Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πειθήμων

См. также в других словарях:

  • πειθήμων — ον, ονος, Α (ποιητ. τ.) 1. πειθήνιος, υπάκουος, ευπειθής, πειθαρχικός 2. αυτός που πείθει, πειστικός, καταπειστικός («πειθήμονι φωνῇ», Τρυφιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ τού πείθω + κατάλ. ήμων (πρβλ. αιδ ήμων, ελε ήμων)] …   Dictionary of Greek

  • πειθήμονα — πειθήμων persuaded neut nom/voc/acc pl πειθήμων persuaded masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειθήμονες — πειθήμων persuaded masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειθήμονι — πειθήμων persuaded dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»