Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κνῆσμα

См. также в других словарях:

  • κνήσμα — κνῆσμα, τὸ (AM) [κνω] μσν. ερεθισμός τού δέρματος, φαγούρα αρχ. 1. δάγκωμα 2. στον πληθ. τὰ κνήσματα ό,τι αποξέεται, αυτό που αφαιρείται με τρίψιμο, αποξέσματα, τρίμματα 3. φρ. «ψήκτρης κνῆσμα» χτένα …   Dictionary of Greek

  • κνῆσμα — scrapings neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνήμα — κνῆμα, τὸ (Α) κνήσμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού κνῆσμα*] …   Dictionary of Greek

  • κνησμονή — η (AM κνησμονή) ο κνησμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού κνῆσμα (πρβλ. πημονή: πῆμα, φλεγμονή: φλέγμα)] …   Dictionary of Greek

  • κνω — κνῶ, άω και κναίω και κνήθω (Α) 1. τρίβω κάτι σε σκληρή και κοφτερή επιφάνεια («ἐπὶ δ αἴγειον κνῆ τυρὸν κνῆστι χαλκείῃ», Ομ. Ιλ.) 2. ξύνω (α. «ἔλαφοι πρὸς τὰ δένδρα κνώμενοι», Αριστοτ. β. «κνῆσαι τῇ χειρί», Ιπποκρ.) 3. (ενεργ. και μεσοπαθ.)… …   Dictionary of Greek

  • κνησμάτων — κνη̱σμάτων , κνῆσμα scrapings neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνήσμασι — κνή̱σμασι , κνῆσμα scrapings neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνήσμασιν — κνή̱σμασιν , κνῆσμα scrapings neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνήσματα — κνή̱σματα , κνῆσμα scrapings neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ken-2, kenǝ-, keni-, kenu-; —     ken 2, kenǝ , keni , kenu ;     English meaning: to rub, scrape off; ashes     Deutsche Übersetzung: “kratzen, schaben, reiben”     Note: various with conservative extensions     Material: I. Leichte basis: Gk. κόνις, ιος f. “dust, ash” ( is… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»