-
1 χημεία
A v. χυμ-εία, -ευτικός. -
2 Βακχευτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Βακχευτικός
-
3 βαλανευτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαλανευτικός
-
4 βουλευτικός
A of or for the council, β. ὅρκος oath taken by the councillors, X.Mem.1.1.18; νόμοι ap.D.24.20;β. τιμαί CIG1716
(Delph.); ἀρχὴ β. right to sit in the βουλή, Arist.Pol. 1275b19; of the Roman Senate, τίμημα, ἐσθής, D.C.54.17, 40.46; -κά, τά, funds at the disposal of a council, POxy.1416.3 (iii A. D.).2 able to advise or deliberate, ὁ β., opp. ὁ πολεμικός, Pl.R. 434b, cf. 441a, Arist.EN 1140a31, 1152a19; τὸ β. the deliberative faculty, Id.Pol. 1260a12.II Subst., -κόν, τό, in the Athen. theatre, seats reserved for the Council, Ar.Av. 794, Hsch.2 the deliberative and judicial element in the state, Arist.Pol. 1329a31; at Rome, senatorial order, Plu.Rom.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βουλευτικός
-
5 γοητευτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γοητευτικός
-
6 δεσμευτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεσμευτικός
-
7 διερμηνευτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διερμηνευτικός
-
8 διφρευτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διφρευτικός
-
9 δυναστευτικός
A arbitrary, ; oligarchical, αἵρεσις ib. 1306a18; ἰατρεία (opp. πολιτική) ib. 1272b3;πόλεις καὶ χῶραι Phld.Rh.2.145
S.;λόγος Plu.2.818a
; tyrannical,δούλωσις Porph.Abst.1.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυναστευτικός
-
10 εἰρωνευτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰρωνευτικός
-
11 θεραπευτικός
A inclined to serve, c. gen.,τῶν φίλων X.Ages.8.1
;εὐσέβεια δύναμις θ. θεῶν Pl.Def. 412e
;θεοῦ Ph.1.202
(but τὸ θ. γένος, = θεραπευταί, Id.2.473); inclined to court, τῶν δυνατῶν, τοῦ πλήθους, Plu.Lys.2, Comp.Lyc. Num.2;τὸ θ. τῆς ὁμιλίας Id.Lys.4
.2 abs., courteous, obsequious, in good and bad sense, X.HG3.1.28 ([comp] Comp.), Plu.Luc.16;θ.παρρησία Id.2.74a
. Adv.- κῶς Id.Art.4
;θ. ἔχειν τινός Ph.1.186
, cf. Str.6.4.2.2 esp. of medical treatment, ἕξις θ. a valetudinarian habit of body, Arist.Pol. 1335b7; ἡ -κή, = θεραπεία, Pl.Plt. 282a; also τὸ -κόν therapeutics, Dsc. Ther.Praef. (but also τὸ περὶ παθῶν θ., title of a work on moral remedies by Chrysippus, Phld.Ir.p.17 W.); περὶ θ. μεθόδου, title of work by Galen.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεραπευτικός
-
12 θηρευτικός
A of of for hunting, κύνες θ. hounds, Ar.Pl. 157, X.Lac.6.3; βίος θ. the life of hunters, Arist.Pol. 1256b2: ἡ -κή (sc. τέχνη) hunting, the chase, Pl.Plt. 289a, cf. Sph. 223b.2 c. gen., hunting after,τῆς τροφῆς Arist.HA 488a19
: metaph.,θ. τέχνη ἀνθρώπων Pl.Euthd. 290b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηρευτικός
-
13 θριαμβευτικός
A v.l. for θριαμβικός, Plu.Cat.Ma.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θριαμβευτικός
-
14 θυννευτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυννευτικός
-
15 θωπευτικός
A disposed to flatter, fuwning, of dogs, Arist.HA 488b21; τὰ θωπευτικά flattery, Pl.Lg. 634a. Adv. [suff] θωπ-κῶς D.C.69.6, Gal.14.600.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θωπευτικός
-
16 καμινευτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καμινευτικός
-
17 καπηλευτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καπηλευτικός
-
18 καταγορευτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταγορευτικός
-
19 κεραμευτικός
A of or for a potter,ὁ κ. τροχός D.S.4.76
, cf.S.E.M.10.93;ἀκολασία Luc.Am.11
, etc.; ἡ -κὴ τέχνη the potter's art, pottery, D.S.19.1,2: without τέχνη, Poll. 7.161;τὰ κ.
earthenware,PTeb.
342.17 (ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεραμευτικός
-
20 κινδυνευτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κινδυνευτικός
См. также в других словарях:
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek
-τικός — παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία αποτελεί άλλη μορφή τής κατάληξης ικός (για την προέλευση και τις χρήσεις, βλ. λ. ικός) που απαντούσε αρχικά σε επίθετα παράγωγα τών ονομάτων σε της* και τών ρηματικών επιθέτων … Dictionary of Greek
σκυλακευτικός — ή, όν, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκύλακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλαξ, ακος «μικρός σκύλος» + κατάλ. ευτικός, πιθ. κατ επίδραση τού ρ. σκυλακεύω] … Dictionary of Greek