Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐρινῦς

См. также в других словарях:

  • Ἐρινῦς — Ἐρινύς the Erinys fem acc pl Ἐρινύς the Erinys fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρινῦς — Ἐρινύς the Erinys fem acc pl Ἐρινύς the Erinys fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ερινύς — και Ερινύα, η συνήθ. στον πληθ. Ερινύες, οι (Α Ἐρινύς, ἡ; Ἐρινύες, αἱ) καταχθόνιες θεές που τιμωρούσαν κάθε ανόσια πράξη και βασάνιζαν τους άδικους και παράνομους και στην παρούσα ζωή και μετά θάνατο νεοελλ. 1. δύναμη εκδικήτρια, καταστρεπτική… …   Dictionary of Greek

  • Ἐρινύς — Ἐρινύ̱ς , Ἐρινύς the Erinys fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρινύς — ἐρινύ̱ς , Ἐρινύς the Erinys fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρινύων — Ἐρινύς the Erinys gen pl Ἐρινύς the Erinys fem gen pl ἐρινύω pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐρινῦν — Ἐρινύς the Erinys fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρινῦν — Ἐρινύς the Erinys fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐρινύας — Ἐρινύς the Erinys fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρινύας — Ἐρινύς the Erinys fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐρινύες — Ἐρινύς the Erinys fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»