-
1 κόμποι
κόμποςdin: masc nom /voc pl -
2 γλῶσσα
γλῶσσα, [dialect] Ion. [full] γλάσσα, Herod.3.84, al., SIG1002.7 (Milet.), Schwyzer 692 ([place name] Chios), [dialect] Att. [full] γλῶττα, ης, ἡ,2 tongue, as the organ of speech, γλώσσης χάριν through love of talking, Hes.Op. 709, A.Ch. 266;γλώσσῃ ματαίᾳ Id.Pr. 331
, cf.Eu. 830;γλώσσης ἀκρατής Id.Pr. 884
(lyr.);μεγάλης γ. κόμποι S.Ant. 128
; γλώσσῃ δεινός, θρασύς, Id.OC 806, Aj. 1142;ἡ γ. ὀμώμοχ' ἡ δὲ φρὴν ἀνώμοτος E.Hipp. 612
: with Preps., ἀπὸ γλώσσης by frankness of speech, Thgn.63;φθέγγεσθαι Pi.O.6.13
(but ἀπὸ γ. ληίσσεται, opp. χερσὶ βίῃ, of fraud opp. violence, Hes. Op. 322); also, by word of mouth, Hdt.1.123, Th.7.10, Arr.An.2.14.1;τῷ νῷ θ' ὁμοίως κἀπὸ τῆς γ. λέγω S.OC 936
; τὰ γλώσσης ἄπο, i.e. our words, E.Ba. 1049; ἀπὸ γ. φράσω by heart, opp. γράμμασιν, Cratin.122; οὐκ ἀπὸ γλώσσης not from mere word of mouth, but after full argument, A.Ag. 813; μὴ διὰ γλώσσης without using the tongue, E.Supp. 112;ἐν ὄμμασιν.. δεδορκὼς κοὐ κατὰ γλῶσσαν κλύων S.Tr. 747
:—phrases: πᾶσαν γλῶτταν βασάνιζε try every art of tongue, Ar. V. 547; πᾶσαν ἱέναι γλῶσσαν let loose one's whole tongue, speak withoutrestraint, S.El. 596;πολλὴν γ. ἐγχέας μάτην Id.Fr. 929
; κακὰ γ. slander, Pi.P.4.283: pl., ἐν κερτομίοις γλώσσαις, i.e. with blasphemies, S.Ant. 962 (lyr.), cf.Aj. 199 (lyr.): βοῦς, κ ῇς ἐπὶ γλώσσῃ, v. βοῦς, κλείς.3 of persons, one who is all tongue, speaker, of Pericles,μεγίστη γ. τῶν Ἑλληνίδων Cratin.293
, cf. Ar.Fr. 629 (s. v. l.).II language,ἄλλη δ' ἄλλων γ. μεμιγμένη Od.19.175
, cf. Il.2.804; γλῶσσαν ἱέναι speak a language or dialect, Hdt.1.57; γ. Ἑλληνίδα, Δωρίδα ἱέναι, Id.9.16, Th.3.112, cf. A.Pers. 406, Ch. 564;γλῶσσαν νομίζειν Hdt.1.142
, 4.183;γλώσσῃ χρῆσθαι Id.4.109
;κατὰ τὴν ἀρχαίαν γ. Arist.Rh. 1357b10
; dialect,ἡ Ἀττικὴ γ. Demetr.Eloc. 177
; but alsoΔωρὶς διάλεκτος μία ὑφ' ἥν εἰσι γ. πολλαί Tryph.
ap. Sch.D.T.p.320 H.2 obsolete or foreign word, which needs explanation, Arist. Rh. 1410b12, Po. 1457b4, Plu.2.406f: hence Γλῶσσαι, title of works by Philemon and others.1 in Music, rced or tongue of a pipe, Aeschin.3.229, Arist.HA 565a24, Thphr.HP4.11.4, etc. -
3 κωδωνόκροτος
κωδωνό-κροτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κωδωνόκροτος
-
4 μετάρσιος
μετάρσιος, [dialect] Dor. [full] πεδάρσιος, ον, also α, ον Hdt.7.188, E.IT27: ([etym.] μεταίρω):—[dialect] Ion., poet., and in late Prose, as D.S.3.51, Ocell.3.1, J. AJ6.9.4, Porph. ap. Eus.PE3.9, for μετέωρος,A raised from the ground, high in air,ἐσπᾶτο γὰρ πέδονδε καὶ μ. S.Tr. 786
; μετάρσιοι χολαὶ διεσπείροντο melted into air, Id.Ant. 1009; λόγοι π. θρῴσκουσι are scattered to the winds, A.Ch. 846; ὑπὲρ πυρᾶς μ. ληφθεῖς' E.l.c.;μετάρσιον πλευρὰν ἔπαιρε Id.Hec.499
;μ. ἀναπτόμενος Ar.Av. 1382
; ναῦς ἄρμεν' ἔχοισα μ. having her sails hoisted, Theoc.13.68; τὰ μ., = μετέωρα, the sky, heavens, Thphr.Ign.3; but defined as τὰ μεταξὺ τοῦ αἰθέρος καὶ τῆς γῆς, opp. τὰ μετέωρα ( = τὰ ἐν οὐρανῷ), Ach.Tat.Intr. Arat.32; πῦρ μ., opp. αἴθριον, D.H.16.1; τὰ μ. also, birds of the air, J. l.c., cf. Porph. l.c.2 on the high seas, ὅσας δὲ τῶν νεῶν μεταρσίας ἔλαβε [ὁ ἄνεμος] Hdt. l.c.; νῆσος μ. a floating is land, Hecat.305 J.II metaph., high above this world,διὰ μούσας καὶ μ. ᾖξα E.Alc. 963
(lyr.);μ. ὕμνος IG3.770
: in bad sense, puffed up, elated, μ. τὴν ψυχὴν τηρεῖν Vett. Val.340.13;ἡ πάρος ἀγλαΐῃσι μ. AP5.272.1
(Agath.).III in Medic., of the breath, = μετέωρος 1.2,πνεῦμα Hp.Mul.2.130
; πνοὰς θερμὰς πνέω μετάρσι', οὐ βέβαια (neut. pl. as Adv.) E.HF 1093.2 of the face, puffed up, swollen, Hp.Mul.2.110.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετάρσιος
-
5 ψοφέω
A , etc.:—sound, make a noise (opp. φωνέω, Arist.de An. 420b30, HA 535b3), E.Or. 137;ψοφεῖ ἀρβύλη Id.Ba. 638
(troch.);πύλαι ψοφοῦσι Id.HF78
(v. infr. 11); ψοφεῖ λάλον τι, like a cracked pot, Ar. Ach. 933 (lyr.);ἐψόφησεν ἄμπελος Id. Pax 612
(troch.); ἐψόφει.. οὐκ οἶδ' ἅττα ib. 1152 (troch.); ;ποταμοὶ ψοφοῦντες Pl.R. 396b
; of a bell, Str. 14.2.21: c. acc. cogn., [ἡ χαλκὶς] ψοφεῖ οἷον συριγμόν Arist.HA 535b19
; ψ. ψόφον ib. b13.2 esp. of an empty noise,πάντα γάρ τοι τῷ φοβουμένῳ ψοφεῖ S.Fr.61
;κόμποι ψοφοῦσιν Alex.25.9
;μέγα ψοφέουσαν ἀοιδήν Call.Aet.Oxy.2079.19
(cf. Fr. 165).II c. acc., ψοφεῖν τὰς θύρας knock at the door inside to show that one is coming out (opp. κόπτειν or κρούειν knock at the outside),τὴν θύραν ψοφεῖ τις ἐξιών Men.Pk. 126
, cf. Epit. 454;ἐψόφηκε προϊὼν τὴν θύραν Id.Sam. 324
, cf. Luc.Sol.9; but the two words are sts. used indiscriminately, cf. Plu.Publ.20; also of the door (intr.), τί αἱ θύραι νύκτωρ ψοφοῖεν why they were heard to open, Lys.1.14, cf. 17, Men.Sam. 222;ἐψόφηκεν ἡ θ. Com.Adesp.21.1
D.;ἐψόφηκε ῥόπαλον CIG5149b
([place name] Cyrene).III intr., κλαίοντες αὐτῇ δειλίᾳ ψοφήσετε perh. = you will perish, come to a bad end, S.Ichn.162: cf.διαφωνέω 3b
.IV = μαστιγόω, ἐξουσίαν ἐχέτω.. ἐπιτειμέων τρόπ [ῳ ᾧ κα θέλῃ καὶ ψο]φέων καὶ διδέ[ων] καὶ πωλέων Supp.Epigr.2.307 (Delph.); ἐπιτιμέουσα καὶ ψοφευσασα (sic lapis; leg. ψοφεῦσα)καὶ διδέουσα κτλ. Delph.3(2).131
(i B. C.); cf. μαστιγοῦσαι replacing ψοφέουσαι in the same formula, GDI2324 (Delph.).
См. также в других словарях:
Κόμποι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ., 100 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Οι Κ. βρίσκονται στο νότιο τμήμα της δυτικής ακτής του Μεσσηνιακού κόλπου, 46 χλμ. ΝΔ της Καλαμάτας. Υπάγονται διοικητικά στον δήμο Κορώνης … Dictionary of Greek
κόμποι — κόμπος din masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
βαρβαρική τέχνη — Γενικά, αποκαλείται έτσι η καλλιτεχνική παραγωγή που εμφανίζεται σχεδόν παντού στη Δύση κατά την περίοδο των βαρβαρικών επιδρομών, από τον 5o έως τον 9o αι., και διακρίνεται για την προτίμησή της στα πολύ έντονα γραμμικά διακοσμητικά σχέδια. Η… … Dictionary of Greek
Koroni — Stadtgemeinde Koroni (1997–2010) Δήμος Κορώνης … Deutsch Wikipedia
κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… … Dictionary of Greek
μετάξι — Πολύτιμη στιλπνή υφαντική ίνα, ζωικής προέλευσης, που παράγεται από την προνύμφη (μεταξοσκώληκας) του λεπιδοπτέρου Bombyx mori. Η επεξεργασία του μ. που έχει ως σκοπό την κατασκευή όσο το δυνατόν πιο ομοιόμορφης κλωστής από τα κουκούλια,… … Dictionary of Greek
Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… … Dictionary of Greek
Σμρεκ, Γιαν — (Smrek). Ψευδώνυμο του Σλοβάκου ποιητή Γιαν Τσιετέκ (Ζέμιανσκε Λιεσκοβέ 1898). Πρωτοπαρουσιάστηκε με μια συλλογή συμβολικών ποιημάτων, Καταδικασμένος σε αιώνια δίψα, το 1922. Ακολούθησαν οι συλλογές Καλπάζουσες ημέρες (1925), θεϊκοί κόμποι (1929) … Dictionary of Greek