-
1 Σίσυφος
Aπλείονα δ' εἰδείης Σισύφου Thgn.702
;μηχαναὶ Σισύφου Ar.Ach. 391
; nickname of the Spartan Dercyllidas, X.HG3.1.8:—Adj. [full] Σῑσύφειος, α, ον, E.Med. 405, etc.; [full] Σισυφία χθών, i.e. Corinth, Epigr. ap. Paus.5.2.5; [full] Σισυφὶς ἀκτή, αἶα, Theoc.22.158, AP7.354 (Gaet.); [full] Σισύφειον, τό, temple of S., D.S.20.103, Str.8.6.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Σίσυφος
См. также в других словарях:
σισυφίς — ίδος, ἡ, Α βλ. σισύφειος … Dictionary of Greek
σισύφειος — α, ο / σισύφειος, εία, ον, ΝΑ, θηλ. και σισυφία και σισυφίς, ίδος, Α [Σίσυφος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Σίσυφο νεοελλ. φρ. «σισύφειο έργο» δύσκολη και μάταιη προσπάθεια αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ Σισύφειον το ιερό τού Σισύφου … Dictionary of Greek