-
1 χαμαίζηλος
A seeking the ground, low-growing, dwarf, χ. φυτά, opp. δένδρα, Arist.HA 559a13;κόνυζα Nic.Th.70
; οἱ χ. φοίνικες dwarf-palms (cf.χαμαιριφής 11
) Dsc.1.109;καρποὶ καὶ λάχανα Jul.Or.5.175d
: generally,τὰ ἐγγὺς ἡμῶν καὶ χ. Them.Or.26.327d
.2 χαμαίζηλος (sc. δίφρος, which is added by Plu.2.150a), ὁ, low seat, stool, Hp.Fract.37, Pl.Phd. 89b.b χ. κρατῆρες flat bowls, Polem.Hist.83.II metaph., of low estate, humble,ψυχή Ph. 1.91
, cf. 240, al., Luc.Somn.13;τὰ χ. Them.Or.15.184d
; χ. δικαστής, = judex pedaneus, Lyd.Mag.2.15. Adv.- λως Ph.1.103
.III χαμαίζηλον, τό, = γναφάλιον, Plin.HN27.88.2 = πεντάφυλλον, ib.25.109.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαμαίζηλος
См. также в других словарях:
χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… … Dictionary of Greek
θεόζηλος — θεόζηλος, ον (Μ) αυτός που γίνεται με θείο ζήλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + ζηλος (< ζήλος), πρβλ. αντί ζηλος, χαμαί ζηλος] … Dictionary of Greek
Θηβαγενής — και Θηβαιγενής, ές (Α) αυτός που έχει γεννηθεί στη Θήβα, αυτός που κατάγεται από τη Θήβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θήβαι (πιθ. ως τοπική πτώση, πρβλ. χαμαί ζηλος) + γενής (< γένος), πρβλ. α γενής, ομο γενής] … Dictionary of Greek