-
1 αίθριον
αἴθριονclear: neut nom /voc /acc sgαἴθριοςclear: masc /fem acc sgαἴθριοςclear: neut nom /voc /acc sg -
2 αἴθριον
αἴθριονclear: neut nom /voc /acc sgαἴθριοςclear: masc /fem acc sgαἴθριοςclear: neut nom /voc /acc sg -
3 αἴθριον
-ου τό N 2 0-0-8-0-0=8 Ez 9,3; 10,4; 40,14.15(bis)Cf. CHANTRAINE 1964, 7-15; HUSSON 1983a, 29-36 -
4 αίθρια
-
5 αἴθρια
-
6 αιθρίοις
-
7 αἰθρίοις
-
8 αιθρίου
-
9 αἰθρίου
-
10 αιθρίω
-
11 αἰθρίῳ
-
12 αιθρίωι
-
13 αἰθρίωι
-
14 αιθρίων
αἴθριονclear: neut gen plαἴθριοςclear: masc /fem /neut gen plαἰθριάωexpose to the air: imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)αἰθριάωexpose to the air: imperf ind act 1st sg (homeric ionic) -
15 αἰθρίων
αἴθριονclear: neut gen plαἴθριοςclear: masc /fem /neut gen plαἰθριάωexpose to the air: imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)αἰθριάωexpose to the air: imperf ind act 1st sg (homeric ionic) -
16 αἰθρίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰθρίδιον
-
17 αἴθριος
αἴθριος, ον,A clear, bright, of weather,αἰθρίου ἐόντος τοῦ ἠέρος Hdt. 2.25
; αἴ. πάγος clear frost, S.Fr. 149; f.l. in Ant. 357.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἴθριος
-
18 αἶθρος
αἶθρος, ὁ,II = αἴθριον, PLond.3.1023.20 (v/vi A. D.). -
19 μετάρσιος
μετάρσιος, [dialect] Dor. [full] πεδάρσιος, ον, also α, ον Hdt.7.188, E.IT27: ([etym.] μεταίρω):—[dialect] Ion., poet., and in late Prose, as D.S.3.51, Ocell.3.1, J. AJ6.9.4, Porph. ap. Eus.PE3.9, for μετέωρος,A raised from the ground, high in air,ἐσπᾶτο γὰρ πέδονδε καὶ μ. S.Tr. 786
; μετάρσιοι χολαὶ διεσπείροντο melted into air, Id.Ant. 1009; λόγοι π. θρῴσκουσι are scattered to the winds, A.Ch. 846; ὑπὲρ πυρᾶς μ. ληφθεῖς' E.l.c.;μετάρσιον πλευρὰν ἔπαιρε Id.Hec.499
;μ. ἀναπτόμενος Ar.Av. 1382
; ναῦς ἄρμεν' ἔχοισα μ. having her sails hoisted, Theoc.13.68; τὰ μ., = μετέωρα, the sky, heavens, Thphr.Ign.3; but defined as τὰ μεταξὺ τοῦ αἰθέρος καὶ τῆς γῆς, opp. τὰ μετέωρα ( = τὰ ἐν οὐρανῷ), Ach.Tat.Intr. Arat.32; πῦρ μ., opp. αἴθριον, D.H.16.1; τὰ μ. also, birds of the air, J. l.c., cf. Porph. l.c.2 on the high seas, ὅσας δὲ τῶν νεῶν μεταρσίας ἔλαβε [ὁ ἄνεμος] Hdt. l.c.; νῆσος μ. a floating is land, Hecat.305 J.II metaph., high above this world,διὰ μούσας καὶ μ. ᾖξα E.Alc. 963
(lyr.);μ. ὕμνος IG3.770
: in bad sense, puffed up, elated, μ. τὴν ψυχὴν τηρεῖν Vett. Val.340.13;ἡ πάρος ἀγλαΐῃσι μ. AP5.272.1
(Agath.).III in Medic., of the breath, = μετέωρος 1.2,πνεῦμα Hp.Mul.2.130
; πνοὰς θερμὰς πνέω μετάρσι', οὐ βέβαια (neut. pl. as Adv.) E.HF 1093.2 of the face, puffed up, swollen, Hp.Mul.2.110.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετάρσιος
См. также в других словарях:
αἴθριον — clear neut nom/voc/acc sg αἴθριος clear masc/fem acc sg αἴθριος clear neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθρίοις — αἴθριον clear neut dat pl αἴθριος clear masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθρίου — αἴθριον clear neut gen sg αἴθριος clear masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθρίων — αἴθριον clear neut gen pl αἴθριος clear masc/fem/neut gen pl αἰθριάω expose to the air imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) αἰθριάω expose to the air imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθρίῳ — αἴθριον clear neut dat sg αἴθριος clear masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴθρια — αἴθριον clear neut nom/voc/acc pl αἴθριος clear neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίθριο — Χώρος που βρίσκεται μπροστά από τους εσωτερικούς χώρους μιας κατοικίας ή ενός δημόσιου κτιρίου και τους απομονώνει από την είσοδο. Στις ιδιωτικές κατοικίες το α. έχει κυρίως σκοπό να χωρίζει τους υπόλοιπους χώρους μιας οικίας από το ύπαιθρο. Στα… … Dictionary of Greek
αιθρία — Η ουρανοφάνεια που διαρκεί επί τουλάχιστον δύο ώρες και δημιουργείται από την απότομη μείωση της νέφωσης από το μέγιστο σημείο (10) της νεφικής κλίμακας (ουρανός νεφοσκεπής) στο σημείο 3 ή και χαμηλότερα (ουρανός καλυμμένος κατά το 1/4 ή και… … Dictionary of Greek
άτριο — το (AM ἄτριον) αρχιτ. 1. το πρώτο και μεγαλύτερο στεγασμένο τμήμα της αρχαίας ρωμαϊκής κατοικίας όπου οδηγούσαν όλα τα άλλα δωμάτια, ο πρόδομος 2. το αίθριο, τετράγωνη περίστυλη αυλή των εκκλησιών 3. πρόναος ή εξωτερική αυλή των εκκλησιών των… … Dictionary of Greek
αιθρίδιον — αἰθρίδιον, το (Α) μικρό αίθριο, μικρός πρόδομος (οικήματος). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό τής λ. αἴθριον*] … Dictionary of Greek
βασιλική — Ονομασία δημόσιου ρωμαϊκού κτιρίου και ενός ορισμένου αρχιτεκτονικού τύπου της χριστιανικής εκκλησίας που κατά την επικρατέστερη άποψη προήλθε από ανάλογες ειδωλολατρικές κατασκευές. ρωμαϊκή β. Χαρακτηριστικό κτίριο των ρωμαϊκών πόλεων,… … Dictionary of Greek