-
21 σιτηρός
A of corn, τὰ σ. γεύματα food made from corn, Hp. Acut.10; σ. μέτρα corn measures, Arist.EN 1135a2; μέδιμνος ς. IG22.1013.27; σιτηρά, ἡ, tax on corn, ib.1707.6, BGU1742.16, 1743.13 (i B.C.).II fit for food, eatable, Xenocr. ap. Orib.2.58.47.III καρπὸς ὁ ς. cereals, Thphr.Vent.13; so τὰ σ.,= τὰ σιτώδη, opp. ζῷα, λάχανα, Id.HP1.10.7, 8.2.3, Dsc.3 Prooem.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιτηρός
-
22 σπερματισμός
σπερμ-ᾰτισμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπερματισμός
-
23 συγκοπτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκοπτός
-
24 σῖτος
σῖτος, ὁ, heterocl. pl. σῖτα, τά, Xenoph.2.8, Hdt.4.128, 5.34 (neut. sg. σῖτον only Delph.3(5).3 ii 19 (iv B.C.)):—A grain, comprehending both wheat ([etym.] πυρός ) and barley ([etym.] κριθή), ἐν [Ἰθάκῃ] σ. ἀθέσφατος ἐν δέ τε οἶνος γίγνεται Od.13.244
; περὶ σίτου ἐκβολήν about the shooting of the corn into ear, Th.4.1; τοῦ σ. ἀκμάζοντος at its ripening, Id.2.19;πρὶν τὸν σ. ἐν ἀκμῇ εἶναι Id.4.2
;τὸν νέον σ. σὺν τῇ καλάμῃ ἀποκείμενον X.An.5.4.27
; σ. ἀληλεσμένος or - εμένος ground corn, Hdt.7.23, Th.4.26;σ. ἀπηλοημένος D.42.6
;σῖτον ἐσαγαγεῖν Th.2.6
, etc.;σ. ἐπείσακτος D.18.87
; σίτου εἰσαγωγή, ἐξαγωγή, Arist.EN 1133b9, IG12.57.35;συγκομιδή X.HG7.5.14
;ἐγδοχεία PMich.Zen.23
(iii B.C.); comprehending πυρός, κριθή, ὄλυρα, and φακός, PTeb.66.41 (ii B.C.);περὶ τοῦ σ. καὶ τοῦ σησάμου PMich.Zen.43.3
(iii B.C.); ὁ σ. καὶ τὰ λάχανα as examples of πόα, Thphr.HP1.3.1.2 food made from grain, bread, opp. flesh-meat,σ. καὶ κρέα Od.9.9
, 12.19, cf. Hdt.2.168; σῖτον ἔδοντες, a general epith. of men as opp. to beasts, ὅσσοι νῦν βροτοί εἰσιν ἐπὶ χθονὶ σ. ἔδ. Od.8.222, cf. 9.89; of savages, who eat flesh only,οὐδέ τι σῖτον ἤσθιον Hes.Op. 146
; of civilized men,σῖτον καὶ σπείρουσι καὶ σιτέονται Hdt.4.17
;σωρὸν σίτου κεχυμένον Id.1.22
;ἐσθίειν ἐπὶ τῷ σ. ὄψον X.Mem.3.14.2
; κάρδαμον ἔχειν ἐπὶ τῷ ς. Id.Cyr.1.2.11; πίνειν ὕδωρ ἐπὶ τῷ ς. ib.6.2.27, cf. Plu. Them.29, with Id.2.328f.3 in a wider sense, food, as opp. to drink,σ. ἠδὲ ποτής Od.9.87
, cf. Il.19.306;σ. καὶ οἶνος Od.3.479
, Il.9.706;σ. καὶ μέθυ Od.4.746
, etc.; even of porridge ([etym.] κυκεών), 10.235;σῖτα καὶ ποτά Hdt.5.34
, X.An.2.3.27;σ. ποιεῖν καὶ οἶνον Pl.R. 372a
;ἄκμηνος σίτοιο Il.19.163
, cf. A.Fr. 182; εὐνὴ καὶ ς. Od. 20.130, cf. Il.24.129;ὕπνον καὶ σ. αἱρεῖσθαι Th.2.75
; provisions,σῖτα ἀναιρέεσθαι Hdt.4.128
;παρέχειν σῖτα καὶ νέας Id.7.21
; παρέχειν μέχρι τριάκοντα ἡμερῶν ς. Foed. ap. Th.5.47.4 rarely of beasts, fodder, Hes.Op. 604, E.HF 383 (lyr.), X.Eq.4.1.—In the general sense of food, Prose writers prefer the dim. form σιτία, τά.II in [dialect] Att. Law, allowance of grain made to widows and orphans. σῖτον διδόναι, ἀποδιδόναι, D.27.15, 28.11, Arist.Ath.56.7.2 δίκην σίτου δικάσασθαι, bring an action under the Athen. Corn-law against regraters and monopolists, Is.3.9, cf. D.59.52.4 public distribution of corn in Rome, Lat. frumentatio,τὸν ἐπὶ τοῦ σίτου ὄντα ἐν Ῥώμῃ Arr.Epict.1.10.2
. -
25 τιλτός
2 shredded, τ. μοτός lint, Gal.11.125;ἐλλύχνιον Sor.2.11
: also in neut. as Subst.,διαμοτώσαντες ξηροῖς τιλτοῖς Paul.Aeg.6.5
, cf. Gloss.3 τὸ τ. (with or without τάριχος ) salt fish stripped of its scales before curing, Nicostr.Com.5.5, Pl.Com.193. -
26 τρωκτός
A to be gnawed or eaten raw; eatable, Hdt.2.92; κῆποι τ. kitchen gardens, Philostr.VA3.56;τ. λάχανα Artem.1.67
.II τρωκτά, τά, = τρωγάλια, fruits eaten at dessert,ὅσα ἐστὶ τ. X.An.5.3.12
; τρωκτὰ σησάμου τε καὶ μέλιτος sweatmeats of sesame and honey, Hdt.3.48.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρωκτός
-
27 φίλυδρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φίλυδρος
-
28 χαμαίζηλος
A seeking the ground, low-growing, dwarf, χ. φυτά, opp. δένδρα, Arist.HA 559a13;κόνυζα Nic.Th.70
; οἱ χ. φοίνικες dwarf-palms (cf.χαμαιριφής 11
) Dsc.1.109;καρποὶ καὶ λάχανα Jul.Or.5.175d
: generally,τὰ ἐγγὺς ἡμῶν καὶ χ. Them.Or.26.327d
.2 χαμαίζηλος (sc. δίφρος, which is added by Plu.2.150a), ὁ, low seat, stool, Hp.Fract.37, Pl.Phd. 89b.b χ. κρατῆρες flat bowls, Polem.Hist.83.II metaph., of low estate, humble,ψυχή Ph. 1.91
, cf. 240, al., Luc.Somn.13;τὰ χ. Them.Or.15.184d
; χ. δικαστής, = judex pedaneus, Lyd.Mag.2.15. Adv.- λως Ph.1.103
.III χαμαίζηλον, τό, = γναφάλιον, Plin.HN27.88.2 = πεντάφυλλον, ib.25.109.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαμαίζηλος
-
29 ψυλλόβρωτος
ψυλλόβρωτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψυλλόβρωτος
-
30 ἀγριολάχανα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγριολάχανα
-
31 ἀναγκάζω
A , Th.5.35 (later [ per.] 2pl.- ᾶτε Arch.Pap.6.286
): [tense] pf. : [tense] plpf.- ειν D.33.28
: ([etym.] ἀνάγκη):—force, compel, mostly c. acc. pers. et inf., ἀ. τινὰ κτείνειν, πόλισμα, συνθήκας ποιεῖσθαι, etc., Hdt.1.11,98, 6.42; δρᾶν, λέγειν, etc., S.El. 256, OC 979, etc.: so in [voice] Pass.,ἠναγκάζοντο ἀμύνεσθαι Hdt.5.101
: without inf., κἄμ' ἀναγκάζεις τάδε (sc. δρᾶν) S. Ph. 1368, cf. OT 280; ἀναγκάζεσθαί τι to be forced [to do] a thing, Pl. Phdr. 242a, 254b, cf. X.Mem.4.5.4;ἀ. τινὰ ἐς τὸ πολεμεῖν Th.1.23
;ἐς τὸ ἔργον Id.2.75
.2 c. acc. pers. only, constrain a person,τὸ συνδρῶν σ' ἀναγκάσει χρέος E.Andr. 337
; esp. by argument, opp. ῥητορικῶς ἐλέγχειν, Pl.Grg. 472b; I was constrained, tortured,S.
El. 221, cf. X.Hier.9.2;ἠναγκασμένος, ἀναγκασθείς
under compulsion,Th.
6.22, 8.99;ὑπὸ δεσμῶν ἀναγκασθείς And.1.2
;φανεροὶ ἦσαν ἀναγκασθησόμενοι D.18.19
.3 c. acc. rei only, carry through by force,πόλις ἀναγκάζει τάδε E.IT 595
, cf. X.Mem.4.5.5, Arist.Rh. 1392a27; ἠναγκασμένα λάχανα forced vegetables, Philostr. VA1.21.4 c. acc. rei et inf., contend that a thing is necessarily so and so, , cf. Cra. 432c, Tht. 196b: foll. by Conj., .5 abs., apply compulsion, Arist.Pol. 1304b9 ( ἀναγκάζω is a gloss in Pl.Tht. 153c.).6 in surgery, use force to reduce dislocations, etc., Hp.Art.3,5, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναγκάζω
-
32 ὄψον
ὄψον, τό,A cooked or otherwise prepared food, a made dish, eaten with bread and wine,ἐν δὲ.. σῖτον καὶ οἶνον ἔθηκεν, ὄψα τε Od.3.480
;ἐν δέ οἱ ἀσκὸν ἔθηκε.. οἴνοιο.., ἐν δὲ καὶ ᾖα κωρύκῳ, ἐν δέ οἱ ὄψα τίθει 5.267
, cf.6.77, Il.9.489;παμπόνηρον ὄ. ὁ γέρανος Epich.87
;ἄρτον,.. οἶνον.., ὄψον Th.1.138
(taken in signf. 3 by D.S.11.57);ἄρτους,.. ὄψον.., οἶνον Pl.Grg. 518c
;ὄ. ὀπτόν Ar.Eq. 1106
, cf. Av. 900; ἐσθίουσι ἐπὶ τῷ σίτῳ ὄ. X.Mem.3.14.2, cf. 3.14.3; τῷ ὄ. ( cuisine) τε καὶ τῷ οἴνῳ χαίροντα μᾶλλον ἢ τοῖς φίλοις ib.1.5.4;ὄ. ἕξουσιν, ἅλας τε δηλονότι καὶ ἐλάας καὶ τυρόν, καὶ βολβοὺς καὶ λάχανά γε, οἷα δὴ ἐν ἀγροῖς ἑψήματα, ἑψήσονται Pl.R. 372c
; opp. τραγήματα, Clearch.65; ὄψα.. καὶ τραγήματα, ὄψα.. καὶ μύρα, Pl.R. 372e, 373a; Σικελικὴ ποικιλία ὄψου ib. 404d;φακῆν, ἥδιστον ὄψων Ar.Fr.23
; τὴν ἔγχελυν.. ὄψων μέγιστον the greatest of delicacies, Anaxandr.39.6; ὄ. δὲ ταὐτὸν ἀεί ποτε πᾶσίν ἐστιν, ὕειον κρέας ἑφθόν (in the Spartan φειδίτια) Dicaearch. Hist.23;εἷς ἄρτος, ὄ. ἰσχάς Philem.85
, cf. X.Cyr.1.2.8; [ τέχνη] ἡ τοῖς ὄ. ( dishes) τὰ ἡδύσματα (sauces, seasonings) [ ἀποδιδοῦσα μαγειρικὴ καλεῖται] Pl. R. 332d, cf. Tht. 175e, Plu.2.99d;ὄ. ὀξέα καὶ δριμέα καὶ ἁλμυρά X.Cyr. 6.2.31
;τοὺς παῖδας διδάσκομεν.. τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῦ ὄ. τῇ δ' ἀριστερᾷ κρατεῖν τὸν ἄρτον Plu.2.99d
: metaph., ὄ. δὲ λόγοι φθονεροῖσι are a treat to the envious, Pi.N.8.21.2 relish, κρόμυον, ποτῷ ὄ. Il.11.630; κολλύραν.. καὶ κόνδυλον ὄ. ἐπ' αὐτῇ pudding and knuckle- sauce, Ar. Pax 123: metaph., λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ διαχρῆσθε 'hunger is the best sauce', X.Cyr.1.5.12; ἡ ἐπιθυμία τοῦ σίτου ὄ. Id.Mem.1.3.5;ὄ. τροφῆς τὸ πεινῆν Socr.
ap. Porph.Abst.3.26;οἱ πόνοι ὄ. τοῖς ἀγαθοῖς X.Cyr. 7.5.80
.3 at Athens, esp. fish, the chief delicacy of the Athenians (πολλῶν ὄντων ὄ. ἐκνενίκηκεν ὁ ἰχθὺς μόνος ἢ μάλιστά γε ὄψον καλεῖσθαι Plu.2.667f
, cf. Ath.7.276e); so in Pap., ὄ. as collective, = fish, PCair. Zen.82.17 (iii B. C.); in Hp.Mul.1.37 ὄψα θαλάσσια is v.l. (dub.). -
33 ἄνθρυσκον
Grammatical information: n.Meaning: `chervil, Scandix australis' (Sapph.).Other forms: also ἔνθρυσκον (Pherecr.)Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: No etym. Connected with ἀθήρ, ἀνθέριξ because of the prickly fruit (?). Fur. 364 points to ι\/υ; for ε\/α- he thinks of assimilation α \> ε before ι\/υ: doubtful); he rejects θρύσκα ἄγρια λάχανα H. as a mistake for ἄνθρυσκα. Substr. origin seems certain.Page in Frisk: 1,110Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄνθρυσκον
-
34 βηρίχαλκον
Grammatical information: n.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Cf. ἄνθρυσκα ἄγρια λάχανα παραπλήσια ἀνήθοις, οἷα καὶ τὰ μάρανθα AB 404,23. S. Hesselman, Symb. Danielsson 94. To be read Ϝηρι-, Bechtel, Gr. Dial. 2,373.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βηρίχαλκον
-
35 βράκανα
Grammatical information: n.Meaning: τὰ ἄγρια λάχανα H. (Pherecr., Luc.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Prellwitz a. o. compared OHG moraha, OE. moru `Möhre (carrot)', but see Knutsson, Die germ. LW [loanword] im Slavischen (LUÅ 1929) 31f. Fur. 330 compared βάκανον `cabbage(-seed)' (Aët.); there are instances of `inserted' ρ (rather β\/βδ\/βρ?) - Cf. βρακεῖν.Page in Frisk: 1,263Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βράκανα
-
36 δρόξιμα
Grammatical information: n. pl.Meaning: `uncooked, raw fruits' (pap. V-VIp)Origin: XX [etym. unknown]Etymology: = τρώξιμα `id.' (from τρώγω) through folketymological reshaping after δρόσος, δροσερός `dew; fresh' (e. g. of λάχανα Ar. Pl. 298)?Page in Frisk: 1,419Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δρόξιμα
-
37 θανάσιμος
θανάσιμος, ον (s. θάνατος; Aeschyl. et al.) deadly θ. φάρμακον (Eur., Ion 616; Diod S 4, 45, 2; Diosc. 2, 24; SIG 1180, 2; Philo, Plant. 147; Jos., Ant. 4, 279; 17, 69) deadly poison ITr 6:2. θηρία ἑρπετὰ θ. death-dealing vermin Hs 9, 1, 9 (λάχανα … θ. Just., D. 20, 3).—Subst. (so the pl. Diosc. 2, 19; 2, 81, 1; Jos., Ant. 14, 368) θανάσιμόν τι Mk 16:18.—DELG s.v. θάνατος. M-M. Spicq.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Λαχανά, δήμος — Νέος δήμος (3.779 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Καρτερών, Λαχανά, Λευκοχωρίου, Νικοπόλεως και Ξυλοπόλεως, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός… … Dictionary of Greek
λάχανα — λάχανον garden herbs neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κηπωρὸν μισῶ τὸν ἐκ ρίζων ἐκτέμνοντα τὰ λάχανα. — κηπωρὸν μισῶ τὸν ἐκ ρίζων ἐκτέμνοντα τὰ λάχανα. См. Доброго пастыря дело овец стричь, а кожи не снимать … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
λάχαν' — λάχανα , λάχανον garden herbs neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάχανο — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Brassica, της οικογένειας cruciferae. Το γένος αυτό περιλαμβάνει 50 διαφορετικά είδη που απαντούν στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Η αυτοφυής μορφή του λ. απαντάται στις άκρες του Ατλαντικού,… … Dictionary of Greek
λαχανεύω — (Α) [λάχανον] 1. φυτεύω λάχανα 2. μέσ. λαχανεύομαι μαζεύω λάχανα 3. παθ. α) (για τόπο) χρησιμεύω για φύτευση λαχάνων ή παράγω λάχανα («ἔνια τῶν πεδίων σπείρεσθαι δι ἔτους δίς... τινὰ δὲ καὶ λαχανεύεσθαι τῷ τετάρτῳ σπόρῳ», Στράβ.) β) τρώγομαι ως… … Dictionary of Greek
αγιοζούμι — Ζουμί με αλεύρι και λίγο λάδι, που προσφέρεται ως τροφή στους δόκιμους μοναχούς. Στη βυζαντινή εποχή α. έλεγαν ένα φαγητό που περιείχε πολλά κρεμμύδια και το οποίο παρασκεύαζαν στα μοναστήρια κάθε Τετάρτη και Παρασκευή. Το α. αναφέρει και ο… … Dictionary of Greek
θρύσκα — θρύσκα, τὰ (Α) (κατά τον Ησύχιο) άγρια λάχανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θρύσκα άγρια λάχανα (Ησύχ.), αν δεν είναι εσφαλμένος, συνδέεται ίσως με το θρύον*] … Dictionary of Greek
λαχανάς — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 542 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, κοντά στα όρια με τους νομούς Κιλκίς και Σερρών, 52 χλμ. ΒΑ της πόλης της Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά … Dictionary of Greek
λαχανόφυτος — η, ο (για τόπο) γεμάτος λάχανα, φυτεμένος με λάχανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανο + φυτος (< φυτός < φύομαι «φυτρώνω»), πρβλ. δενδρό φυτος, πλατανό φυτος] … Dictionary of Greek
Θεσσαλονίκης, νομός — Νομός (3.560 τ. χλμ., 1.057.825 κάτ.) της περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Κιλκίς και Σερρών, στα Α βρέχεται από τον κόλπο Ορφανού (Στρυμονικό), στα Ν συνορεύει με τον νομό Χαλκιδικής, ενώ ένα τμήμα του βρέχεται… … Dictionary of Greek