-
121 ἄριστον
ἄριστον, τό,A morning meal, breakfast, twice in Hom.,ἐντύνοντ' ἄ. ἅμ' ἠοῖ Od.16.2
, cf. Il.24.124;ἄριστα, δεῖπνα, δόρπα θ' αἱρεῖσθαι τρίτα A.Fr. 182
, cf. Ag. 331: later, breakfast was called ἀκράτισμα, and ἄριστον was the midday meal, our luncheon, cf. Th.4.90, 7.81; ἄ. αἱρεῖσθαι, ποιεῖσθαι, Hdt.3.26, 6.78;ἀπ' ἀρίστου μέχρι δείλης Arist. HA 619a15
. [[pron. full] ᾱ; [var] contr. from [pron. full] ᾰ (y) ερι-στον, cf. Goth. air, OHG. ēr 'early', Avest. ayar[schwa] 'day'; also [pron. full] ᾱ (y) ερ- in ἦρι, ἠέριος; -στο- from -d-to-, root ed- 'eat'.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄριστον
-
122 ἄρχω
Aἀρχέμεναι Il.20.154
: [tense] impf. ἦρχον ib.2.378, etc.; [dialect] Dor.ἆρχον Pi.O.10(11).51
: [tense] fut.ἄρξω Od.4.667
, A.Pr. 940, Th.1.144: [tense] aor. ἦρξα, [dialect] Ep.ἄρξα Od.14.230
, etc.: [tense] pf. ([place name] Thyatira), Decr. ap. Plu.2.851f:—[voice] Med., Od.8.90, etc.; non-thematic part.ἄρχμενος Call.Aet.3.1.56
, al.: [tense] impf., Il.9.93, Hdt.5.28: [tense] fut. ἄρξομαι (in med. sense, v. infr.) Il.9.97, E.IA 442, X.Cyr.8.8.2; [dialect] Dor.ἀρξεῦμαι Theoc.7.95
: [tense] aor.ἠρξάμην Od.23.310
, etc.:—[voice] Pass., [tense] pf. ἦργμαι only in med. sense, v. infr. 1.2: [tense] aor.ἤρχθην, ἀρχθῆναι Th.6.18
, Arist.Pol. 1277b13, v. infr.11.4:—to be first,I in Time, begin, make a beginning, [voice] Act. and [voice] Med. (in Hom. the [voice] Act. is more freq., in [dialect] Att. Prose the [voice] Med., esp. where personal action is emphasized), to be the aggressor,Th.
1.53; π. ἄρχεσθαι to begin one's operations, X.HG6.3.6; ἄρχειν τοῦ λόγου to open a conversation, Id.An.1.6.6; ἄρχεσθαι τοῦ λόγου to begin one's speech, ib.3.2.7. Constr.:1 mostly c. gen., make a beginning of,ἄρχειν πολέμοιο Il.4.335
;μύθων Od.3.68
;τῶν ἀδικημάτων πρῶτον τοῦτο ἄρξαι Hdt. 1.2
;ἦρξεν ἐμβολῆς A.Pers. 409
; τοῦ κακοῦ ib. 353; ἄρχειν χειρῶν ἀδίκων, ἄρχειν τῆς πληγῆς, strike the first blow, Antipho 4.2.1 and 2:— in [voice] Med. in religious sense, = ἀπάρχεσθαι, ἀρχόμενος μελέων beginning with the limbs, Od.14.428, cf. E. Ion 651; but [voice] Act.,σπονδαῖσιν ἄρξαι Pi.I.6(5).37
.2 c. gen., begin from or with..,ἐν σοὶ μὲν λήξω σέο δ' ἄρξομαι Il.9.97
;ἄρχεσθαι Διός Pi.N.5.25
; πόθεν ἄρξωμαι; A.Ch. 855;πόθεν ποτὲ ἦρκται Hp. VM5
; ἄρχεσθαι, ἦρχθαι ἔκ τινος, Od.23.199, Hp.Off.11; ἀπό τινος freq. in Prose, ἀρξάμενοι αὐτίκα ἀπὸ παιδίων even from boyhood, Hdt.3.12; but more commonly ἐκ παίδων, ἐκ παιδός, etc., Pl.R. 408d, Thg. 128d:— ἀπό in non-temporal relations, ἀρξάμενος ἀπὸ σοῦ. i.e. including yourself, Pl.Grg. 471c, cf. D.18.297;ἀπὸ τῶν πατέρων X.Mem.3.5.15
; ; ἀφ' ἱερῶν ἠργμένη ἀρχή ib. 771a;ἀφ' Ἑστίας ἀρχόμενος Ar.V. 846
.3 c. gen. rei et dat. pers., ἄρχε θεοῖς δαιτός begin a banquet to the gods, Il.15.95;τοῖς ἄρα μύθων ἦρχε 2.433
, etc.;τῇσι δὲ.. ἄρχετο μολπῆς Od.6.101
;ἦρξε τῇ πόλει ἀνομίας τὸ νόσημα Th.2.53
, cf. 12;τὴν ἡμέραν ἄρχειν ἐλευθερίας τῇ Ἑλλάδι X.HG2.2.23
; .4 c. acc., ἄρχειν ὁδόν τινι, show him the way, Od.8.107 (but also ἄρχειν ὁδοῖο lead the way, 5.237): abs. (sc. ὁδόν), ἄρχε δ' Ἀθήνη 3.12
;σὺ μὲν ἄρχε Il.9.69
; ;ἦρχε δ' ἄρα σφιν Ἄρης 5.592
, cf. infr. 11.2: with other accusatives,ἄρχειν ὕμνον Pi.N.3.10
;ἅπερ ἦρξεν A.Ag. 1529
(lyr.);λυπηρόν τι S.El. 552
; .5 of actions,σέο δ' ἕξεται ὅττι κεν ἄρχῃ Il.9.102
: freq. c. inf., τοῖσιν δ' ἦρχ' ἀγορεύειν among them, Il.1.571, etc.; ἦρχε νέεσθαι, ἦρχ' ἴμεν, 2.84, 13.329;ἄρχετε νῦν νέκυας φορέειν Od.22.437
, etc.;ὑφαίνειν ἤρχετο μῆτιν Il.7.324
;ἤρξαντο οἰκοδομεῖν Th.1.107
;ἡ νόσος ἤρξατο γενέσθαι Id.2.47
: c. part., of continued action or condition,ἦρχον χαλεπαίνων Il.2.378
;ἢν ἄρξῃ ἀδικέων Hdt.4.119
;ἡ ψυχὴ ἄρχεται ἀπολείπουσα X.Cyr.8.7.26
;πόθεν ἂν ὀρθῶς ἀρξαίμεθα ἐπαινοῦντες; Pl.Mx. 237a
, cf. Tht. 187a (butἄ. ἐπαινεῖν Id.Phdr. 241e
);ἄρξομαι διδάσκων X.Cyr.8.8.2
(butἤρξω μανθάνειν Id.Mem.3.5.22
).6 abs., take the lead!Il.
9.69: generally, begin, ἄρχειν [τὴν ἐκεχειρίαν] τήνδε τὴν ἡμέραν Indut. ap. Th.4.118, cf. Lex ap.D.24.42; τὸ ἄρχον, opp. τὸ ἑπόμενον, Dam.Pr. 234: part. at first,X.
Eq.9.3, Cyn.3.8, Isoc.2.54; at the beginning,ἀρχομένου δὲ πίθου καὶ λήγοντος Hes.Op. 368
, cf. Fr.192.4; ;ἄρχεται ὁ πόλεμος ἐνθένδε Th.2.1
; ἅμα ἦρι ἀρχομένῳ ibid.; θέρους εὐθὺς ἀρχομένου ib.47.II in point of Place or Station, rule, govern, command,1 mostly c. gen., rule, be leader of..,Βοιωτῶν Il.2.494
, cf. Hdt.5.1, etc.2 less freq. c. dat.,ἀνδράσιν ἦρξα Od.14.230
, cf. 471, Il.2.805, Pi.P.3.4, A.Pr. 940, E.Andr. 666, IA 337, IG7.2830 ([place name] Hyettus), etc.; also ἐν δ' ἄρα τοῖσιν ἦρχ' held command among them, Il.13.690, cf. Pl.Phdr. 238a: c. inf. added, ἄρχε Μυρμιδόνεσσι μάχεσθαι led them on to fight, Il.16.65.3 abs., rule, , cf. Pers. 774; esp. hold a magistracy, ; at Athens, etc., to be archon, D.21.178; ἀρχάς, ἀρχὴν ἄρχειν, Hdt.3.80, Th.6.54; ἄρχειν τὴν ἐπώνυμον (with or without ἀρχήν) IG3.659, 693, SIG872.7.4 [voice] Pass., with [tense] fut.ἄρξομαι Hdt.7.159
, Pi.O.8.45, A.Pers. 589, Lys.28.7; butἀρχθήσομαι Arist.Pol. 1259b40
, D.C.65.10:—to be ruled, governed, etc.,ὑπό τινος Hdt.1.127
; , Ant.63;ὑπό τινι Hdt.1.91
, 103;σφόδρα ὑπό τινος Lys.12.92
; ap.D.L.1.60, cf. Pl.Prt. 326d;δύνασθαι καὶ ἄρχεσθαι καὶ ἄρχειν Arist. Pol. 1277b14
; subjects,X.
An.2 6.19, etc. -
123 ἐγγίζω
Aἤγγισα Arist.
(v. infr.): [tense] pf. , Ev.Matt.3.2: ([etym.] ἐγγύς):—bring near, bring up to,τῇ γῇ τὰς ναῦς Plb.8.4.7
;τὰ φιλήματα τοῖς χείλεσι Ach.Tat.2.37
;τινὰ πρός τινα LXX Ge.48.10
.II mostly intr., approach, Arist.Mir. 845a20;τινί Plb.18.4.1
: c. gen.,τῆς Αἰτωλίας Id.4.62.5
, etc.;πρὸς τὸν θεόν LXX Ex.19.21
; εἰς θάνατον ib.Jb.33.22; ἕως ib.Si.37.30(33);μέχρι θανάτου Ep.Phil.2.30
; to be imminent,ἤγγικεν ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου Ep.Jac.5.8
: also, c. gen., approximate to, Phld.Herc.1457.4.III c. inf., to be on the point of doing,ναοῦ -οντος συμπεσεῖν IG12(1).1270.8
([place name] Syme). -
124 ἐγκοιτάζομαι
A = ἐγκοιμάομαι, IG4.951.95 (Epid.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκοιτάζομαι
-
125 ἐκφέρω
Aἐξοίσω Hdt.3.71
: [dialect] Ion. [tense] aor. ἐξήνεικα:—[voice] Pass.,ἐξοισθήσομαι E.Supp. 561
: [tense] fut. [voice] Med. ἐξοίσομαι in pass. sense, Hdt.8.49,76:— carry out of,τινὰ πολέμοιο Il.5.664
, etc.;ὅπλα ἐκ μεγάρου ἐξενηνειγμένα Hdt.8.37
, cf. E.Ph. 779;ἐ. πεύκας Ar.Fr. 599
;γραμματεῖον Id.Nu. 19
;ἐξένεγκέ μοι τὴν κοπίδ' ἔξω Men.Pk. 332
.2 carry out a corpse for burial,ἐξέφερον θρασὺν Ἕκτορα δάκρυ χέοντες Il.24.786
, cf. Hdt.7.117, Antipho 6.21 ([voice] Pass.), etc.; also, cause death, εἰ ὑπερβάλλουσινἀλγηδόνες, ἐξοίσουσι Plot.1.4.8
.3 carry away,τρί' ἄλεισα Od.15.470
, cf. Test.Epict. 2.22, etc.; carry off as prize or reward,ἄεθλον Il.23.785
:—more freq. in [voice] Med., τὠυτὸ (of a victory)ἐξενείκασθαι Hdt.6.103
; κλέος, δόξαν, S.El.60, D.14.1, etc.; accomplish, Aeschin.2.66.4 carry ashore,ἐπὶ Ταίναρον Hdt.1.24
, etc.; cast ashore,πόντου νιν ἐξήνεγκε.. κλύδων E.Hec. 701
:—[voice] Pass., with [tense] fut. [voice] Med., come to land, be cast ashore, ἐς τοὺς ἑωυτῶν ἐξοίσονται Hdt.S.49, cf. 76, 2.90.II bring forth, in various senses:1 of women, = φέρειν μέχρι τέλους, bring to the birth, Hp.Nat.Mul.19;εἰς φῶς κύημα Pl.R. 461c
, cf. Arist. HA 577b23, al.; of plants, bear seed, Id.GA 731a22; of the ground, bear fruit, Δήμητρος καρπὸν ἐ. Hdt.1.193, 4.198.2 bring about, accomplish,μισθοῖο τέλος Il.21.451
;τὸ μόρσιμον Pi.N.4.61
;κακίας μεγάλας ὥσπερ ἀρετὰς αἱ μεγάλαι φύσεις ἐ. Plu.Demetr.1
:—[voice] Pass., .3 publish, deliver,χρηστήριον Hdt.5.79
;ἐ. λόγον S.Tr. 741
, Pl.Mx. 236c, cf. Plu.Them.23; ; of public measures, refer,ἐξενεῖκαι ἐς τὸν δῆμον Hdt.9.5
;ἐς πολύφημον ἐξενείκαντας Id.5.79
; ἐ. προβούλευμα εἰς τὸν δῆμον bring a project of law before the people, D.59.4 (so in [voice] Med.,ἐκφέρεσθαι προβούλευμα εἰς τὴν ἐκκλησίαν Aeschin. 3.125
): abs., freq. in [dialect] Att. Inscrr.,ἡ δὲ βουλὴ ἐς τὸν δῆμον ἐξενεγκέτω ἐπάναγκες IG12.76.61
, cf. 22.360.47; of authors, publish a work, Isoc. 9.74, Arist.Po. 1447b17, D.H.Comp.1, Plu.2.10c, etc.:—[voice] Med., ἐκφέρεσθαι γνώμην declare one's opinion, Isoc.5.36:—[voice] Pass.,εἰς Ἕλληνας ἐξοισθήσεται E.Supp. 561
.4 produce, exhibit, Lys.19.30; display,δείγματα εἰς φῶς Pl.Lg. 788c
, cf. D.19.12;φανερῶς τὸ μῖσος εἴς τινας Plb.15.27.3
;ἐ. τὴν ἰατρικὴν ἐπιστήμην D.S.5.74
.6 put forth, exert, :—and in [voice] Med., (lyr.).9 ὅρον ἐ. produce a definition, Arist.Metaph. 1040b2; express,διάνοιαν Phld.Po.5.26
, al.; ' word' a sentence, D.H.Comp.3 ([voice] Pass.), 7; utter, Demetr.Eloc.94; cite, adduce, ib. 142; πρὸς ἑαυτὸν ἐ. soliloquize, Sch.Pi.O.1.5.b [voice] Pass., of words, to be formed,κατὰ μίμησιν Demetr.Eloc. 220
;ἐπιρρηματικῶς A.D.Adv.175.28
; διὰ τοῦ ε ¯ ἐ. ib.193.5.III [voice] Pass., to be carried beyond bounds, : mostly metaph., to be carried away by passion,ἀπαιδευσίᾳ ὀργῆς Th.3.84
, cf. Chrysipp.Stoic.3.127; πρὸς ὀργὴν ἐκφέρει givest way to passion, S.El. 628; ἐ. πρὸς αἰδῶ is inclined to feel respect, E.Alc. 601 (lyr.);λέγων ἐξηνέχθην Pl.Cra. 425a
; ;πρὸς τὸ ἄγριοι πολῖται γενέσθαι X.Cyr.1.6.34
; πάθος defined asὁρμὴ ἐκφερομένη καὶ ἀπειθὴς λόγῳ Stoic.3.92
:—later in [voice] Act., [θυμὸς] ἐ. τινὰ τοῦ λογισμοῦ Philostr. Im.2.21
.IV bring to one's end, bring on to the trail,εὖ δέ σ' ἐκφέρει.. βάσις S.Aj.7
; κινδυνεύει ὥσπερ ἀτραπός [τις] ἐκφέρειν ἡμᾶς [ἐν τῇ σκέψει] Pl.Phd. 66b, cf.IG12.94.37:—[voice] Pass., ἐξηνέχθην εἰς ἅπερ Πρωταγόρας λέγει Pl.Cra. 386a.V intr. (sc. ἑαυτόν) shoot forth (before the rest),ὦκα δ' ἔπειτα αἱ Φηρητιάδαο.. ἔκφερον ἵπποι· τὰς δὲ μέτ' ἐξέφερον Διομήδεος.. ἵπποι Il.23.376
, cf. 759; also, to run away, X.Eq.3.4.2 come to fulfilment,ὁρᾷς τὰ τοῦδε.. ὡς ἐς ὀρθὸν ἐκφέρει μαντεύμᾰτα S.OC 1424
; come to an end, Id.Tr. 824 (lyr.). -
126 ἐνδέχομαι
II accept, admit, approve,τὸν λόγον Id.1.60
;τοὺς λόγους Id.5.92
.a/, 96, al., Ar.Eq. 632;τὰ λεγόμενα Th.3.82
;τὴν συμβουλίην Hdt.7.51
;διαβολάς Id.3.80
; ἀπόστασιν, = τὸν περὶ ἀποστάσιος λόγον, ib. 128; so ἐ. [ τὴν τοῦ Ἀλκιβιάδου κάθοδον] Th.8.50.2 in Hdt. freq. give ear to, believe, mostly with a neg.,ἀρχὴν.. οὐδὲ ἐ. τὸν λόγον 5.106
;τοῦτο δὲ οὐκ ἐ. ὰρχήν 4.25
, cf. 3.73, 7.237: c. inf., believe that..,οὐ γὰρ ἔγωγε ἐ. Ἠριδανόν τινα καλέεσθαι ποταμόν 3.115
.3 abs., give ear, attend,σὺ δ' ἐνδέχου E.Andr. 1238
, cf. Pl.Cra. 428b; περί τινος οὐδ' ὁπωσοῦν ἐ. refuse to hear a word about it, Th.7.49.III of things, admit, allow of, ; μεταβολήν, ἀλλοίωσιν ἐ., Pl.Phd. 78d; καθ' ὅσον φύσις ἐνδέχεται, quantum recipit humana condicio, Id.Ti. 69a, cf. Sph. 254c: c. inf., τὸ ναυτικὸν.. οὐκ ἐνδέχεται ἐκ παρέργου μελετᾶσθαι does not admit of being practised, Th.1.142, cf. Pl.Ti.9cc, Lg. 834d; .2 abs., to be possible,ἃ πολλὰ ἐνδέχεται Th.4.18
; ἐὰν ἐνδεχόμενον ᾖ if it be possible, PGrenf.2.14.4 (iii B. C.); freq. in Arist., APr. 25a38, al.;ἐνδέχεσθαι ἢ εἶναι οὐδὲν διαφέρει ἐν τοῖς ἀιδίοις Ph. 203b30
;ἐ. μέν, οὐ μὴν ἀναγκαῖον Pol. 1275b6
: esp. in part. ἐνδεχόμενος, η, ον, possible, ἐκ τῶν ἐνδεχομένων by all possible means, X.Mem.3.9.4, D.S.1.54;αἱ ἐ. τιμωρίαι Lycurg. 119
;τὴν ἐ. ἀϊδιότητα Jul.Or.4.157b
; εἰς τὸ ἐ. so far as possible, Hyp.Epit.41; and freq. in Arist.,τὸ ἐ. ἀληθές Metaph. 1009b34
;τῆς ἐ. αὐτοῖς εὐδαιμονίας μετέχειν Pol. 1325a10
; ζωῆς τῆς ἐ. ἀρίστης ib. 1328a36, al.: freq. c. inf., τὰ ἐ. καὶ εἶναι καὶ μὴ εἶναι contingent events, GA 731b25, cf. Metaph. 1050b11;τὰ ἐ. ἄλλως ἔχειν EN 1134b31
, al.; τὰ μὴ ἐ. αὐτῷ πρᾶξαι ib. 1140a32, al.3 ἐνδέχεται impers., it admits of being, it is possible that.., c. acc. et inf., Th.1.124, 140, etc.; εἴπερ ἐνεδεχετο (sc. γράφειν) D.18.239;καθ' ὅσον ἐνδέχεται Pl. Phdr. 271c
; εἰς ὅσον ἐ. Id.R. 501c; ὅσα ἐ. Arist.Rh. 1354a32; μέχρι οὗ ἐ. ib. 1355b13;ὡς ἐ. μάλιστα Plb.3.49.1
: acc. abs., ὥσπερ ἐνδεχόμενον εἶναι, = ὥσπερ εἰ ἐνδέχοιτο, Arist.GA 765b23: gen. abs., ἐνδεχομένου where possible, Id.PA 683a20.b c. dat. pers., it is allowed, X.Hier.4.9, D.29.50.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνδέχομαι
-
127 ἐνταῦθα
ἐνταῦθα, [dialect] Ion. [full] ἐνθαῦτα (also [full] ἐντοῦθα, q. v.), Elean [full] ἐνταῦτα SIG9 (Olympia, vi B.C.): Adv., formed from ἔνθα, but more common in Prose:I of Place, here, there, Hdt.1.76, A.Pr.82, etc.; ἐνταῦθά που hereabouts, Ar.Av. 1184: folld. by ἵνα, ὅπου, etc., S.Ph. 429, Tr. 800, etc.2 hither, thither, Il.9.601;παριέναι ἐνθαῦτα Hdt.5.72
;ἐνταῦθα πέμπειν A.Pers. 450
, etc.;ἐ. πέμψειν ἔνθα μήποθ' ἡλίου φέγγος προσόψῃ S.El. 380
;ὅθεν δ' ἕκαστον ἐς τὸ φῶς ἀφίκετο, ἐνταῦθ' ἀπελθεῖν E.Supp. 533
;φέρε δεῦρο.. ἐ. Ar.Ec. 739
;ἐ. προελήλυθας Pl.Tht. 187b
;μέχρι ἐ. Id.Cra. 412e
.3 freq. c. gen.,ἐ. τοῦ οὐρανοῦ X.Mem.4.3.8
;ἐ. τῆς ἠπείρου Th.1.46
;ἐ. τοῦδ' ἀφικόμην κακοῦ A.Ch. 891
;ἐ. που ἦμεν τοῦ λόγου Pl.Tht. 177c
; in that department of..,D.
18.62.II of Time, at the very time, then, A.Pr. 206; in apodosi,ἡνίκα.., ἐνταῦθα δὴ μάλιστα.. S.Tr.37
; after ὅτε, Id.OT 802; after ἐπειδή, ἐπεί, Th.1.11, X. An.3.4.25;ἐ. δή Id.Cyr.4.5.9
, etc.2 c.gen.,ἐ. ἤδη εἶ τῆς ἡλικίας Pl.R. 328e
.III of Sequence, thereupon, Hdt.1.61,62.IV generally, herein, S.OT 582, Fr.77, Pl.Ap. 29b, etc.; in this position,ἐ. ἕστηκε τὸ πρᾶγμα D.21.102
; ἐνταῦθ' ἔνι depends upon that circumstance, S.OT 598.—In [dialect] Att. also strengthd. [full] ἐνταυθί [ῑ], Pl.Com.173.8 (prob.), Pl.Prt. 31ca, D.15.22, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνταῦθα
-
128 ἐξετάζω
Aἐξετῶ Isoc.9.34
, cf. AB251: [tense] aor. , S.OC 211 (lyr.), etc., [dialect] Dor.ἐξήταξα Theoc.14.28
: [tense] pf. , etc.:—[voice] Pass., [tense] fut.- ετασθήσομαι D.2.20
: [tense] aor. - ητάσθην (v. infr.): [tense] pf. - ήτασμαι (v. sub fin.):— examine well or closely, scrutinize, review,ἐ. φίλους, ὅντιν' ἔχουσι νόον Thgn.1016
, cf. Ar.l.c., etc.;τὴν ὑπάρχουσαν ξυμμαχίαν ἐ. Th.2.7
;βίον αὐτοῦ πάντα ἐξετάσω D.21.21
; ; ἐ., opp. ὑπέχειν λόγον, Arist.Rh. 1354a5; τὸ δι' ἀκριβείας -αζόμενον exactly weighed words, Pl.Tht. 184c; ἐ. τι < διὰ> τῶν εἰδότων make inquiries into a thing from.., Plb.10.8.1: folld. by Relat.,ἐ. ὅστις ἦν D.45.82
;ἐ. τί καὶ πῶς λέγουσι Pl.Phdr. 261a
;ἐ. τινά, τίνος ἐστὶ γένους Epicr.11.17
.2 of troops, inspect, review, Th.7.33,35, etc.;στρατιώτας σὺν τοῖς ὅπλοις Hell.Oxy.10.1
:—[voice] Pass.,στρατὸς δὲ θάσσει κἀξετάζεται E.Supp. 391
, cf. Th.6.97.3 ἐ. τὴν βουλήν, τὸ βουλευτικόν, = Lat. legere senatum, revise the roll of the Senate, D.C. 52.42, 54.13.4 examine, approve, PRev.Laws40.19 ([voice] Pass., iii B. C.), etc.5 pass in review, enumerate,ἁμαρτήματα ἀκριβῶς ἐ. Isoc.7.63
, cf. D.20.52,58.II examine or question a person closely, Hdt.3.62, S.Aj. 586, OC 211;τινὰ περί τινος Pl.Phdr. 258d
; , X.Cyr.6.2.35;δικαίως αὐτὸν ἐξετάσω D.21.154
, cf. 18.20;τὸν δεσπότην ὁ δοῦλος ἐξετάζει Id.45.76
:—[voice] Pass., Men.Epit. 65.III estimate, τι πρός τι one thing with reference to another, D.6.7;πρὸς ἐκείνους ἐ. καὶ παραβάλλειν ἐμέ Id.18.314
;ἰσοστάσιος ἦν ἡ πορφύρα πρὸς ἄργυρον ἐξεταζομένη Theopomp.Hist.114
, cf. Jul.Or. 3.119a;ἐ. τινὰ παρ' ἄλληλα D.18.265
, cf. Isoc.8.11; compare,πρὸς Ἀριστογείτονα ἐμαυτόν D.Ep.3.43
.IV prove by scrutiny or test, of gold, Chilo 1 ([voice] Pass.);ἐ. τοὺς κακούς τε κἀγαθούς X.Oec.20.14
;τοὺς χρησίμους D.34.38
: c. part.,ἐξητακὼς στερεοὺς ὑπάρχοντας τοὺς τόπους Plb.3.79.1
:—more freq. in [voice] Pass., ἐὰν μὴ παρὼν ἐ. unless he is proved to have been present, Pl.Lg. 764a; ; ἐξήτασαι πεποιηκώς ib.197; ἐξετάζεσθαι φίλος (sc. ὤν) E.Alc. 1011;ἐχθρὸς ἐξεταζόμενος D.21.65
;κατήγορος Id.22.66
;μέτριοι ἐν τοῖς ἀνηκέστοις Plu.2.74b
; of things, .V [voice] Pass., to be numbered, counted, c. gen.,ὧν εἷς ἐγὼ βουληθεὶς ἐξετάζεσθαι And.4.2
; to be found in the number of..,D.
19.291; μετὰ τῶν ἄλλων ἐξητάζετο he appeared among.., Id.18.217;ἔν τισι D.H.6.59
; to be placed on a roll, ἐν τοῖς ἱππικοῖς among the Equites at Rome, Plu.Pomp.14; of the census, ἐξητάσθησαν αἱ πᾶσαι πεντεκαίδεκα [μυριάδες] Id.caes.55.2 [voice] Pass., present oneself, appear, D.21.161;πρὸς τὸν ἄρχοντα.. οὐδέπω.. ἐξήτασται Id.37.46
, cf. 18.277.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξετάζω
См. также в других словарях:
μέχρι — as far as indeclform (adverb) μέχρι as far as indeclform (conj) μέχρι as far as indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέχρι — και μέχρις (μπροστά από φωνήεν), έως, ίσαμε, περίπου, σχεδόν: Σε περιμέναμε μέχρι το πρωί. – Θα σου τα λέω μέχρις ότου να συμμορφωθείς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέχρι — και πριν από φωνήεν μέχρις (ΑΜ μέχρι και μέχρις) (χρησιμοποιείται ως πρόθ. καταχρηστ., ως επίρρ. τοπ. ή χρον. και ως χρον. σύνδ.) 1. έως, ίσαμε (α. «θα πάω μέχρι το Φάληρο» β. «θα έχω έλθει μέχρι τις επτά» γ. «μέχρι τῆς πόλεως», Θουκ. δ. «ὥστ… … Dictionary of Greek
μέχρις — μέχρι as far as indeclform (adverb) μέχρι as far as indeclform (conj) μέχρι as far as indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέχριπερ — μέχρι as far as indeclform (conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek