτων σχάσαις ὀδόντων ( καί coni. Ahlwardt: τε codd.: ὀξ. σχ. καὶ δειν. coni. Wil.) N. 4.64 [ καὶ coni. Ahlwardt, τ codd. P. 10.69]
    b emphatic. δελφῖνι καὶ τάχος δἰ ἅλμας ἶσον κ' εἴποιμι Μελησίαν (Schr. e Σ: κεν codd.: κ add. Wil., om. codd: “nicht ein umgestelltes “und” sondern “auch” wie die Σ auch verstehen.” Wil.) N. 6.64 F in crasis.

    κἀσόφοις O. 3.45

    κἀγοραὶ O. 12.5

    χὠπόταν χὤταν P. 2.87

    —8.

    κοὔ P. 4.151

    τε κἀγαθῷ P. 8.100

    κἀνθρώποις P. 9.40

    χὠπόσαι χὤ τι χὠπόθεν P. 9.46

    —8. καἴπερ (coni. Christ: καίπερ codd.) N. 4.36 κἀν (Boeckh: κεἰν, κἠν codd.) I. 4.25 εἰρήσεταί που κἀν βραχίστοις (Heyne: που κἐν, πα κ' ἐν codd.) I. 6.59 κεἴ fr. 4. κἀγχερριθ[ Πα. 22. i. 3. G fragg.

    καὶ θυόε[ντα Pae. 3.8

    ]καί ποτε[ Pae. 6.73

    ]σεκαι[ Πα. 7B. 2. ]

    καὶ χ[ Pae. 10.2

    ]καὶ χρυσο[ Pae. 10.10

    καὶ τα[Πα. 13d. 8. ]

    τε καὶ ἁνίκα ναύλοχοι[ Pae. 18.9

    ]καί νιν ορει[ Πα. 22a. 1. ]αμα καὶ στρατιὰ[ Δ. 3. 11. ]τηρκαιε[ Δ. 4. d. 3. καὶ λιπαρῷ fr. 204. ] σκαιλυ[ fr. 215b. col. 2. 4.

    Lexicon to Pindar > καί

  • 5 πείθομαι

    Grammatical information: v.
    Meaning: `to trust, to rely, to obey, to be persuaded' (Il.).
    Other forms: Fut. πείσομαι, aor. πιθέσθαι, πεπιθέσθαι, perf. πέποιθα (all Il.), aor. pass. πεισθῆναι, fut. - θήσομαι, perf. πέπεισ-μαι (Att.), midd. πείσασθαι (hell.), aor. ptc. πιθήσας (Il.), fut. πιθήσω (φ 369; on the explanation below s. ἀπιθής); act. πείθω, πείσω, πεπιθεῖν w. fut. πεπιθήσω, πεῖσαι (all Il.), πιθεῖν (Pi., A.), πέπεικα (young Att.) `convince, persuade'.
    Compounds: Also w. prefix, e.g. ἀνα-, ἐπι-, παρα-, συν-. As 1. member in governing compp. like πείθ-αρχ-ος `obedient to the authorities' (A.) with - ία, - έω a.o. (Att.), Πεισί-στρατος PN; as 2. member after the σ-stems a.o. in ἀ-, εὑ-π(ε)ιθής (Thgn., A., Att.) with aor. ἀπίθ-ησε (Il.), fut. ἀπιθ-ήσω (Κ 129, Ω 300); after it the metr. easy πιθήσας with πιθήσω (diff. Chantraine Gramm. hom. 1, 446).
    Derivatives: A. From root-aorist: 1. πιστός `faithful, reliable, credible' (Il.) with πιστό-της f. `faith' (IA.), πιστ-εύω ( δια-, κατα- a.o.) `to rely, to trust, to believe, to confide' (IA.), from which - ευμα, - ευσις, - ευτικός; πιστ-όομαι ( κατα-, συν-, προ-), - όω `to trust entirely, to warrant, to assure; to make reliable' (Il.) with - ωμα, - ωσις, - ωτής, - ωτικός. 2. πίστις f. `faith, trust, authentication, assurance' (IA.) with πιστι-κός `faithful' (Plu., Vett. Val.; if not for πειστικός; s. below). 3. πιθανός `trustworthy, reliable, believable, obedient' (IA.) with πιθαν-ότης, - όω (Pl., Arist.). 4. πί-συνος `relying on somebody or something' (mostly ep. poet. Il.), prob. after θάρσυνος (Schwyzer 491, Wyss - συνη 13ff.). -- B. From present: 1. Πειθώ f. `(goddess of) persuasion, conviction, obedience' (Hes.), from there Boeot. aor. ἐπί-θωσε, - σαν (IIIa)?; Bechtel Dial. 1, 308 w. lit. 2. πειθός `(easily) pesuading, persuasive' (Ep. Cor.). 3. πειθήμων `obedient, persuasive' (late epic). -- C. From present resp. σ-aor. (younger): 1. πεῖσα f. `obedient' ( ἐν πείσῃ υ 23), like δόξα?; Chantraine Form. 100 a. 435, Schwyzer 516. 2. - πειστος as 2. member εὔ-, δυσανά-, ἀμετά-πειστος a.o. (Att.) opposed to older ἄπιστος. 3. πειστ-ικός `fit for persuasion, convincing' (Pl., Arist.), - ήριος `id.' (E.). 4. πεῖσ-μα n. `conviction, confidence' (Plu., Arr., S. E.), - μονή f. `id.' (Ep. Gal., pap.). 5. πεῖσις ( παρά-, κατά- πείθομαι) f. `conviction etc.' (Plot., Hdn., sch.); cf. older πίστις and Fraenkel Glotta 32, 27 w. lit. 6. πειστήρ m. `someone who obeys' (Suid.) 7. Πειστίχη f. surn. of Aphrodite (Delos; on the χ-suffix Chantraine Form. 404). -- D. From perfect: πεποίθ-ησις f. `trust' (LXX, Phld.), - ίαν ἐλπίδα, προσδοκίαν H.; cf. Scheller Oxytonierung 40.
    Origin: IE [Indo-European] [117] * bʰidʰ- `convince, trust'
    Etymology: With πείθω agrees formally exactly the Lat. themat. root-present fīdō, - ere, IE * bheidh-ō; semant. agrees however the Lat. verb with middle πείθομαι (cf. confīsus sum). Formal identity we find also with the Germ. verb for `wait' in Goth. beidan, OHG bītan etc.; the semantic cleft ('wait (for)' from `trust' or `conform, restrain' ?) is however not yet bridged. The causative too Goth. baidjan `compel', OHG beitten etc. `urge, demand' is semantically divergent; after Specht KZ 66, 205 ff. an agreeing. Gr. *ποιθέω (to which the reduplicated aor. πεπιθεῖν) would have been replaced by act. πείθω. -- The Greek system including the nominal forms is quite explainable from itself; the various adduced nouns, esp. from Lat., like fīdus (formally = the innovated πειθός), fĭdēs, foedus (not to εὑ-πειθής or to πεῖσα), to which perh. also Alb. f. `oath' and OCS běda `need' (IE * bhoidhā), do not help understand the Greek forms. Quite doubtful is the connection of πιστός with Alb. besë f. `belief, treaty, faithfulness', appar. from * bhidh-tā f. (= *πιστη; Hamp KZ 77, 252f.); besë rather innovation (Jokl in W.-Hofmann). -- Further forms w. rich lit. in WP. 2, 139f., 185, Pok. 117, W.-Hofmann s. fīdō. Details on form and meaning of πείθομαι and derivv. in S. Schulz Die Wurzel πειθ- ( πιθ-) im älteren Griechischen. Diss. Bern 1952.
    Page in Frisk: 2,487-488

    Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πείθομαι

  • 6 σπάω

    σπάω, S.Ant. 1003, Ar. Pax 498, etc.: [tense] fut. σπάσω [ᾰ] Lyc.484, ([etym.] δια-) Hdt.7.236, ([etym.] ἐπι-) S.Aj. 769: [tense] aor.
    A

    ἔσπᾰσα Il.13.178

    (tm.), [dialect] Ep.

    σπάσα 5.859

    (tm.), etc.: [tense] pf.

    ἔσπᾰκα Arist.Pr. 930a21

    , ([etym.] ἀν-) Hp.Superf. 22, Ar.Ach. 1069:—[voice] Med., [tense] fut.

    σπάσομαι Hp.Vict.2.38

    , etc.: [tense] aor.

    ἐσπᾰσάμην Il.19.387

    , Hdt.3.29, Philostr.VA7.42, [dialect] Ep.

    σπασάμην Od. 10.166

    , [dialect] Ep. also σπάσσασθε, σπασσάμενος (v. infr.):—[voice] Pass., [tense] fut.

    σπασθήσομαι Gal.16.760

    , ([etym.] δια-) X.An.4.8.10: [tense] aor.

    ἐσπάσθην Il.11.458

    , etc.: [tense] pf.

    ἔσπασμαι Hp.Morb.1.20

    , ([etym.] δι-) Th.6.98, etc.; also in med. sense, X.An.7.4.16, Cyr.7.5.29. Mostly poet. ( ἕλκω being preferred in Prose):— draw, hence,
    I of a sword, draw, mostly in [voice] Med.,

    φάσγανά τε σπάσσασθε Od.22.74

    ;

    σπασσάμενος.. ἄορ παχέος παρὰ μηροῦ Il.16.473

    ;

    ἐκ δ' ἄρα σύριγγος.. ἐσπάσατ' ἔγχος 19.387

    ;

    σπασαμένων τὰς μαχαίρας PTeb.48.19

    (ii B.C.), cf. 138 (ii B.C.): in [voice] Act.,

    ξίφος σπάσαντα E.Or. 1194

    ;

    φάσγανον σπάσας χερί Id.IT 322

    :—[voice] Pass., ἐσπασμένοι τὰ ξίφη having their swords drawn, X.An.7.4.16;

    ἐσπασμένον ὃν εἶχεν ἀκινάκην Id.Cyr.7.5.29

    ;

    ἐσπασμένοις τοῖς ξίφεσι D.S. 4.52

    .
    3 abs., σπᾶτ' ἀνδρείως pull, hoist away, like men, Ar. Pax 498.
    II of violent actions, pluck off or out,

    κόμην S.OT 1243

    ;

    λάχνην Id.Tr. 690

    ; cf. σπαστέος.
    2 tear, rend, esp. of ravenous animals, S.Ant. 258, 1003; λαιμοτόμους κεφαλάς dub. l. in E.IA 776 (lyr.); σ. τοῖς ὄνυξιν [τοὺς νεοττούς], of the eagle, Arist.HA 619b31:—[voice] Pass., φλέβιον, σάρκα σπασθῆναι, Hp.Morb. 1.17.
    3 wrench, sprain,

    τὸ σκέλος ἔσπασε Plu.Arat.33

    :—[voice] Pass.,

    τὸν μηρὸν σπασθῆναι Hdt.6.134

    ;

    τοὺς πόδας E.Cyc. 639

    .
    5 metaph., carry away, draw aside,

    ἀλλά σ' ἔσπασεν πειθώ S.El. 561

    ;

    τὰ πάθη οἷον νεῦρα σ. ἡμᾶς Pl. Lg. 644e

    .
    6 Medic., cause convulsion or spasm, v.l. in Hp.Art. 67:—[voice] Pass., to be convulsed,

    σπασθεὶς ἀποθνῄσκει Id.Aph.5.5

    , Thphr. HP 4.4.13, etc.; ἐσπᾶτο γὰρ πέδονδε καὶ μετάρσιος, of Heracles in his agony, S.Tr. 786, cf. σπάσμα, σπασμός: metaph., to be harassed, anxious, Arr.Epict.1.1.16.
    III draw in, suck in,

    θρόμβον αἵματος A. Ch. 533

    ;

    ἔσπασεν ἄμυστιν ἑλκύσας E. Cyc. 417

    ; συνεκθανεῖν σπῶντα χρὴ τῷ πώματι ib. 571;

    μεστὴν ἀκράτου Θηρίκλειον ἔσπασεν Alex.5

    , cf. 285; opp. λάπτω, κάπτω, Plu. 2.699d, cf.

    σπάσις 11

    ; σ. τὸν μαστόν suck it, Arist.HA 587a33;

    σ. ἀμυστί Ael.NA6.51

    ; and in [voice] Med.,

    ταυρείου σπασάμενος αἵματος Apollod.1.9.27

    :—[voice] Pass., of the female, to be sucked, Arist.HA 576b11 ( τὸ ἄγαν σπᾶσθαι prob. l.); cf.

    ἕλκω A. 11.4

    .
    3 metaph., derive, τροφήν, of winds, Hp.Vict.2.38;

    πειθώ τε καὶ εἵμερον ἔσπασε ἐκ..

    drew, derived..,

    IG14.889

    ([place name] Sinuessa); σ. ἔρωτα enjoy it, Opp.H.4.270; ὀλίγον ὕπνου ς. snatch a little sleep, Hld.5.1:—[voice] Med., Id.2.16.
    2 of angling,

    ἡ μήρινθος οὐδὲν ἔσπασεν Ar. Th. 928

    : hence prov., οὐκ ἔσπασεν ταύτῃ γε 'he took nothing by his motion', Id.V. 175.
    V derive,

    ἐπωνυμίαν παρά τινων Philostr.VS2.10.6

    , cf. Ael.NA14.15 ([voice] Med.); ἀρχὴν λυρικῆς καὶ πέρας ς. AP9.184 (s. v.l.); ῥίζαν σ. τινός derive one's origin from.., Lyc.623;

    σ. τὴν κλῆσιν ἀπό τινος S.E.M.1.46

    ;

    ἔννοιαν θεοῦ ἐκ τῶν κατὰ τοὺς ὕπνους φαντασιῶν Epicur.Fr. 353

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπάω

  • 7 χάρις

    χᾰρῐς (-ις, -ιν; -ιτες, -ίτων, -ίτεσσιν), - ιςςιν), -ιτας, -ιτες.)
    1
    a splendour, honour, glory of the lustre given by achievement, esp. in games.

    Πίσας τε καὶ Φερενίκου χάρις O. 1.18

    αἰὼν δ' ἔφεπε μόρσιμος πλοῦτον τε καὶ χάριν ἄγων γνησίαις ἐπ ἀρεταῖς O. 2.10

    ὦ Ζεῦ, δίδοι τέ οἱ αἰδοίαν χάριν καὶ ποτ' ἀστῶν καὶ ποτὶ ξείνων O. 7.89

    Ἐρατιδᾶν τοι σὺν χαρίτεσσιν ἔχει θαλίας καὶ πόλις O. 7.93

    καὶ Νεμέᾳ γὰρ ὁμῶς ἐρέω ταύταν χάριν O. 8.57

    κατακρύπτει δ' οὐ κόνις συγγόνων κεδνὰν χάριν O. 8.80

    καί νυν ἐπωνυμίαν χάριν νίκας ἀγερώχου κελαδησόμεθα (v. ἐπωνύμιος) O. 10.78

    σφὸν ὄλβον υἱῷ τε κοινὰν χάριν ἔνδικόν τ' Ἀρκεσίλᾳ P. 5.102

    νικῶντί γε χάριν, εἴ τι πέραν ἀερθεὶς ἀνέκραγον, οὐ τραχύς εἰμι καταθέμεν N. 7.75

    κλειναῖς λτ;τγτ; Ἐρεχθειδᾶν χαρίτεσσιν ἀραρὼς ταῖς

    λιπαραῖς ἐν Ἀθάναις I. 2.19

    ἀλλὰ παλαιὰ γὰρ εὕδει χάρις (i. e. ἔργων παλαιῶν) I. 7.17 acc. s. pro prep., for the glory of, for the sake of c. dat., gen.,

    συμποσίου τε χάριν κᾶδός τε τιμάσαις ἑόν O. 7.5

    ὄφρα Θέμιν ἱερὰν Πυθῶνά τε καὶ ὀρθοδίκαν γᾶς ὀμφαλὸν κελαδήσετ' ἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ ἑπταπύλοισι Θήβαις χάριν P. 11.12

    b
    I lustre, glory given by poetry

    τὶν δ' ἁδυεπής τε λύρα γλυκύς τ αὐλὸς ἀναπάσσει χάριν O. 10.94

    σὺν Ὀρσέᾳ δέ νιν κωμάξομαι τερπνὰν ἐπιστάζων χάριν I. 4.72

    θεὸς ὁ πάντα τεύχων βροτοῖς καὶ χάριν ἀοιδᾷ φυτεύει fr. 141. acc. s. pro prep., c. gen.,

    τὸ Καστόρειον δ' ἐν Αἰολίδεσσι χορδαῖς θέλων ἄθρησον χάριν ἑπτακτύπου φόρμιγγος ἀντόμενος P. 2.70

    σέθεν ἁδυεπὴς ὕμνος ὁρμᾶται θέμεν αἶνον ἀελλοπόδων μέγαν ἵππων, Ζηνὸς Αἰτναίου χάριν N. 1.6

    and so, ἀγαυὸν καλάμῳ συνάγεν θρόον μήδεσί τε φρενὸς ὑμετέραν χάριν as a glory for you Pae. 9.37
    II pl., poems, songs ταὶ Διωνύσου πόθεν ἐξέφανεν σὺν βοηλάτᾳ χάριτες διθυράμβῳ; O. 13.19 ἀμφοτερᾶν τοι χαρίτων σὺν θεοῖς ζεύξω τέλος, καὶ τὸν ἀκερσεκόμαν Φοῖβον χορεύων καὶ τὰν ἁλιερκέα Ἰσθμοῦ δειράδ (i. e. songs for both Thebes and Delos) I. 1.6

    χρὴ δὲ κωμάζοντ' ἀγαναῖς χαρίτεσσιν βαστάσαι I. 3.8

    c
    I favour, blessing

    ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι πρώτα χάρις πομπαῖον ἐλθεῖν οὖρον P. 1.33

    τῷ μὲν διδύμας χάριτας εἰ κατέβαν ὑγίειαν ἄγων χρυσέαν κῶμόν τ P. 3.72

    τὶν δὲ τούτων ἐξυφαίνονται χάριτες P. 4.275

    γλυκυτάτᾳ γενεᾷ εὐώνυμον κτεάνων κρατίσταν χάριν πορών P. 11.58

    οὐδ' ἀμόχθῳ καρδίᾳ παραιτεῖται χάριν (i. e. τὰ Ὀλύμπια νικῆσαι Σ.) N. 10.30 ἐπί τε κλυτὰν πέμπετε χάριν, θεοί benison fr. 75. 2. ὁ [Λοξ]ίας [πρό]φρων ἀθανάταν χάριν Θήβαις ἐπιμείξων Παρθ. 2.. χάριτάς τ' Ἀφροδισίων ἐρώτων fr. 128. 1.
    II goodwill, goodfeeling: gratitude, thanksφίλια δῶρα Κυπρίας ἄγ' εἴ τι, Ποσείδαον, ἐς χάριν τέλλεταιO. 1.75 ἄνεται δὲ πρὸς χάριν εὐσεβίας ἀνδρῶν λιταῖς in gratitude for their piety O. 8.8

    ὁπᾷ τε κοινὸν λόγον φίλαν τείσομεν ἐς χάριν O. 10.12

    νικῶν Ἴλᾳ φερέτω χάριν Ἁγησίδαμος O. 10.17

    ἀρέομαι πὰρ μὲν Σαλαμῖνος Ἀθαναίων χάριν μισθόν P. 1.76

    ἄγει δὲ χάρις φίλων ποί τινος ἀντὶ ἔργων ὀπιζομένα P. 2.17

    οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.86

    Θώρακος, ὅσπερ ἐμὰν ποιπνύων χάριν τόδ' ἔζευξεν ἅρμα Πιερίδων (“dans son zèle pour ma cause,” Puech: cf. Πα. 9. 37) P. 10.64 ἁδεῖα δ' ἔνδον μιν ἔκνιξεν χάρις (ἡδονή Σ.) I. 6.50 acc. s. pro prep., Διὸς δὲ χάριν ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων by the grace of Zeus P. 3.95
    d χάριν prep., v. l. a. fin., 1. b. α. fin., 1. c. β. fin.
    e fragg.

    ε]ὐκλέα χάριν Pae. 2.103

    χάριν Πα. 12. a. 11. χ]άριν [ἀμ]φέπων (vix κίθαριν, Snell) fr. 215b. 7. Ποσειδᾶνος χά[ρι]ν ?fr. 345a. 9.
    2 pro pers.,
    a s., Charm, Grace

    Χάρις δ, ἅπερ ἅπαντα τεύχει τὰ μείλιχα θνατοῖς O. 1.30

    οἷς αἰδοία ποτιστάξῃ Χάρις εὐκλέα μορφάν O. 6.76

    ἄλλοτε δ' ἄλλον ἐποπτεύει Χάρις ζωθάλμιος O. 7.11

    ἐν δ' ἄρα καὶ Τενέδῳ Πειθώ τ ἔναιεν καὶ Χάρις υἱὸν Ἁγησίλα ( χάρισ coni. van Groningen; varie tentabant locum docti, e. g. lacunam post υἱὸν ponentes) fr. 123. 14
    b pl., the Graces, Aglaia, Euphrosyne, Thalia, daughters of Zeus and ?Eurynome, worshipped chiefly at Orchomenos.

    κοιναὶ Χάριτες ἄνθεα τεθρίππων δυωδεκαδρόμων ἄγαγον O. 2.50

    Οὐλυμπιονίκαν δέξαι Χαρίτων θ' ἕκατι τόνδε κῶμον O. 4.9

    ἐξαίρετον Χαρίτων νέμομαι κᾶπον O. 9.27

    ὦ λιπαρᾶς ἀοίδιμοι βασίλειαι Χάριτες Ἐρχομενοῦ O. 14.4

    οὐδὲ γὰρ θεοὶ σεμνᾶν Χαρίτων ἄτερ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῖτας O. 14.8

    ἄνευ οἱ Χαρίτων τέκεν γόνον (i. e. ἄχαριν, graceless) P. 2.42

    σὲ δ' ἠύκομοι φλέγοντι Χάριτες P. 5.45

    ἦ γὰρ ἑλικώπιδος Ἀφροδίτας ἄρουραν ἢ Χαρίτων ἀναπολίζομεν P. 6.2

    ἔπεσε δ' οὐ Χαρίτων ἑκὰς ἁ δικαιόπολις νᾶσος P. 8.21

    σὺν βαθυζώνοισιν ἀγγέλλων Τελεσικράτη Χαρίτεσσι γεγωνεῖν P. 9.3

    Χαρίτων κελαδεννᾶν μή με λίποι καθαρὸν φέγγος P. 9.89

    παρὰ καλλιχόρῳ πόλι Χαρίτων Καφισίδος ἐν τεμένει (at Orchomenos) P. 12.26

    ὅ τι κε σὺν Χαρίτων τύχᾳ γλῶσσα φρενὸς ἐξέλοι βαθείας N. 4.7

    φέρε στεφανώματα σὺν ξανθαῖς Χάρισσιν N. 5.54

    παρὰ Κασταλίαν τε Χαρίτων ἑσπέριος ὁμάδῳ φλέγεν N. 6.37

    εὔχομαι ταύταν ἀρετὰν κελαδῆσαι σὺν Χαρίτεσσιν N. 9.54

    Χάριτες, Ἄργος Ἥρας δῶμα θεοπρεπὲς ὑμνεῖτε N. 10.1

    Χαρίτεσσί τε καὶ σὺν Τυνδαρίδαις θαμάκις N. 10.38

    σὺν Χάρισιν δ' ἔμολον Λάμπωνος υἱοῖς I. 5.21

    τὰν Ψαλυχιαδᾶν δὲ πάτραν Χαρίτων ἄρδοντι καλλίστᾳ δρόσῳ I. 6.63

    χρὴ δ' ἐν ἑπταπύλοισι Θήβαις τραφέντα Αἰγίνᾳ Χαρίτων ἄωτον προνέμειν I. 8.16

    Χάρισι πάσαι[ς fr. 6. e.

    χάριτε[ς Pae. 3.2

    ]Χάρισι Pae. 4.13

    σε, χρυσέα κλυτόμαντι Πυθοῖ, λίσσομαι Χαρίτεσσίν τε καὶ σὺν Ἀφροδίτᾳ με δέξαι Pae. 6.3

    Χαρίτεσσί μοι ἀγχιθ[ Pae. 7.10

    μήλ]ων Χαρίτεσσι μίγδαν [Κύ]νθιον παρὰ κρημνόν Pae. 12.7

    σεμνᾶν Χαρίτων μέλημα τερπνόν (sc. ὦ Πάν: on account of his skill in dancing and piping) fr. 95. 3. Εὐρυνόμα Χάριτ[ας] π[ ]ασσιας ἔτικτεν ( Εὐρυνόμα Blass: ευρυχμα Π: π[αραθαλ]ασσίας coni. Snell) ?fr. 333a. 10. σὺν Χαρίτ[εσσι P. Oxy. 841, fr. 112.

    Lexicon to Pindar > χάρις

  • 8 ἄτη

    ἄτη, , [dialect] Dor. [full] ἄτα, [dialect] Aeol. [full] αὐάτα ( [full] ϝ-), v. infr.:—
    A bewilderment, infatuation, caused by blindness or delusion sent by the gods, mostly as the punishment of guilty rashness,

    τὸν δ' ἄτη φρένας εἷλε Il.16.805

    ;

    Ζεῦ πάτερ, ἦ ῥά τιν' ἤδη.. βασιλήων τῇδ' ἄτῃ ἄασας 8.237

    ;

    Ζεὺς καὶ Μοῖρα καὶ.. Ἐρινὺς.. φρεσὶν ἔμβαλον ἄγριον ἄτην 19.88

    (so ἀλλ' ἐπεὶ ἀασάμην καί μευ φρένας ἐξέλετο Ζεύς ib. 137); ἄτην δὲ μετέστενον ἣν Ἀφροδίτη δῶχ' ὅτε μ' ἤγαγε κεῖσε, says Helen, Od.4.261.
    2 Ἄτη personified, the goddess of mischief, author of rash actions,

    πρέσβα Διὸς θυγάτηρ, Ἄτη, ἣ πάντας ἀᾶται Il.19.91

    , cf. 9.504, Hes. Th. 230, Pl.Smp. 195d;

    Ἄτης ἂν λειμῶνα Emp.121.4

    ; coupled with Ἐρινύς, A.Ag. 1433.
    II of the consequences of such visitations, either,
    1 [voice] Act., reckless guilt or sin,

    Ἀλεξάνδρου ἕνεκ' ἄτης Il.6.356

    : in pl., deceptions, 10.391: or,
    2 [voice] Pass., bane, ruin, 24.480, Hdt.1.32; ἐγγύα, πάρα δ' ἄτα prov. in Thales ap.Stob.3.1.172: τὸ πῆμα τῆς ἄτης the anguish of the doom, S.Aj. 363 (lyr.);

    ὕβρις γὰρ ἐξανθοῦσ' ἐκάρπωσε σταχὺν ἄτης A.Pers. 822

    ;

    Πειθὼ προβουλόπαις.. ἄτης Id.Ag. 386

    (lyr.): pl., Id.Pers. 653 (lyr.), 1037 (lyr.), S.Aj. 848, etc.; strokes of fate,

    ἀνδρείη τὰς ἄτας μικρὰς ἔρδει Democr.213

    .
    3 Trag., of persons, bane, pest,

    δίκην ἄτης λαθραίου A.Ag. 1230

    ;

    δύ' ἄτα S.Ant. 533

    .
    b ill-fated person, A.Ag. 1268 codd.—Not in Comedy (unless read for αὐτῆς, Ar. Pax 605 ) nor in [dialect] Att. Prose (exc. as pr.n.and in quotations of

    ἐγγύα, πάρα δ' ἄτα Cratin.

    Jun.12, Pl.Chrm. 165a), but found in Arist.VV 1251b20;

    κῆρας καὶ ἄτας D.H.8.61

    ; τοιαύτας κακὰς ἄτας such abominations, of certain Epicurean expressions, Cleom.2.1.
    III fine, penalty, or sum lost in a lawsuit, Leg.Gort.11.34, al. (From ἀάω, q. v.: orig. ἀϝάτη, [dialect] Aeol.

    αὐάτα Alc. Supp.23.12

    , Pi.P.2.28, 3.24, Lyr.Adesp.123.) [ ᾰᾰτη, ᾱτη; ᾰτη is dub. in Archil.73.]

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄτη

  • 9 ναίω

    ναίω (ναίω, -εις, -ει, -ετε, -οισι; ναίων, -οντες, -οντας; ναίειν: impf. ἔναιε), ἔναιεν: aor. ἔνασσεν, -αν.)
    1 dwell in, on, among
    a of people c. acc.

    Ζεῦ, Κρόνιον ναίων λόφον O. 5.17

    τρίπολιν νᾶσον ναίοντας the family of Diagoras O. 7.19

    Δόρυκλος Τίρυνθα ναίων πόλιν O. 10.68

    αἵτε ναίετε καλλίπωλον ἕδραν Χάριτες O. 14.2

    εἰ δὲ σώφρων ἄντρον ἔναἰ ἔτι Χίρων P. 3.63

    ἐπεὶ τίνα πάτραν, τίνα οἶκον ναίων ὀνυμάξεαι ἐπιφανέστερον (ναίοντ, τ' ἀίων v. l. ap. Σ.) P. 7.6

    Στροφίον ἐξίκετο Παρνασσοῦ πόδα ναίοντ P. 11.36

    ἅ τ' ὄχθαις ἔπι μηλοβότου ναίεις Ἀκράγαντος ἐύδματον κολώναν P. 12.3

    ἐν τίν κ' ἐθέλοι εὐτυχῶς ναίειν προγόνων ἐυκτήμονα ζαθέαν ἄγυιαν N. 7.91

    Οὔλυμπον θέλεις λτ;ναίειν ἐμοὶ> (supp. Boeckh, lacunam explens.) N. 10.84 τάνδε πόλιν θεοφιλῆ ναίοισι the family of Lampon I. 6.66 ναίω Θραικίαν γαῖαν a chorus of Abderitans speaks Πα. 2. 2. ἤτοι καὶ ἐγὼ σκόπελον ναίων διαγινώσκομαι a chorus of Keans speaks Pae. 4.21 c. prep. ἐν τᾷ γὰρ Εύνομία ναίει (sc. Κορίνθῳ) O. 13.6

    ἔκγονοι ὄχθαις ὕπο Ταυγέτου ναίοντες P. 1.64

    μάκαρ μὲν ἀνδρῶν μέτα ἔναιεν, ἥρως δ' ἔπειτα λαοσεβής (sc. Βάττος) P. 5.95 νῦν δὲ πὰρ Αἰγιόχῳ κάλλιστον ὄλβον ἀμφέπων ναίει ( Ἡρακλέης) I. 4.59 μνάσει δὲ καί τινα ναίο[ν]θ' ἑκὰς ἡρωίδος θεαρίας (supp. Snell.) Pae. 14.35 met. ἐν δ' ἄρα καὶ Τενέδῳ Πειθώ τ ἔναιεν καὶ Χάρις υἱὸν Ἁγησίλα (loc. susp.) fr. 123. 14.
    b of things. δονάκων, τοὶ παρὰ καλλιχόρῳ ναίοισι πόλι Χαρίτων Καφισίδος ἐν τεμένει ( νάοισι Theon) P. 12.26
    2 aor. in causal sense.
    a make to dwell, settle Λακεδαίμονι ἐν Ἄργει τε καὶ ζαθέᾳ Πύλῳ ἔνασσεν ἀλκάεντας Ἡρακλέος ἐκγόνους Αἰγιμιοῦ τε (sc. Ἀπόλλων) P. 5.71
    3 ]γα ναλτ;ίγτ;ειν το[ (supp. Snell) Πα... ναιο[ P. Oxy. 659c.

    Lexicon to Pindar > ναίω

  • 10 πιθανός

    πῐθᾰν-ός, ή, όν, ([etym.] πείθω) of persons,
    A persuasive, plausible, esp. of popular speakers,

    πιθανώτατος τοῖς πολλοῖς Th.6.35

    ; τῷ δήμῳ παρὰ πολὺ.. -ώτατος, of Cleon, Id.3.36, cf. 4.21; ἐν ὄχλῳ π. Pl.Grg. 458e;

    - ώτατος πάντων ἀνθρώπων D.37.48

    ;

    - ώτεροι οἱ ἀπαίδευτοι τῶν πεπαιδευμένων ἐν τοῖς ὄχλοις Arist.Rh. 1395b27

    ;

    - ώτατοι οἱ ἐν τοῖς πάθεσιν Id.Po. 1455a30

    ;

    π. καὶ πανοῦργος Plu.2.26a

    ;

    π. συνταγματάρχης Luc. Bacch.2

    : c. inf.,

    - ώτατοι λέγειν Pl.Grg. 479c

    ; π. περιβαλεῖν τινα κακῷ apt at.., E.Or. 906;

    πιθανώτατος στρατηγῆσαί τε καὶ προσαγαγέσθαι App.Hisp.15

    , etc.: with a Prep., π. ἐς στρατηγίαν, ἐς ἐνέδρας, Id.Mith.51, Pun. 108, etc.
    2 of arguments, plausible, Ar.Th. 464 (lyr.);

    λέγων πιθανώτατ' Id.Eq. 629

    ; λόγος, φωναὶ π., Pl.Phd. 88d, R. 568c; λόγοι θαυμασίως ὡς π. D.35.16; τὸ περὶ λόγους π., = πιθανότης, Pl.Tht. 178e : freq. in Arist.Rh., as 1356b26, 1403b20;

    μόνον ἐφρόντισαν τοῦ π. τοῦ πρὸς αὑτούς Id.Metaph. 1000a10

    .
    3 of manners, winning, plausible,

    τὸ -ώτατον ἦθος X.Mem.3.10.3

    ;

    τὸ π. ἰσχὺν τῆς ἀληθείας ἔχει μείζω Men.622

    codd. Stob.;

    οὐ π. ἔσχεν ὄχλῳ τὸ ἦθος Plu.Phoc.3

    .
    4 of reports, etc., plausible, specious, credible,

    λόγος πιθανώτατος Hdt.1.214

    , cf. 2.123;

    π. τινί Pl.Lg. 677a

    : c. inf., πιστεύεσθαι πιθανά ib. 782d; πιθανόν [ἐστι] c. inf., it is probable that.., Arist. Top. 151a29.
    5 of works of art, producing illusion, true to nature, X.Mem.3.10.7 ([comp] Comp.).
    II [voice] Pass., easy to persuade, credulous, A. Ag. 485 (lyr.), Pl.Grg. 493a.
    2 obedient, docile, X.Cyr.2.2.10, Oec. 13.9 ([comp] Comp.).
    III Adv. - νῶς persuasively, plausibly, Ar.Th. 268, Pl.Phdr. 269c, al.: [comp] Comp.

    - ώτερον Id.Phd. 63b

    , Grg. 456c, Arist.EN 1096b5.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πιθανός

  • 11 πίστις

    πίστις, εως, ἡ (Hes., Hdt.+; ranging in meaning from subjective confidence to objective basis for confidence).
    the state of being someone in whom confidence can be placed, faithfulness, reliability, fidelity, commitment (X., An. 1, 6, 3; 3, 3, 4; Aristot., Eth. Eud, 7, 2, 1237b, 12; Polyb. 7, 12, 9; 38, 1, 8 al.; Herodian 2, 14, 4 al.; SIG 675, 22; OGI 557, 16; PTebt 27, 6; 51 [II B.C.]; POxy 494, 9; 705, 32; other pap M-M. s.v.; Ps 32:4; Pr 12:22; Jos., Ant. 2, 61; TestAsh 7:7) w. κρίσις and ἔλεος Mt 23:23. (Opp. ἀπιστία as Hes., Op. 370) τὴν πίστιν τοῦ θεοῦ καταργεῖν nullify the faithfulness/commitment of God (cp. Ps 32:4; Hos 2:22) Ro 3:3. πᾶσαν π. ἐνδείκνυσθαι ἀγαθήν show all good faith(fulness) Tit 2:10 (cp. BGU 314, 19 μετὰ πίστεως ἀγαθῆς). W. other virtues Gal 5:22 (on πίστις, πραΰτης cp. Sir 45:4; 1:27). W. ὑπομονή 2 Th 1:4. τὴν πίστιν τετήρηκα I have remained faithful or loyal (πίστιν τηρεῖν as Polyb. 6, 56, 13; 10, 37, 5; Jos., Bell. 2, 121; 6, 345; OGI 339, 46f; IBM III, 587b, 5f [Dssm., LO 262=LAE 309, esp. note 3]) 2 Ti 4:7, though this would be classified by some under 3 below. S. also 1c below.
    a solemn promise to be faithful and loyal, assurance, oath, troth (X., Cyr. 7, 1, 44; 8, 8, 3, Hell. 1, 3, 12; Diod S 14, 9, 7; Appian, Bell. Civ. 4, 86 §362 μεγάλας πίστεις ἔδωκεν=solemn assurances; 3 Macc 3:10; Jos., Ant. 12, 382) τὴν πρώτην πίστιν ἠθέτησαν 1 Ti 5:12 (s. also ἀθετέω 1 and cp. CIA app. [Wünsch, Praef. p. xv] of a woman who πρώτη ἠθέτησεν τὴν πίστιν to her husband). Cp. Rv 2:3.
    a token offered as a guarantee of someth. promised, proof, pledge (Pla., Phd. 70b; Isocr. 3, 8; Aristot., Rhet. 1, 1; 3, 13; Epicurus in Diog. L. 10, 63; 85: πίστις βεβαία=dependable proof; Polyb. 3, 100, 3; Περὶ ὕψους 39, 3=p. 74, 20 V.; Epict. 1, 28, 3; Appian, Bell. Civ. 4, 119 §500; Jos., Ant. 15, 69) πίστιν παρασχὼν πᾶσιν ἀναστήσας αὐτόν (God has appointed a man [Jesus] to be judge of the world, and) he has furnished proof (of his fitness for this office) to all people by raising him (on πίστιν παρέχειν cp. Jos., Ant. 2, 218 πίστιν παρεῖχε; 15, 260; Polyb. 2, 52, 4 πίστιν παρέσχετο=gave a pledge, security; Vett. Val. 277, 29f) Ac 17:31. JBarton, Biblica 40, ’59, 878–84: π. in 2 Ti 4:7= bond deposited by an athlete. But see 3 below.—WSchmitz, ῾Η Πίστις in den Papyri, diss. Cologne, ’64.
    state of believing on the basis of the reliability of the one trusted, trust, confidence, faith in the active sense=‘believing’, in ref. to deity (Soph. Oed. R. 1445 νῦν γʼ ἂν τῷ θεῷ πίστιν φέροις; Pla., Leg. 12, 966de; Plut. Mor. 402e; 756b; Dio Chrys. 3, 51 παρὰ θεῶν τιμὴ κ. πίστις; Ael. Aristid. 13 p. 226 D.: πίστιν ἐν τ. θεοῖς ἔχειν; Appian, Liby. 57 §248 ἐς θεοὺς πίστις; Ep. 33 of Apollonius of Tyana [Philostrat. I 352, 14]; Herm. Wr. 9, 10 ἐπίστευσε καὶ ἐν τῇ καλῇ πίστει ἐπανεπαύσατο; Porphyr., Ad Marcellam 21 τῆς βεβαίας πίστεως, τὸ μεμαθηκέναι, ὅτι ὑπὸ τοῦ θεοῦ προνοεῖται πάντα. The divinity Πίστις in Plut., Num. 70 [16, 1] and in magic [exx. in Rtzst., Mysterienrel.3 234f, among them Aberciusins. 12; PGM 4, 1014 ἀλήθεια καὶ πίστις; 12, 228]; Wsd 3:14; 4 Macc 15:24; 16:22; 17:2; Philo, Abr. 270; 271; 273, Mut. Nom. 182, Migr. Abr. 43f, Conf. Lingu. 31, Poster. Cai. 13 [on faith in Philo s. the lit. given under πιστεύω 2aα]; Jos, C. Ap. 2, 163; 169; Just., A I, 52, 1 πίστιν ἔχειν; 53, 11 πειθὼ καὶ πίστιν … ἐμφορῆσαι), in our lit. directed toward God and Christ, their revelations, teachings, promises, their power and readiness to aid.
    God: πίστις θεοῦ (cp. Jos., Ant. 17, 179.—Cp. π. καὶ φόβος ὁ τοῦ θεοῦ Theoph. Ant. 1, 7 [p. 72, 26]) faith, trust, confidence in God Mk 11:22; cp. Ac 19:20 D; 1 Cl 3:4; 27:3. π. θείου πνεύμαπος faith in the divine spirit Hm 11:9. ἡ π. τοῦ κυρίου Hs 6, 3, 6. π. (καὶ ἐλπὶς) εἰς θεόν 1 Pt 1:21. π. ἐπὶ θεόν Hb 6:1. ἡ πίστις ἡ πρὸς τὸν θεόν 1 Th 1:8 (on the constr. w. πρὸς τ. θ. cp. Philo, Abr. 268; 271; 273; Just., D. 121, 2 διὰ τὴν πρὸς τὸν ἥλιον π.).—πίστις can also be characterized as faith in God by the context, without the addition of specific words; so in connection w. OT personalities: Abraham Ro 4:5, 9, 11–13, 16, 19f (s. also 2dα below); 1 Cl 10:7; 31:2; of Rahab 12:1, 8; of Esther 55:6 (ἡ τελεία κατὰ πίστιν). The OT heroes of faith Hb 11:4–33, 39 (w. this catalogue of heroes cp. Il. 4, 457–538; 2 Km 23:8–39; 1 Ch 11:10–12:18; CGordon, Homer, and the Bible: HUCA 26, ’55, 83).—But in Hb it is also true that God is specifically the object of the Christian’s faith, and Christ 12:2 is ὁ τῆς πίστεως ἀρχηγὸς καὶ τελειώτης. Cp. 10:38; 11:3; 13:7. (On faith in Hb s. Schlatter, Der Glaube im NT4 1927, 520ff; BHeigl, Verfasser u. Adresse des Hb 1905, 109–18; GHoennicke, Die sittl. Anschauungen des Hb: ZWT 45, 1902, 26ff; Windisch, Hdb. exc. on Hb 11; Riggenbach and Michel on Hb 11; Strathmann on 10:38. S. ὑπόστασις end.)—ἐὰν ἔχητε πίστιν Mt 17:20. Opp. doubt 21:21. αἰτεῖν ἐν πίστει μηδὲν διακρινόμενος Js 1:6. ἡ εὐχὴ τῆς πίστεως 5:15 (εὐχή 1). ἡ πίστις τῆς ἐνεργείας τοῦ θεοῦ τοῦ ἐγείραντος αὐτὸν ἐκ νεκρῶν faith in the working of God, who raised him from the dead Col 2:12.
    Christ
    α. of belief and trust in the Lord’s help in physical and spiritual distress; oft. in the synopt. gospels: Mt 8:10; 9:2, 22, 29 (κατὰ τὴν πίστιν ὑμῶν); 15:28; Mk 2:5; 4:40; 5:34; 10:52; Lk 5:20; 7:9, 50; 8:25, 48; 17:19; 18:42.—Cp. ἔχει πίστιν τοῦ σωθῆναι (the lame man) had faith that he would be cured Ac 14:9.
    β. of faith in Christ, designated by the addition of certain words. By the obj. gen. (s. Just., D. 52, 4 διὰ τῆς πίστεως τῆς τοῦ χριστοῦ) πίστις Ἰησοῦ Χριστοῦ faith in Jesus Christ (and sim. exprs. On interp. as obj. gen. s. AHultgren, NovT 22, ’80, 248–63 [lit.]; response SWilliams, CBQ 49, ’87, 431–47.) Ro 3:22, 26; Gal 2:16ab, 20; 3:22; Eph 3:12; Phil 3:9a; Js 2:1; Rv 14:12; cp. 2:13 (ἡ πίστις μου=faith in me, the Human One [Son of Man]); IMg 1:1. (The πίστις Χριστοῦ in Paul is taken as a subj. gen. by JHaussleiter, Der Glaube Jesu Christi 1891, Was versteht Paulus unter christlichem Glauben?: Greifswalder Studien für HCremer 1895, 161–82 and GKittel, StKr 79, 1906, 419ff. See also Schläger, ZNW 7, 1906, 356–58; BLongenecker, NTS 39, ’93, 478–80 [lit. since ’81]; DCampbell, JBL 113, ’94, 265–85; response BDodd, 114, ’95, 470–73.—ADeissmann, Paulus2 1925, 125f [Paul, tr. WWilson, 1926, 162ff], speaks of the mystical gen., ‘faith in Christ’. Likew. HWeber, Die Formel ‘in Christo Jesu’: NKZ 31, 1920, 213ff, esp. 231, 3; WWeber, Christusmystik 1924, 82. S. also LAlbrecht, Der Glaube Jesu Christi 1921; OSchmitz, Die Christusgemeinschaft des Pls im Lichte seines Genetivgebr. 1924, 91–134; OHoltzmann, D. Glaube an Jes.: Stromata 1930, 11–25; GTaylor, JBL 85, ’66, 58–76: the passages in Gal=Christ’s reliability as a trustee. Cp. GHoward, HTR 60, ’67, 459–65; MHooker, NTS 35, ’89, 321–42.)—By prepositional phrases: πίστις εἰς Χριστόν (and sim. exprs.) faith in Christ Ac 20:21; 24:24; 26:18; Col 2:5 (Just., D. 40, 1).—Also πίστις ἐν Χριστῷ (and sim.) Gal 3:26; Eph 1:15; Col 1:4; 1 Ti 3:13; 2 Ti 3:15; 1 Cl 22:1. In ἱλαστήριον διὰ πίστεως ἐν τῷ αὐτοῦ αἵματι Ro 3:25, ἐν κτλ. prob. goes not w. πίστις, but w. ἱλαστήριον (s. Ltzm., Hdb. ad loc.; W-S. §20, 5d).—πίστις, ἣν ἔχεις πρὸς τ. κύριον Ἰησοῦν Phlm 5.—πίστις διὰ τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰ. Χριστοῦ Ac 20:21 D; sim. ἡ πίστις ἡ διʼ αὐτοῦ 3:16b (cp. 1 Pt 1:21).—Jesus Christ is called ἡ τελεία πίστις ISm 10:2.
    πίστις can also be characterized by an objective gen. of the thing: ἡ πίστις τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ faith in his (Jesus’) name Ac 3:16a. ἡ πίστις τοῦ εὐαγγελίου Phil 1:27. εὐαγγελίων πίστις Dg 11:6. πίστις ἀληθείας 2 Th 2:13.
    πίστις is found mostly without an obj., faith, firm commitment
    α. as true piety, genuine devotion (Sextus 7a and 7; ParJer 6:7), which for our lit. means being a Christian (τὸ ἀληθινὸν πάσχα … πίστει νονούμενον Hippol., Ref. 8, 18, 1; Did., Gen. 54, 11) Lk 18:8 (s. Jülicher, Gleichn. 288); 22:32; Ac 6:5=vs. 8 v.l.; cp. 11:24.—6:7; 13:8; 14:22; 15:9; 16:5; Ro 1:5, 8, 12, 17ab (ἐκ πίστεως εἰς πίστιν does not mean a gradation [as, in a way, Appian, Mithrid. 40 §154: Sulla came upon ἕτερον ὅμοιον ἐξ ἑτέρου=one wall, i.e. fortification, after another similar one] or a transition from one kind to another [Himerius, Or.=Ecl. 10, 6 ἐκ ᾠδῆς εἰς ᾠδὴν ἄλλην μετέβαλον=they changed from one kind of song to another], but merely expresses in a rhetorical way that πίστις is the beginning and the end; s. Ltzm., Hdb. ad loc., and a grave-ins [ANock, Sallust. p. xxxiii, 94] ἐκ γῆς εἰς γῆν ὁ βίος οὗτοσ=‘dust is the beginning and the end of human life’.—AFridrichsen, ConNeot 12, ’48, 54); 17c (here and in Gal 3:11 the LXX of Hab 2:4 [DCampbell, JBL 116, ’97, 713–19] is not followed literally, since it has ἐκ πίστεώς μου=‘as a result of my faithfulness’; even in Hb 10:38, where μου does occur, it goes w. δίκαιος, not w. πίστεως); Ro 3:27f (Luther’s addition of the word ‘alone’ in vs. 28 is hard to contest linguistically. Cp., e.g., Diog. L. 9, 6: Heraclitus wrote his work in very obscure language ὅπως οἱ δυνάμενοι προσίοιεν αὐτῷ=in order that only the capable might approach it. S. also Fitzmyer, ABComm. 360–64), 30f; 4:5–20 (s. also 2a above); 5:1f; 9:30, 32; 10:6, 17; 11:20 (opp. ἀπιστία); 12:3, 6 (s. ἀναλογία; for a difft. view 3 below); 14:1, 22 (s. ἐνώπιον 2b; others would place in 2dε), 23ab (but s. ε below); 16:26; 1 Cor 2:5; 15:14, 17; 16:13; 2 Cor 1:24ab; 4:13; 10:15; 13:5; Gal 3:7–26; 5:5, 6 (s. ἐνεργέω 1b); 6:10 (οἱ οἰκεῖοι τῆς πίστεως, s. οἰκεῖος b); Eph 2:8; 3:17; 4:5, 13; 6:16; Phil 1:25 (χαρὰ τῆς πίστεως); 2:17; 3:9b; Col 1:23; 2:7; 1 Th 3:2, 5, 7, 10; 2 Th 1:3, 11; 3:2; 1 Ti 1:2, 4, 5 (π. ἀνυπόκριτος), 19ab; 4:1; 5:8; 6:10, 12, 21 (but s. 3 below); 2 Ti 1:5 (ἀνυπόκριτος π.); 2:18; 3:8; Tit 1:1, 4, 13; 3:15; Phlm 6 (s. κοινωνία 4); Hb 6:12; 10:22, 39 (opp. ὑποστολή); Js 1:3; 2:5; 1 Pt 1:5, 7, 9; 5:9; 2 Pt 1:1; 1J 5:4; 1 Cl 1:2 (ἡ πανάρετος κ. βεβαία π.); ISm 1:1 (ἀκίνητος π.); Hm 5, 2, 1; 12, 5, 4 (both πλήρης ἐν τῇ πίστει full of faith); 5, 2, 3 (π. ὁλόκληρος); 9:6 (ὁλοτελὴς ἐν τ. π.), 7 (opp. διψυχία), 12 (π. ἡ ἔχουσα δύναμιν); 12, 6, 1; Hs 9, 19, 2 (ἀπὸ τῆς π. κενοί); 9, 26, 8 (κολοβοὶ ἀπὸ τῆς π. αὐτῶν).—τὸ ῥῆμα τ. πίστεως Ro 10:8. οἱ λόγοι τῆς π. 1 Ti 4:6. τὸ μυστήριον τῆς π. 3:9. ὁ θεὸς ἤνοιξεν τοῖς ἔθνεσιν θύραν πίστεως God has opened the door of faith to the Gentiles, i.e. opened the way for them to participate in a new relationship w. God Ac 14:27 (s. also θύρα 1bγ). ἀκοὴ πίστεως Gal 3:2, 5 (s. ἀκοή 2 and 4b). (τὸ) ἔργον (τῆς) π. 1 Th 1:3; 2 Th 1:11 (s. ἔργον 1b). οἱ ἐκ πίστεως the people of faith (s. ἐκ 3b) Gal 3:7, 9. πῶς οὐν [πίστιν εὑρ]ίσκομεν; Ox 1081, 25f (but here [ταῦτα γιγν]ώ̣σκομεν is the preferable restoration w. Till after the Coptic SJCh 90, 2); 32. Of gnostics τοῦ ὄφεως πίστιν ἔχουσιν AcPlCor 2:20.—If the principal component of Christianity is faith, then π. can be understood as the Gospel in terms of the commitment it evokes (cp. SIG 932, 7 [II/I B.C.]) νῦν εὐαγγελίζεται τὴν πίστιν ἥν ποτε ἐπόρθει Gal 1:23 (s. 3 below). Perh. also Ro 1:5.
    β. Hb 11:1 defines πίστις as ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων. There is here no qu. about the mng. of π. as confidence or assurance (s. 2a above), but on its relation to ὑπόστασις as its predication s. under that word.—(Ps.-Aristot., De Mundo 6, 18 interprets πιστεύειν in someth. as incapability to see someth. that is apparent only to God.) Paul contrasts walking διὰ εἴδους (εἶδος 3) as the lower degree, with διὰ πίστεως περιπατεῖν 2 Cor 5:7 (s. KDeissner, Pls. u. die Mystik seiner Zeit2 1921, 101ff). On the other hand πίστις is on a higher level than merely listening to Christian preaching Hb 4:2.
    γ. πίστις abs., as a Christian virtue, is often coupled w. others of the same kind, esp. oft. w. ἀγάπη: 1 Th 3:6; 5:8; 1 Ti 1:14; 2 Ti 1:13; Phlm 5; B 11:8; IEph 1:1; 9:1; 14:1; 20:1; IMg 1:2; 13:1; IRo ins; ISm ins; 6:1; 13:2; AcPl Ha 8, 35. W. ἀγάπη and other abstracts 2 Cor 8:7; Gal 5:22; Eph 6:23; 1 Ti 2:15; 4:12; 6:11: 2 Ti 2:22; 3:10; Tit 2:2; Rv 2:19; IPhld 11:2; Pol 4:2; Hm 8:9; cp. v 3, 8, 2–5. The triad πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη 1 Cor 13:13; cp. also Col 1:4f; 1 Th 1:3; 5:8; B 1:4 (on this triad see s.v. ἀγάπη 1aα). W. ἐλπίς only (cp. 1 Pt 1:21) 1 Cl 58:2. The ζωῆς ἐλπίς is called ἀρχὴ καὶ τέλος πίστεως ἡμῶν B 1:6.—W. ἀλήθεια (TestLevi 8:2) 1 Ti 2:7 (cp. the combination POxy 70, 4f [III A.D.]); 1 Cl 60:4. W. δικαιοσύνη Pol 9:2. W. ὑπομονή Rv 13:10; w. ὑπομ. and other abstracts 2 Pt 1:5f; Pol 13:2 (cp. also the following passages already referred to in this section: 1 Ti 6:11; 2 Ti 3:10; Tit 2:2 and Js 1:3 [α above]). W. γνῶσις (Just., D. 69, 1) et al. 2 Pt 1:5f [s. above]; D 10:2. ἵνα μετὰ τῆς πίστεως ὑμῶν τελείαν ἔχητε τὴν γνῶσιν B 1:5. W. φόβος and ἐγκράτεια Hm 6, 1, 1.—(Distinguished from θεία σοφία: Orig., C. Cels. 6, 13, 23.)
    δ. faith as fidelity to Christian teaching. This point of view calls for ἔργα as well as the kind of πίστις that represents only one side of true piety: Js 2:14ab, 17, 18abc, 20, 22ab, 24, 26 (ἔργον 1a); Hv 3, 6, 5; Hs 8, 9, 1ab.
    ε. Ro 14:22 and 23 π. as freedom or strength in faith, conviction (s. Ltzm., Hdb. ad loc.; but s. α above).
    ζ. In addition to the πίστις that every Christian possesses (s. 2dα above) Paul speaks of a special gift of faith that belongs to a select few 1 Cor 12:9. Here he understands π. as an unquestioning belief in God’s power to aid people with miracles, the faith that ‘moves mountains’ 13:2 (cp. Mt 17:20.—21:21; s. 2a above). This special kind of faith may be what the disciples had in mind when they asked πρόσθες ἡμῖν πίστιν Lk 17:5; cp. vs. 6. τῇ πίστει φερόμενος ὁ Παυλος AcPl Ha 5, 1.
    that which is believed, body of faith/belief/teaching (Diod S 1, 23, 8 ἰσχυρὰν πίστιν καὶ ἀμετάθετον=an article of faith that was firm and unshakable [concerning Orpheus and Dionysus]; Mel., HE 4, 26, 13; Ath. 8, 1; Iren., 1, 10, 2 [Harv. I, 92, 1]; Orig., C. Cels., 1, 42, 26; Did., Gen. 156, 23). So clearly Jd 3 (τῇ ἅπαξ παραδοθείσῃ τοῖς ἁγίοις πίστει), 20 (τῇ ἁγιωτάτῃ ὑμῶν πίστει.—ἅγιος 1aα). πίστις θεοῦ=that which, acc. to God’s will, is to be believed IEph 16:2.—This objectivizing of the term πίστις is found as early as Paul: Ro 1:5; Gal 1:23 (s. 2dα end) and perh. Gal 3:23–25 (s. Ltzm., Hdb. ad loc.). ASeeberg, D. Katechismus der Urchristenheit 1903, 110f, understands 1 Ti 1:19; 4:1, 6; 6:10, cp. 21; 2 Ti 2:18 in this manner. Ro 12:6 (but s. ἀναλογία) and 2 Ti 4:7 are also interpreted in this way by many.—EBurton, ICC Gal 1921, 475–86; ASchlatter, D. Glaube im NT4 1927; APott, Das Hoffen im NT in seiner Beziehung zum Glauben1915; ANairne, The Faith of the NT 1920; RGyllenberg, Pistis 1922; WKümmel, D. Glaube im NT: ThBl 16, ’38, 209–21; Dodd 65–68; TTorrance, ET 68, ’57, 111–14; CMoule, ibid. 157.—Synoptics: TShearer, ET 69, ’57, 3–6.—Esp. for Paul: BBartmann, Pls, die Grundzüge seiner Lehre u. die moderne Religionsgeschichte 1914; WMorgan, The Religion and Theology of Paul 1917; WHatch, The Pauline Idea of Faith in Its Relation to Jewish and Hellenistic Religion 1917; Ltzm., Hdb. exc. after Ro 4:25; FKnoke, Der christl. Glaube nach Pls 1922; ERohde, Gottesglaube u. Kyriosglaube bei Pls: ZNW 22, 1923, 43–57; EWissmann, Das Verh. v. πίστις und Christusfrömmigkeit bei Pls 1926; MDibelius, Glaube u. Mystik b. Pls: Neue Jahrb. f. Wissensch. u. Jugendbildg. 7, ’31, 683–99; WMundle, D. Glaubensbegriff des Pls ’32 (p. xi–xvi extensive bibliog.); RGyllenberg, Glaube b. Pls: ZWT 13, ’37, 612–30; MHansen, Om Trosbegrebet hos Pls ’37; LMarshall, Challenge of NT Ethics, ’47, 270–77; 298–300; RBultmann, Theologie des NT ’48, 310–26 (Engl. tr. KGrobel I ’51, 314–30; for the Johannines II, 70–92, ’55); MMassinger, BiblSacra 107, ’50, 181–94 et al. S. also δικαιοσύνη 3a.—For the Fourth Gosp.: JBuswell, The Ethics of ‘Believe’ in the Fourth Gospel: BiblSacra 80, 1923, 28–37; JHuby, De la connaissance de foi chez S. Jean: RSR 21, ’31, 385–421; RSchnackenburg, D. Glaube im 4. Ev., diss. Breslau ’37; WHatch, The Idea of Faith in Christ. Lit. fr. the Death of St. Paul to the Close of the Second Century 1926.—EGraesser, D. Glaube im Hebräerbrief, ’65.—ABaumeister, D. Ethik des Pastor Hermae, 1912, 61–140.—ESeidl, π. in d. griech. Lit. (to Peripatetics), diss. Innsbruck, ’53; HLjungman, Pistis, ’64; DLührmann, Pistis im Judent., ZNW 64, ’73, 19–38. On faith in late Judaism s. Bousset, Rel.3 534a (index); also DHay, JBL 108, ’89, 4611–76; DLindsay, Josephus and Faith ’93. On the Hellenistic concept πίστις Rtzst., Mysterienrel.3 234–36.—DELG s.v. πείθομαι. M-M. EDNT. TW. Spicq. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > πίστις

См. также в других словарях:

  • παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… …   Dictionary of Greek

  • ευπαράπειστος — εὐπαράπειστος, ον (Α) αυτός που παραπείθεται εύκολα, που εξαπατάται εύκολα με δόλιους λόγους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρα πείθω «πείθω, εξαπατώ»] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα …   Dictionary of Greek

  • βία — Θεότητα της μυθολογίας που προσωποποιεί τη δύναμη και την επιβολή. Σύμφωνα με τη Θεογονία του Ησίοδου, ήταν κόρη του Τιτάνα Πάλλαντα και της Ωκεανίδας Στύγας. Η B., μαζί με τη μητέρα της και τα αδέλφια της (Κράτος, Ζήλος και Νίκη), βοήθησε τον… …   Dictionary of Greek

  • πίστη — η / πίστις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ιος, Α 1. η αφηρημένη έννοια τού πιστεύω, η παραδοχή ενός πράγματος ως αληθινού, εμπιστοσύνη 2. η υποκειμενική βεβαιότητα σχετικά με ένα πράγμα ή μια κατάσταση 3. η εμπορική υπόληψη, το να θεωρεί κανείς ότι… …   Dictionary of Greek

  • πιθανός — ή, ό / πιθανός, ή, όν, ΝΑ 1. (για λογικά επιχειρήματα) αυτός που πείθει, πειστικός («σφόδρα πιθανὸς ὤν, ὅv ὁ Σωκράτης ἔλεγε λόγον» Πλάτ.) 2. (για λόγους, γνώμες, απόψεις) αληθοφανής, όχι βέβαιος αλλά που παρουσιάζεται ως πιστευτός, ευλογοφανής,… …   Dictionary of Greek

  • -τος — παραγωγική κατάληξη επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη to , θεματική μορφή τής επέκτασης t (πρβλ. αρχ. ινδ. crutas, αβεστ. sruta , λατ. in clutus, ελλ. κλυτός). Η κατάληξη τος απαντά κυρίως …   Dictionary of Greek

  • δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη …   Dictionary of Greek

  • πειθαναγκάζω — Ν αναγκάζω κάποιον να πεισθεί παρά τη θέλησή του, πείθω κάποιον να υπακούσει, να συμφωνήσει μαζί μου είτε με υλική βία είτε με ψυχολογική βία και απειλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πειθανάγκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1815 στον Χρ. Περραιβό] …   Dictionary of Greek

  • ψήνω — ΝΜ, και ψένω Ν 1. υποβάλλω κάτι στην επίδραση τής φωτιάς 2. βράζω ή μαγειρεύω νεοελλ. 1. ζεσταίνω πάρα πολύ («μάς έψησε η ζέστη») 2. μτφ. ταλαιπωρώ, βασανίζω (α. «μέ έψησε τόσα χρόνια με τη γκρίνια του» β. «ψήνεται στον πυρετό») 3. πείθω,… …   Dictionary of Greek

  • ВЕРА — один из главных феноменов человеческой жизни. По своей природе В. разделяется на религ. и нерелиг. «Все, что совершается в мире, даже людьми, чуждыми Церкви, совершается верою... весьма многие дела человеческие основаны на вере; и этому не одни… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»