Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μηχαναί

См. также в других словарях:

  • μηχαναί — μηχανή contrivance fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηχανᾶι — μηχανᾷ , μηχανάομαι make by art pres subj mp 2nd sg μηχανᾷ , μηχανάομαι make by art pres ind mp 2nd sg (epic) μηχανᾷ , μηχανή contrivance fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιβατήριος — ἐπιβατήριος, ον (AM) [επιβάτης] (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπιβατήρια 1. εγκαίνια ή αφιέρωση ναού 2. λόγοι και τελετές υποδοχής αρχ. θυσίες κατά την αποβίβαση από πλοίο αρχ. 1. ο χρήσιμος για επιβίβαση, για ανάβαση («ἐπιβατήριοι μηχαναί», Ιώσ.) 2 …   Dictionary of Greek

  • θαυματοποιία — η (Α θαυματοποιία) [θαυματοποιός] το έργο τού θαυματοποιού, το να κάνει κάποιος θαύματα («ἡ θαυματοποιία και αἱ ἄλλαι πολλαὶ τοιαῦται μηχαναί», Πλάτ.) αρχ. 1. (για ρήτορες) η τάση προς το θαυμάσιο 2. θαυμάσιο έργο, θαύμα …   Dictionary of Greek

  • περίακτος — η, ο / περίακτος, ον, ΝΜΑ [περιάγω] αυτός που μπορεί να περιστραφεί γύρω από ένα κέντρο ή από έναν άξονα αρχ. 1. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ περίακτοι είδος μηχανήματος το οποίο χρησίμευε για αλλαγή τών σκηνικών στο αρχαίο θέατρο 2. το ουδ. ως ουσ …   Dictionary of Greek

  • τειχομάχος — ο / τειχομάχος, ον, ΝΜΑ [τειχομαχῶ] 1. (για πρόσ.) αυτός που μάχεται πάνω στο τείχος, που υπερασπίζει ή προσβάλλει τα τείχη 2. (για όργανα, μηχανές) αυτός που καταστρέφει τα τείχη (α. «τειχομάχος σίδηρος», Αππ. β. «τειχομάχοι μηχαναί», Νικ. Χων.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»