Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

νηῶν

См. также в других словарях:

  • νηῶν — ναός 2 Ma. masc gen pl (epic ionic) ναῦς ship fem gen pl (epic) νηέω heap pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • MINIUM — inventum primum a Callia Atheniensi, nonaginta circiter annis ante Theophrasti tempora, a quibusdam cinnabari appellatum est, Indici cinnabaris nomine, quô illi saniem draconis elisi vocabant, cum Indicae arboris gummi sit, ut Arrianus docet. Et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PRAEMIA — antiquissimis temporibus, victoribus proposita, inpublicis certaminibus ad rem praeclare gerendam invitabant certantes, Graece ἆθλα dicta, unde Α᾿θληταὶ. Meminit eorum iam Homerus, II. ψ v. 257. Α᾿υτὰρ Α᾿χιλλὶυς, Α᾿υτοῦ λαὸν ἔρυκε, καὶ ἴζανεν… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Πρωτεσίλαος — Θεσσαλός πρίγκιπας που πήρε μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας. Όταν ο ελληνικός στόλος έφτασε στις ακτές της Τροίας, αψήφησε τον χρησμό και αποβιβάστηκε με θάρρος πρώτος, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί αμέσως από τον Έκτορα. Η νεαρή σύζυγός… …   Dictionary of Greek

  • έκτοθι — ἔκτοθι (Α) επίρρ. 1. έξω, μακριά από («ἔκτοθι νηῶν» μακριά από τα πλοία, Ιλ. Ο) 2. από 3. (απολ.) έξω 4. χωρίς …   Dictionary of Greek

  • έχμα — τὸ (Α ἔχμα) καθετί που συγκρατεί κάτι, το στήριγμα, το έρεισμα («ἔχματα πύργων», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. σιδερένιο τεμάχιο με κεκαμμένα και τα δύο αιχμηρά άκρα που χρησιμοποιείται κυρίως στους ξύλινους σκελετούς τών οικοδομών, για να συνδέσει δύο… …   Dictionary of Greek

  • δήλημα — δήλημα, το (Α) [δηλέομαι (Ι)] βλάβη, αίτιο καταστροφής («ἐκ νυκτῶν δ ἄνεμοι χαλεποί, δηλήματα νηῶν γίγνονται») …   Dictionary of Greek

  • εκπέμπω — (AM ἐκπέμπω) 1. αποστέλλω, εξαποστέλλω («εκπέμπω αποικία», «ἐκπέμπουσι συμπρεσβευτάς») 2. αναδίδω και διασκορπίζω στον χώρο («εκπέμπω λάμψη», «ἐκπέμπω σέλας, πνεῡμα ὑγρόν, δυσοσμίαν κ.λπ.») νεοελλ. 1. απελευθερώνω ηλεκτρόνια τα οποία κινούνται… …   Dictionary of Greek

  • εμπλήσσω — ἐμπλήσσω και αττ. τ. ἐμπλήττω (Α) 1. πέφτω επάνω («ἐκ νηῶν καὶ τάφρων ἐμπλήξωμεν ὀρυκτῇ», Ιλ.) 2. επιτίθεμαι, προσβάλλω («οἱ δέ μιν ἄμφω μυκηθμῷ κρατεροῑσιν ἐνέπληξαν», Απολ. Ρόδ.) 3. (μτχ. παθ. παρακμ.) ἐμπεπληγμένος άφωνος, άλαλος …   Dictionary of Greek

  • επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… …   Dictionary of Greek

  • εύορμος — εὔορμος, ον (Α) 1. αυτός που έχει καλούς όρμους για να αγκυροβολούν τα πλοία («ἐν δὲ λιμὴν εὔορμος», Ομ. Οδ.) 2. ο αγκυροβολημένος καλά («εὐόρμων... πρυμνήσια νηῶν», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + όρμος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»